Αν ο Αλμπερτ Αϊνστάιν είχε δίκιο και «οι συμπτώσεις είναι ο τρόπος του Θεού να παραμένει ανώνυμος», κοιτάξτε κάτι συμπτώσεις, τόσο στην Αθήνα του 2018, όσο και στο Παρίσι εφτά δεκαετιών. Ναι, το θέμα μας είναι η απώλεια ενός μεγάλου – για τη Γαλλία, για το γαλλικό σανσόν, για το Τραγούδι εν γένει – ενός θρύλου, όπως ο Σαρλ Αζναβούρ, στα 94 του. Υστερα από μια λαμπρή καριέρα επτά δεκαετιών (συνέχιζε να δίνει – και το διαλαλούσε – έως και 250 συναυλίες το χρόνο!) και ύστερα από πωλήσεις 180 εκατ. δίσκων.
Ομως κοιτάξτε κάτι συμπτώσεις: πριν από λίγες ημέρες, στην Αθήνα, στο Ηρώδειο, εμφανίστηκε ο θρύλος –Σικελός με βελγικά χρώματα– Σαλβατόρε Ανταμό, ενώ είχε προγραμματισθεί και συναυλία του γάλλου μελωδοποιού Μισέλ Λεγκράν. Θρύλου κι εκείνου στα 86 του. Πού η σύμπτωση; Ας πάμε πίσω πρώτα στο 1961 κι έπειτα στο Μάιο του 1982 και θα καταλάβετε:
Φεβρουάριος του 1961, αεροδρόμιο Ελληνικού. Η Νάνα Μούσχουρη, που έχει κερδίσει το πρώτο βραβείο στο 2ο Festival de la Canción Mediterránea με το «Ξύπνα αγάπη μου» του Κώστα Γιαννίδη, έχει δεχτεί πρόταση από τη νεόκοπη γαλλική δισκογραφική εταιρεία Fontana και ετοιμάζεται να ταξιδέψει στο Παρίσι.
Λίγο πριν από την πτήση λοιπόν που θα την έφερνε στη μόνιμη έκτοτε κατοικία της στο Παρίσι, συναντάει τον ήδη σταρ «Γάλλο Φρανκ Σινάτρα» Σαρλ Αζναβούρ, που είχε έρθει για να μείνει στα νεόκοπα επίσης μπανγκαλόου του Αστέρα της Βουλιαγμένης και να τραγουδήσει εκεί. Σύμφωνα με τα «Memoirs» της, εκείνος ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, αλλά εκείνη, λέει η ίδια, «έμοιαζε με μητέρα του».
«Κρίμα που φεύγω» του είπε ζητώντας να τους βγάλουν μια κοινή φωτογραφία, πάντα σύμφωνα με τα «Memoirs» (εκδόσεις Weidenfeld & Nicolson). «Θα ήθελα να σας ακούσω να τραγουδάτε στην πατρίδα μου». «Υποσχεθείτε μου ότι θα με καλέσετε όταν επιστρέψω στο Παρίσι. Μέχρι τότε θα έχω ακούσει και τους δίσκους σας» απάντησε εκείνος.
Οπερ και εγένετο. Και ο Αζναβούρ της έδωσε το τραγούδι του Salvame Dios, όπως αργότερα τραγούδησαν μαζί στα γαλλικά πρώτα ως Mourir d’ aimer και στα αγγλικά ως To Die Of Love την επιτυχία του, που είχε απογειώσει η μεγάλη των πορτογαλέζικων φάντο Αμάλια Ροντρίγκες. Όπως και το Ay! Mourir Pour Toi.
Φεύγοντας από την Αθήνα, ο Αζναβούρ βρέθηκε στην Fête de la Musique, στο γαλλικό Σεν-Κουεντίν, για να παραδώσει στον Σαλβατόρε Ανταμό το τρόπαιο και μια επιταγή 50.000 γαλλικών φράγκων, όπως θυμάται ο ίδιος ο Σικελός θρύλος του γαλλόφωνου σανσόν. Για την επιτυχία του πρώτου δίσκου του, με τίτλο το Si J’Osais, όπως και το τραγούδι του, που χάρισε την πρώτη μεγάλη αναγνώριση του Ανταμό στο διαγωνισμό του Radio Luxembourg. Οι συμπτώσεις, που έλεγε κι ο Αϊνστάιν ότι «είναι ο τρόπος του Θεού να παραμένει ανώνυμος».
