Πρέπει ή δεν πρέπει να θηλάζουν τα μωρά και γιατί; Πόσο σημαντικός είναι τελικά ο μητρικός θηλασμός και για πόσο χρονικό διάστημα; Πότε έρχεται η ώρα της στερεάς τροφής και με ποια σειρά πρέπει να εισάγονται τα διάφορα τρόφιμα; Αυτά και άλλα θέματα σχετικά με τον θηλασμό και τη διατροφή των παιδιών συζητήσαμε με τη Μαρία Γιαννακούλια, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και Πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Διατροφικής Πολιτικής, με αφορμή την Ημερίδα που διοργανώνει το Ελληνικό Ιδρυμα Γαστρεντερολογίας & Διατροφής (ΕΛΙΓΑΣΤ) στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς γιορτάζοντας την Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής.
Στον θηλασμό δεν χωρούν τα πρέπει και αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή. Οι άνθρωποι είναι όντα θηλαστικά, ακόμη και υποσιτισμένες μητέρες κάνουν υγιή παιδιά και μπορούν να τα θηλάζουν. «Φαίνεται ότι η φύση δίνει μια προτεραιότητα στα παιδιά, και αν κάποιος τελικά παρουσιάσει έλλειψη αυτή θα είναι αρχικά η μαμά», λέει η κυρία Γιαννακούλια, τονίζοντας ότι «αν κανείς ενδιαφέρεται για το μέλλον της ανθρωπότητας χρειάζεται να προωθήσει τον μητρικό θηλασμό έστω και αν η μητέρα είναι υποσιτισμένη».
Αρκετά σύγχρονες, οι (καινούργιες) συστάσεις του υπουργείου Υγείας προωθούν το αποκλειστικό μητρικό θηλασμό για τουλάχιστον έξι μήνες. Χρειάζεται, όμως, να παραδεχτούμε ότι δεν είναι πάντα εύκολο. Πρόκειται για μια διαδικασία αρκετά απαιτητική ενώ δεν υπάρχει η απαραίτητη στήριξη της μητέρας από την κοινωνία συνολικά σε μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για αυτή.
Σημειώστε ότι αμέσως μετά τη γέννα, η νέα μητέρα είναι υποχρεωμένη να αναλάβει τον ρόλο της αποκλειστικής τροφού του μωρού της και ταυτόχρονα να τα βγάλει πέρα με το άγχος που συνοδεύει τη γέννα, πιθανόν και με επιλόχεια κατάθλιψη (baby blues). Σε περίπου τρεις μήνες πρέπει να επιστρέψει στη δουλειά της και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, βγάζοντας και αποθηκεύοντας το γάλα της.
Η απουσία στήριξης έχει ως αποτέλεσμα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά αποκλειστικού μητρικού θηλασμού στη χώρα μας. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, το ποσοστό των βρεφών που θήλασαν αποκλειστικά το πρώτο 24ωρο βρέθηκε στο 66% και μειώθηκε στο 51% στο τέλος της πρώτης εβδομάδας. Στο τέλος του πρώτου μήνα συνέχισαν να θηλάζουν αποκλειστικά 40% ενώ τους επόμενους μήνες σημειώθηκε σταδιακή πτώση φτάνοντας στο τέλος του 4ου μήνα στο ποσοστό 25%. Στη συνέχεια η μείωση των ποσοστών ήταν ραγδαία καταλήγοντας σε σχεδόν μηδενικά ποσοστά (0,8%) στο τέλος του 6ου μήνα.
Μπορεί, λοιπόν, να είναι δύσκολος ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός αλλά το όφελος είναι πάρα πολύ μεγάλο τόσο για το βρέφος όσο και για τη μητέρα. «Τα δεδομένα της βιβλιογραφίας είναι συστηματικά», επισημαίνει η κυρία Γιαννακούλια, «και φαίνεται ότι αν καταφέρουμε να αυξήσουμε έστω και για έναν μήνα πάνω από τον μέσο όρο τον χρόνο θηλασμού στην Ελλάδα θα είναι όφελος για τη δημόσια υγεία και για την πρόληψη νοσημάτων στον γενικό πληθυσμό».
Το μητρικό γάλα έχει φτιαχτεί για να υποστηρίζει τα βρέφη, όπως συμβαίνει και με το γάλα των υπολοίπων θηλαστικών, και είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή για τη βρεφική διατροφή τουλάχιστον τους πρώτους έξι μήνες της ζωής. Είναι ένα σύνθετο βιολογικό υγρό, που περιέχει πρωτεΐνες, λιπίδια, σάκχαρα, αντισώματα και βιοενεργά μόρια, τα οποία προάγουν τη θρέψη και την ανάπτυξη του βρέφους.
Σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) τα βρέφη πρέπει να θηλάζουν αποκλειστικά για τους πρώτους 6 μήνες της ζωής τους, για να έχουν την ιδανική αύξηση, ανάπτυξη και υγεία. Μετά την περίοδο αυτή, και προκειμένου να καλυφθούν οι αυξανόμενες διατροφικές τους ανάγκες, πρέπει να σιτίζονται με ασφαλή και επαρκή συμπληρωματική τροφή, συνεχίζοντας παράλληλα τον μητρικό θηλασμό έως τα δύο χρόνια της ζωής ή και περισσότερο. Παράλληλα με τη θρέψη το μητρικό γάλα βοηθάει στην ανάπτυξη ενός «υγιούς» ανοσοποιητικού συστήματος, παρέχει αντιφλεγμονώδη προστασία στον οργανισμό του μωρού καθώς και προστασία απέναντι σε λοιμώξεις.
Ερευνες με πολύ ισχυρά δεδομένα δείχνουν ότι τα βρέφη που θηλάζουν έχουν πολύ μικρότερη συχνότητα εμφάνισης λοιμώξεων του γαστρεντερικού και του αναπνευστικού και λιγότερες ωτίτιδες, αλλά και μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου αιφνίδιου θανάτου. Μακροπρόθεσμα, εξάλλου, το μητρικό γάλα βοηθάει στην ανάπτυξη γνωσιακών ικανοτήτων (αυξημένη προσοχή, μνήμη κ.λπ.) ενώ επίσης έχει κυρίαρχο ρόλο στην προστασία από αλλεργικά και χρόνια νοσήματα.
Ακόμη δρα προστατευτικά για την υγεία της θηλάζουσας καθώς μειώνεται η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών, ενώ επίσης συντελεί μοναδικά στη δημιουργία δεσμού μεταξύ μητέρας και βρέφους. Χρειάζεται, όμως να επισημανθεί και η σημαντική συμβολή του μητρικού θηλασμού στην εξοικονόμηση πόρων τόσο στην οικογένεια όσο και στα συστήματα υγείας καθώς και στην προστασία του περιβάλλοντος (εκτροφή ζώων, διαχείριση απορριμμάτων, υλικά συσκευασίας και μεταφορά).
Από τον θηλασμό στη στερεά τροφή
Με ποια σειρά πρέπει να εισάγονται άλλα τρόφιμα στη σίτιση του μωρού; «Υπάρχει μια ασάφεια γύρω από το θέμα αυτό, η αλήθεια είναι ότι η επιστήμη δεν έχει υποδείξει κάποια συγκεκριμένη σειρά», λέει η καθηγήτρια Διατροφής και Διαιτητικής Συμπεριφοράς. Οι παιδίατροι προσδιορίζουν την εισαγωγή των τροφίμων με βάση την εμπειρία τους ή και με βάση την κουλτούρα και τις συνήθειες ενός πληθυσμού.
Αυτό που χρειάζεται, όμως, να γνωρίζουν οι γονείς είναι ότι το μητρικό γάλα έχει μεν σίδηρο αλλά όχι τόσο όσο οι φόρμουλες. Ετσι το παιδί που θηλάζει φθάνει στους έξι μήνες να έχει χαμηλές αποθήκες σιδήρου: «στα αποκλειστικά θηλάζοντα βρέφη, λοιπόν, οι τροφές που προτείνονται να μπουν πρώτες είναι αυτές που έχουν σίδηρο, δηλαδή κόκκινο κρέας, ψάρι και αυγό». Ακόμη, μετά τους έξι μήνες η διατροφή του μωρού πρέπει να εμπλουτίζεται με λαχανικά, φρούτα και πατάτες, χωρίς να είναι υποχρεωτική η συγκεκριμένη σειρά.
Θέμα ταμπού είναι ο τρόπος με τον οποίο δίνονται οι τροφές. Ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού και την ικανότητά του να ανακατέψει τις τροφές στο στόμα του και να τις καταπιεί μπαίνει το φαγητό στην αρχή αλεσμένο, μετά λιωμένο με πιρούνι και στη συνέχεια χοντροκομμένο ώστε σιγά σιγά να μάθει να μασάει και να καταπίνει. «Οι συστάσεις λένε ότι περίπου από τον 10ο μήνα χρειάζεται να σταματήσει η πολτοποίηση, το παιδί θα πρέπει να μάθει να μασάει και να καταπίνει» λέει η κυρία Γιαννακούλια. Επισημαίνει ότι ο φόβος του πνιγμού κάνει γονείς και φορείς υγείας να παρατείνουν τη σίτιση με αλεσμένες τροφές, όμως «έχει δειχτεί ότι όταν παρατείνεται αυτή η περίοδος, αυξάνεται η αδυναμία μάσησης και κατάποσης και κατ’ επέκταση ο κίνδυνος πνιγμού». Εννοείται ότι το παιδάκι πρέπει να τρώει πάντοτε με την παρουσία φροντιστή και ποτέ μόνο του.
Η αλεσμένη τροφή διευκολύνει τον γονιό αφού το παιδί τρώει πολύ πιο γρήγορα και μεγαλύτερη ποσότητα, «στην πραγματικότητα όμως το κρατάει πίσω αναπτυξιακά» τονίζει η κυρία Γιαννακούλια, «μέχρι τον πρώτο χρόνο πρέπει να έχει μάθει να τρώει, πράγμα που θέλει περισσότερο κόπο αλλά το όφελος είναι πολύ μεγάλο».
