Λίγους μήνες πριν από τις Ευρωεκλογές και με την Ε.Ε να αντιμετωπίζει μία σειρά σοβαρών προβλημάτων, η συζήτηση περί ευρωπαϊκού ιδεώδους είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Η σημερινή Ευρώπη των δύο –αν όχι των περισσότερων «ταχυτήτων»- φαίνεται να έχει χάσει τον προσανατολισμό της, με την εμπιστοσύνη των πολιτών της να κλονίζεται όλο και περισσότερο. Οικονομική ανισότητα, συγκεντρωτισμός εξουσιών στις λίγες ισχυρές χώρες, αδυναμία διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος, έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης, άνοδος των ακραίων και λαϊκιστικών δυνάμεων αλλά και αρκετά ακόμη καίρια ζητήματα αποτελούν το επίκεντρο των τοποθετήσεων των ευρωσκεπτικιστών. Άραγε είναι η Ευρώπη το σπίτι μας κι αν ναι, πόσο ασφαλείς αισθανόμαστε σε αυτό;
Αν θελήσουμε να εντοπίσουμε τις ευθύνες αυτής της κατάστασης, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε μερίδιο ευθύνης σε όλες τις χώρες στο επίπεδο που τις αναλογούν, μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Και φυσικά η χώρα μας δεν εξαιρείται από αυτές. Χωρίς αμφιβολία οι οραματιστές και θεμελιωτές της Ε.Ε δεν είχαν στο μυαλό τους τη σημερινή ασταθή και αμφιλεγόμενη κατάσταση. Καθετί έχει μία εξέλιξη, άλλοτε θετική, άλλοτε αρνητική κι άλλοτε παντελώς ουδέτερη. Στην περίπτωση της Ευρώπης φαίνεται βέβαια τα πράγματα να είναι πιο σύνθετα.
Βασικοί στόχοι της Ένωσης ήταν η προαγωγή της ειρήνης, της ελευθερίας, της βιώσιμης ανάπτυξης όλων των κρατών, της τεχνολογικής και επιστημονικής εξέλιξης, της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συνοχής και συνεργασίας. Τα τελευταία χρόνια είναι αλήθεια ότι πολλά προβλήματα και περιστατικά έχουν αλλάξει άρδην την πρότερη κατάσταση. Εμείς ως ευρωπαίοι πολίτες παρατηρούμε, ίσως πιο παθητικά από το αναμενόμενο.
Κι όσο η Ευρώπη προχωρά στην επέκτασή της, είναι αλήθεια πως η ασφάλεια της ευρωπαϊκής «ομπρέλας», οι ευκαιρίες χρηματοδοτήσεων, τα καινοτόμα προγράμματα κυρίως στην εκπαίδευση, την τεχνολογία και την υγεία, η κοινή εξωτερική πολιτική και πολλά ακόμη, παραμένουν τα θετικά και δελεαστικά χαρακτηριστικά της. Μία χώρα είτε μικρή, είτε μεγάλη, επιθυμεί να έχει συμμάχους με προοπτικές εξέλιξης και σημαντικές απολαβές μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Έτσι μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα εντελώς γενικό συμπέρασμα ότι η συμμετοχή στην Ένωση έχει θετικό πρόσημο, χωρίς όμως να μπορούν να παραβλεφθούν τα «αγκάθια» της εποχής μας. Ποια Ευρώπη όμως θα θέλαμε ιδανικά; Ποια από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ρεαλιστικά, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία;
Αρχικά, ξεκινώντας από τη δημοκρατικότητα και το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης, θεωρείται απαραίτητη μία εκ νέου δημοκρατική πολιτική ενοποίηση με κεντρικούς υπερεθνικούς θεσμούς, που θα δίνει δύναμη και φωνή σε όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από την οικονομική τους δύναμη. Πρέπει να βρεθεί τρόπος έτσι ώστε η συμμετοχή στην Ένωση να πάψει να θεωρείται για πολλούς ένα αναγκαίο κακό και συμβιβασμός σε ένα αυταρχικό πλαίσιο επικράτησης των λόμπι. Έτσι ίσως θα ήταν εφικτή η πολυπόθητη μείωση της αποχής των ευρωπαίων πολιτών από τις κάλπες των ευρωεκλογών. Αποχή που αποδεικνύει την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Καίριο ρόλο επίσης θα έπαιζε η διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για τη μετανάστευση, το προσφυγικό και την προστασία των συνόρων, στη βάση μιας δίκαιης κατανομής των βαρών με την αναθεώρηση του κανονισμού του Δουβλίνου. Η χώρα μας για παράδειγμα, έχοντας τη συγκεκριμένη γεωγραφική θέση, δέχεται ένα υπέρογκο αριθμό τόσο πολιτικών προσφύγων όσο και οικονομικών μεταναστών. Επομένως, μία τέτοια αλλαγή πολιτικής θα μας αφορούσε άμεσα.