Και ο Μάιος του 1982; Ήταν ο μήνας που κυκλοφόρησε σε δίσκο το σάουντρακ της ταινίας «Qu’est-ce qui fait courir, David?» της Ελί Σουρακί, με την Ανούκ Εμέ, τον Αντρέ Ντισολιέ, τον Φράνσις Χάστερ και τον Σαρλ Αζναβούρ. Στο σάουντρακ, εκτός από τον Αζναβούρ, το τραγούδι Et que je t’aime ερμηνεύει η Délizia ή Ντελιτσιά Ανταμό, μικρή αδελφή του Σαλβατόρε Ανταμό. Η μουσική είναι του Μισέλ Λεγκράν και οι στίχοι του Σαρλ Αζναβούρ. Ειδικά για κείνη…
Τον Ιούνιο του 1980 στο Καλλιμάρμαρο (που αναφερόταν στις γαλλικές αφίσες ως «Στάδιο Κουμπερτέν») βρέθηκαν μαζί στη σκηνή τρεις θρύλοι: πρώτη, η Δαλιδά, που έχει συνδεθεί με ελληνικές ρίζες και την ελληνική γλώσσα στην οποία είχε τραγουδήσει, αν και στην πραγματικότητα στο Κάιρο όπου είχε γεννηθεί το κοινό της με τα ελληνικά ήταν οι… τρεις ελληνίδες σύζυγοι των αδελφών του πατέρα της. Και επίσης ο Σαρλ Αζναβούρ αλλά και ο πρόωρα χαμένος γιος του Ζιλ Ντασσέν, Τζο Ντασσέν.
Η Δαλιδά είχε εμφανιστεί ξανά στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1969. Όμως το κοινό της με τον Αζναβούρ ήταν ότι είχε ανοίξει, μικρή και γνωστή μόνον για την επιτυχία της Bambino ακόμη, το 1957, την δική του μεγάλη συναυλία στο περίφημο Ολυμπιά του Παρισιού. Όπως ο Αζναβούρ είχε ανοίξει, το 1954, στο δρόμο του προς την κορυφή, τη συναυλία του μεγάλου σαξοφωνίστα και κλαρινετίστα της τζαζ, από τη Νέα Ορλεάνη, Σίντνεϊ Μπεσέ, στην ίδια σκηνή: το Ολυμπιά.
Δεν ήταν όμως το μόνο τους κοινό. Ούτε τα τραγούδια του που είχε πει η Δαλιδά (κάποια κυκλοφόρησαν εννέα χρόνια μετά την αποδημία της, σαν το Ay! Mourir Pour Toi), όπως το ντουέτο τους Quand Οn S’Aime, που τραγούδησαν το 1967. Αλλά και το γεγονός ότι στο απόγειο της καριέρας τους βρέθηκαν και οι δύο από το περίφημο παρισινό εστιατόριο-καμπαρέ «Villa D’ Este».
Εκείνος, βέβαια, είχε ξεκινήσει και από το άλλο περίφημο καμπαρέ, το Mουλέν Ρουζ. Και κάτι ακόμη, που είχαν κοινό με άλλους δύο θρύλους του γαλλικού τραγουδιού, την Εντίτ Πιάφ και την Πατασού. Η Μονμάρτη, η γειτονιά των καλλιτεχνών, τα σοκάκια της οποίας «όργωσε», ακόμη και τραγουδώντας στον δρόμο, το «Σπουργιτάκι» Εντίτ Πιάφ, αλλά και ο Αζναβούρ και που επέλεξε για το σπιτικό της η Δαλιδά.
Αυτό ήταν και το πρώτο κοινό που εντόπισε στον νεότατο Σαρλ η ήδη διάσημη Εντίτ το 1946, όταν τον άκουσε σε λάιβ ραδιοφωνική εκπομπή από καμπαρέ της Μονμάρτης. Και τον κάλεσε στην ομάδα της και στη συνέχεια σε μεγάλη περιοδεία, μαζί και με τους Compagnons de la Chanson, στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά (όπου εγκαταστάθηκε αργότερα και έγραψε πολλά από τα τραγούδια του), το 1947-48. Το πρώτο διεθνές άνοιγμα του Σαρλ Αζναβούρ. Αμέσως μετά, η Πατασού κάνει επιτυχία το τραγούδι του Parce Que στην μπουάτ της, στην Μονμάρτη και η ιέρεια των Υπαρξιστών, Ζιλιέτ Γκρεκό, το Je Hais Les Dimanches, με το οποίο κέρδισε το βραβείο της Ένωσης Δημιουργών Sacem – Société des Auteurs, Compositeurs et Éditeurs de Musique, το 1952.