Μια άλλη προβληματική αφορά το αυγό και το ψάρι, που σύμφωνα με κάποιους πρέπει να μπαίνουν μετά τον πρώτο χρόνο. «Αυτό δεν ισχύει», ξεκαθαρίζει η Μαρία Γιαννακούλια, «είναι όντως αλλεργιογόνα τρόφιμα όμως οι σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι τα βασικά αλλεργιογόνα πρέπει να μπαίνουν μέχρι τον πρώτο χρόνο της ζωής και μάλιστα καθώς θηλάζει το μωρό». Ετσι, άλλωστε, διαπιστώνεται εγκαίρως αν υπάρχει αλλεργία ή όχι.
Τρόφιμα που ΔΕΝ πρέπει να μπουν πριν από τον πρώτο χρόνο είναι το φρέσκο αγελαδινό γάλα, το αλάτι, η ζάχαρη, το μέλι και οι χυμοί φρούτων. Οι γονείς πιστεύουν ότι είναι καλό να δώσουν στο παιδί τους χυμό πορτοκάλι, για παράδειγμα, οι διεθνείς συστάσεις όμως λένε ότι «τα παιδιά δεν πρέπει να πίνουν χυμούς φρούτων πριν κλείσουν χρόνο γιατί περιέχουν απλά σάκχαρα και τα βρέφη μαθαίνουν σε αυτές τις υγρές, γλυκιές θερμίδες». Επίσης απαγορεύονται οι ξηροί καρποί γιατί δεν μπορεί να τους μασήσει το παιδί και υπάρχει κίνδυνος πνιγμού. Ολα τα υπόλοιπα χρειάζεται να μπουν πριν τα παιδιά κλείσουν χρόνο. «Οποιος άλλος περιορισμός επιβάλλεται στο πλαίσιο της κουλτούρας της οικογένειας δεν έχει επιστημονική βάση» διευκρινίζει η κυρία Γιαννακούλια.
Να τρώνε απ’ όλα, ναι, αλλά πώς;
Υπάρχει άραγε κάποιο «κόλπο» που θα μπορούσε να βοηθήσει τους γονείς να μάθουν τα μωρά τους να τρώνε απ’ όλα; «Τον πρώτο χρόνο τα παιδιά παίρνουν ό,τι τους δώσεις, το περιεργάζονται και το δοκιμάζουν, αυτό όμως σιγά σιγά μειώνεται και γίνονται πιο νεοφοβικά με τα καινούργια τρόφιμα» λέει η κυρία Γιαννακούλια, «Οι μελέτες δείχνουν ότι ένα τρόφιμο πρέπει να εμφανιστεί πολλές φορές μπροστά τους μέχρι να γίνει αποδεκτό», πράγμα βέβαια αρκετά δύσκολο για την οικογένεια. Η μπάμια είναι ένα ακραίο παράδειγμα, -είναι και εποχιακή, άρα πάρα πολύ δύσκολο να τη φέρεις στο τραπέζι 20 φορές-, αλλά το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το αγγούρι. Ο γονιός σκέφτεται ότι δεν αρέσει στο παιδί του και το βγάζει από τη διατροφή του, όμως, πρέπει να το εμφανίσει στο πιάτο του 10 και 20 φορές πριν καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα.
Η μαμά εξάλλου επηρεάζει τις γευστικές προτιμήσεις των παιδιών της από την ενδομήτρια ζωή: Υπάρχουν μελέτες με συγκεκριμένες γευστικές και αρωματικές ουσίες, τις οποίες προσλάμβαναν μαμάδες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, που δείχνουν ότι υπήρχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να αρέσουν και στα παιδιά τους τα τρόφιμα αυτά. Αυτή η επιρροή σε συνδυασμό με τις οικογενειακές συνήθειες επηρεάζουν καθοριστικά την διατροφή του παιδιού.
Ακόμη, η τηλεόραση δεν πρέπει να είναι ανοικτή γιατί το παιδί αποσπάται από τα ερεθίσματα μπροστά στην οθόνη. Εχει ενδιαφέρον, εξάλλου, το γεγονός ότι όταν τα παιδιά βρεθούν σε ένα χώρο ομαδικής σίτισης αλλάζουν αμέσως διατροφικές συνήθειες!
«Ολα αυτά σημαίνουν ότι η “διατροφική εκπαίδευση” των παιδιών θέλει υπομονή και ηρεμία, να μην παθαίνουν πανικό οι γονείς με το πρώτο όχι των παιδιού τους, η σίτιση να γίνεται σε ένα ωραίο περιβάλλον και βέβαια είναι πάρα πολύ βασικό το παιδί να βλέπει τους γονείς να τρώνε ακριβώς τα ίδια πράγματα, πράγμα που ίσως απαιτεί να αλλάξουν και οι ίδιοι διατροφικές συνήθειες» υποστηρίζει η κυρία Γιαννακούλια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News