Πιο απαραίτητο από οτιδήποτε άλλο, είναι ο σχεδιασμός μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την ανάπτυξη και απασχόληση όλων των κρατών για τον περιορισμό της ανεργίας και της λιτότητας. Φυσικά δεν έχει νόημα για κάθε πρόβλημα να επιρρίπτουμε τις ευθύνες στην Ένωση, μιας και βαρύνοντα ρόλο σε όλα αυτά παίζει φυσικά και η εκάστοτε πολιτική του κάθε κράτους στο κομμάτι της οικονομίας, των επενδύσεων και της κοινωνικής πολιτικής. Η λέξη «ανάπτυξη» που χρησιμοποιείται ανά τρία λεπτά από όλους τους πολιτικούς δεν είναι μία κατάσταση που μπορεί να επέλθει ως δια μαγείας.
Πολλές είναι οι εξειδικευμένες συζητήσεις σχετικά με τα ποσοστά ανεργίας και την έντονη ανάγκη προγραμματισμού μίας κοινής πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της ανεργίας και των συνθηκών εργασίας. Η οικονομική ενοποίηση της Ε.Ε στηρίχθηκε στην ανταγωνιστική αγορά και στην ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων και κεφαλαίων. Η σημερινή όμως κατάσταση αποδεικνύει ότι οι ανισότητες αυξάνονται και τα εμπορικά πλεονάσματα συγκεντρώνονται στις πιο ισχυρές και ανταγωνιστικές οικονομίες. Σχετικά με αυτό το ζήτημα υπήρξε μία πρόσφατη πρόταση του ΔΝΤ για τη δημιουργία ενός μηχανισμού Central Fiscal Capacity (CFC).
Σύμφωνα με αρθρογραφία του ΠΑ.ΠΕΙ: η πρόταση του ΔΝΤ αναφέρει ότι οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με την σχέση εθνικού χρέους/ΑΕΠ: (α) κράτη με ποσοστό μικρότερο του 85%, (β) κράτη με ποσοστό 85-120%, και (γ) κράτη με ποσοστό μεγαλύτερο του 120% (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία). Κάθε χώρα πληρώνει ετησίως ένα ασφάλιστρο που ανέρχεται στο 0,35% του ΑΕΠ στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ασφάλισης Ανεργίας. Το Ταμείο θα καταβάλλει αποζημιώσεις όταν η ανεργία σε μια χώρα αποκλίνει σε μια συγκεκριμένη χρονιά από τον 7ετή κινητό μέσο όρο της ανεργίας (trigger mechanism). Το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης θα ανέρχεται στο 0,5 του ΑΕΠ για κάθε μονάδα απόκλισης από τον 7ετή κινητό μέσο. Επίσης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ασφάλισης Ανεργίας θα μπορεί να δανείζεται σε περιόδους μεγάλων εκταμιεύσεων, αλλά θα πρέπει να αποπληρώνει τα δάνεια με ίδιους πόρους.
Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι σε μια άσκηση προσομοίωσης που έκανε το ΔΝΤ για την περίοδο 1990-2016, με βάση την παραπάνω πρόταση, προέκυψε ότι η Ελλάδα θα είχε εισπράξει από το Ταμείο συνολικές αποζημιώσεις που θα ανέρχονταν στο 6% του ΑΕΠ το 2013. Στην περίοδο 2009-2016, οι καθαρές εισροές προς την χώρα μας θα ανέρχονταν στο 20% του ΑΕΠ (τις ίδιες εισροές θα είχε και η Ισπανία για την περίοδο 2008-2015).
Πέραν όμως όλων αυτών, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κόσμος αλλάζει και οι κίνδυνοι παραμένουν. Πολύ συχνά οι ισορροπίες, οι συμμαχίες και οι αντιπαλότητες των κρατών μετασχηματίζονται. Αν λοιπόν θέλουμε μία ισχυρή Ευρώπη με θέση και ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, είναι αναγκαία η ενδυνάμωση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΕΠΠΑ – ΚΕΠΑΑ). Οι στόχοι δύσκολοι. Απαιτείται στρατηγικός σχεδιασμός και χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής για τη διαχείριση κρίσεων και τη διασφάλιση της ειρήνης.
Είναι βέβαιο ότι τέτοια ζητήματα, όπως η κατάσταση στην Ευρώπη σήμερα χωρά μεγάλη ανάλυση. Η Ελλάδα όμως μπορεί και πρέπει να έχει λόγο στη διαμόρφωση της επόμενης μέρας. Γνωρίζοντας τα δικαιώματά μας και τηρώντας τις υποχρεώσεις μας, γινόμαστε ικανά και λειτουργικά κράτη-μέλη. Λέγοντας όμως αλήθειες, αντιπροτείνοντας αλλαγές προς τη θετική κατεύθυνση και διεκδικώντας πραγματική ισότητα, μπορούμε να παίξουμε καθοριστικό ρόλο στην Ένωση που αλλάζει.
Η Ευρώπη είναι το σπίτι μας αλλά η συντήρησή του είναι αναγκαιότητα και όχι πολυτέλεια..
* O Άγγελος Μιχ. Μπαγιάτης είναι Φοιτητής Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News