Ο Αζναβούρ, που αργότερα τραγούδησε με ένα πρώιμο, ας το πούμε, ολόγραμμα της Εντίτ Πιάφ το Plus Βleu Que Tes Yeux, δήλωνε επίμονα στα χρόνια που ακολούθησαν την συνεργασία του με το «Σπουργιτάκι» ότι ήταν βοηθός της, συνθέτης της και εκτελούσε χρέη γραμματέα της, ακόμη και σοφέρ της. Παραδεχόταν πως ήταν «ερωτευμένος μαζί της για οκτώ ημέρες», αλλά διατυμπάνιζε ότι η σχέση τους, που απέδωσε τραγούδια όπως το Plus Bleu Que Tes Yeux και Jézébel ήταν πλατωνική.
«Η Εντίτ με ενθάρρυνε να γράψω, αλλά ήμασταν απλά φίλοι. Έμεινα μαζί της για οκτώ χρόνια επειδή ήμασταν φίλοι. Τονίζω: φίλοι, όχι εραστές! Μου δίδαξε πολλά. Πώς να χειρίζομαι τα τραγούδια. Πώς να στέκομαι και να εκφράζομαι με τα χέρια στη σκηνή. Πώς να επικοινωνώ με το κοινό», έλεγε σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στο Ερεβάν της Αρμενίας, με αφορμή το κλειδί που του παραδόθηκε για το Ίδρυμα-Μουσείο Σαρλ Αζναβούρ, που το «τρέχει» ο γιος του Νικ. Όπως δήλωνε ότι ήταν τυχερός και πήρε πολλά από τόσους άλλους που δούλεψε μαζί τους: τον Φρανκ Σινάτρα, τον Σάμι Ντέιβις, τον Έλτον Τζον, τον Τομ Τζόουνς, την Σελίν Ντιόν, τον Χούλιο Ιγκλέσιας, τη Λάιζα Μινέλι, τον Πλάθιντο Ντομίνγκο.
Πάντως, στη διάρκεια της σχέσης με την Πιάφ τραυματίστηκαν σοβαρά σε ένα τροχαίο ατύχημα, που τροφοδότησε αρκετά πρωτοσέλιδα. Εκείνος είχε μικρότερα τραύματα. Η Εντίτ Πιάφ κατέληξε με κάταγμα σε δύο πλευρά και στο χέρι. Οι γιατροί αναγκάστηκαν να της χορηγήσουν μορφίνη για τον πόνο και – ω της σύμπτωσης – αυτό υπήρξε και η απαρχή της μετέπειτα εξάρτησής της από φάρμακα και αλκοόλ.
Κι έτσι όλα δένουν… γλυκά στην παρέα των θρύλων, με κεντρικό πρόσωπο τον – εθνικό ήρωα στην πατρίδα του, Αρμενία – Σαρλ Αζναβούρ. Και με μια σειρά από συμπτώσεις, που περιλαμβάνουν και την φθινοπωρινή Αθήνα του 2018. Διότι, όπως έλεγε και ο ρώσος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, Ισαάκ Ασίμοφ, «το αστείο με τις συμπτώσεις είναι ότι συμβαίνουν».
Ο κεμετζές, το ντέφι και η καταγωγή
Εδώ ίσως θα πρέπει να βάλουμε μερικά πράγματα στη θέση τους, καθότι πολλά και μάλλον λανθασμένα κυκλοφορούν για την καταγωγή του γεννημένου στο Παρίσι Σαρλ Αζναβούρ. Ή μάλλον Chahnourh Varinag Aznavourian, που στο παρισινό ληξιαρχείο κατέληξε απλά Σαρλ. Όπως και το όνομά του, που είχε συγκόψει κατ’ επιλογήν, στα εννέα του χρόνια, το 1933, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το σχολείο για να γίνει ηθοποιός ως Αζναβούρ. Με τις παραστάσεις που είχε ξεκινήσει με την αδελφή του Αΐντα από τα πέντε του. Μαζί με τον βαρύτονο πατέρα του Μίσα ή για την ακρίβεια Μάμιγκον (εκδοχή του Μιχαήλ) Αζναβουριάν, που έπαιζε κεμετζέ και ντέφι. Μουσικά σύμβολα και τα δύο της καταγωγής του από το Αχαλτσίχε της σημερινής Γεωργίας. Με την επίσης αρμένισα μητέρα του, Κναρ το γένος Μπαγκντασαριάν, ηθοποιό από οικογένεια εμπόρων της Νικομήδειας, που τον συνόδευε στις αυτοσχέδιες παραστάσεις του από το πιάνο, μαζί με την αδελφή του.
Ας διαβάσουμε πως ο ίδιος περιέγραφε την καταγωγή του, με αφορμή την επέτειο από τη Γενοκτονία των Αρμενίων και με άξονα το τραγούδι του L’ Emigrant (του 1954 και ένα αντίστοιχο του 1986), στο «Paris Match»:
«Ο πατέρας μου, Μίσα Αζναβουριάν, ήταν Αρμένιος από τη Γεωργία. Στην δική του περιοχή δεν έγινε γενοκτονία. Ήταν τραγουδιστής και πήγε στην Τουρκία για να δώσει μία συναυλία. Είχε ρωσικά χαρτιά και αυτό ήταν που τον έσωσε. Στην Τουρκία, στο Ada-Bazar (σ.σ.: Izmit ή Νικομήδεια στα μεσόγεια της Τουρκίας, που κάποιοι συγχέουν με το Izmir ή Σμύρνη), συνάντησε την μητέρα μου Κναρ Μπαγκντασαριάν, που η οικογένειά της είχε σφαγιασθεί στη Γενοκτονία. Μόνον εκείνη και η προγιαγιά μου είχαν επιζήσει. Οι τρεις τους ακολούθησαν την “νομαδική μετακίνηση”, την “transhumance” όπως λεγόταν, που ακολούθησαν πολλοί Αρμένιοι τότε: μέσω της Ελλάδας, της Θεσσαλονίκης συγκεκριμένα, όπου γεννήθηκε η αδελφή μου Αΐντα, έφτασαν στη Γαλλία, όπου γεννήθηκα εγώ με τη σειρά μου».
Στον 6ο τομέα του Παρισιού συγκεκριμένα, στη δημαρχιακή υπηρεσία του οποίου έχει κατατεθεί η ληξιαρχική πράξη γέννησής του. Με ένα λάθος: η μητέρα του αναφέρεται ως Enache Papazian. Ενώ ο πατέρας του, 26χρονος τότε, αναφέρεται ως Μαμιγκόν Αζναβουριάν. Και για κείνον όμως πλανάται ένα λάθος: λέγεται ότι ο πατέρας του ήταν σεφ του τσάρου. Ενώ ήταν μάγειρας για τον τότε κυβερνήτη της Αρμενίας.
Το όνομα Αζναβούρ σημαίνει κάτι σαν «ευγενής» (azniv) και «ωραίος» (avur). Και μπορεί να το συνέτμησε από τα εννέα του, υπέρ των καλλιτεχνικών του ονείρων, όμως το 1982, τη χρονιά της… σύμπτωσης Μισέλ Λεγκράν, Σαρλ Αζναβούρ και Ντελιτσιά (Ανταμό) ήταν που αποφάσισε να το κατοχυρώσει και νόμιμα στις αρμόδιες γαλλικές κρατικές υπηρεσίες.
Ο Μίσα είχε παντρευτεί την Κναρ, σύμφωνα με πηγές, πάνω στο ιταλικό πλοίο που τους έφερε ως τη Θεσσαλονίκη, με προοπτική να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1923, όταν το ζεύγος, μαζί με την μικρή Αΐντα, αποφάσισε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατέληξαν, με γαλλικό πολεμικό αεροσκάφος, στη Μασσαλία. Κι από εκεί στο Παρίσι, όπου αποφάσισαν να ζήσουν, παίρνοντας τελικά τη γαλλική υπηκοότητα το 1947. Ανοίγοντας αρχικά το εστιατόριο «Caucasus», στην Rue Champollion, όπου ο μικρός Σαρλ ξεκίνησε τις παραστάσεις του. Ως Αζναβούρ πλέον…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News