«Πάντα ήμουν εθνικιστής. Όταν ήμουν μικρός δεν δεχόμουν να παίξω επιτραπέζιο χόκεϊ εάν δεν μπορούσα να έχω τους παίκτες με τις κίτρινες και μπλε φανέλες», είχε αποκαλύψει (μεταξύ σοβαρού και αστείου) ο Τζίμι Άκεσον το 1999 σε κείμενό του σε μια έκδοση της νεολαίας του ακροδεξιού κόμματος των Σουηδών Δημοκρατών.
Σήμερα, όμως, ο επικεφαλής της σουηδικής ακροδεξιάς αποτελεί τον κύριο αντίπαλο του σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού Στέφαν Λέβεν στις κρίσιμες εθνικές (και τοπικές) εκλογές που θα πραγματοποιηθούν την Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου στη Σουηδία. Χαρακτηρίζονται ιστορικής σημασίας. Γιατί αυτήν τη φορά οι 7,4 εκατομμύρια σουηδοί εκλογείς δεν θα ψηφίσουν μόνον για την ανάδειξη της νέας κυβέρνησής τους αλλά θα επιλέξουν εάν θα συνεχίσουν να πορεύονται στον δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας, της φιλοξενίας και της ανεκτικότητας ή εάν θα ακολουθήσουν την πορεία που χάραξαν οι λαϊκιστές, οι ευρωσκεπτικιστές και οι εθνικιστές της κεντρικής Ευρώπης, βάλλοντας κυρίως κατά των προσφύγων και των μεταναστών.
Στην ηλικία των 39 ετών και συμμετέχοντας για τέταρτη φορά μέσα σε 12 χρόνια σε μια εκλογική αναμέτρηση ως επικεφαλής των Σουηδών Δημοκρατών, ο Τζίμι Άκεσον δηλώνει πως «αυτές οι εκλογές αποτελούν ένα δημοψήφισμα για τo κράτος πρόνοιας ή τη συνέχιση της μετανάστευσης και του ασύλου. Εγώ επιλέγω το κράτος πρόνοιας». Και γνωρίζει πως είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής της αυριανής εκλογικής αναμέτρησης γιατί εάν το κόμμα του λάβει έως και 20%, επιβεβαιώνοντας τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, τότε θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τους Σοσιαλδημοκράτες ή για τα κόμματα της κεντροδεξιάς να σχηματίσουν μια κυβέρνηση πλειοψηφίας. Σύμφωνα με πολλές διαδικτυακές δημοσκοπήσεις, αναφέρει το Reuters, οι Σουηδοί Δημοκράτες θα μπορούσαν να αναδειχτούν ακόμα και πρώτοι, ξεπερνώντας το κυβερνών κόμμα που κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της χώρας τα τελευταία εκατό χρόνια.
Και, πράγματι, αποτελεί γεγονός πως η άνοδος των Σουηδών Δημοκρατών επισκιάζει την παρακμή των σουηδών Σοσιαλδημοκρατών, των απόλυτων εκφραστών της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα. Γιατί εάν από το 1917 και μετά αναδείχτηκαν νικητές σε όλες, σχεδόν, τις εκλογικές αναμετρήσεις λαμβάνοντας το 50% των 1968 και άνω του 45% το 1994, σήμερα δεν ξεπερνούν το 25%, που αποτελεί ιστορικά χαμηλό ποσοστό. Εξίσου αποκαρδιωτικές είναι οι προβλέψεις και για την απόδοση των κεντροδεξιών Μετριοπαθών οι οποίοι καταλαμβάνουν την τρίτη θέση με 17 τοις εκατό. Παρότι η Σουηδία παραμένει μια από τις πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης, με ισχυρή ανάπτυξη και χαμηλή ανεργία.
Σκοτεινό παρελθόν, ευοίωνο μέλλον
Το 2005, όταν εκλέχτηκε στην προεδρία των Σουηδών Δημοκρατών, λίγοι ήταν οι πολιτικοί αναλυτές που πίστευαν ότι ο 26χρονος, τότε, Τζίμι Άκεσον θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία ενός κόμματος που προήλθε από τους κόλπους ενός ξεκάθαρα φασιστικού και νεοναζιστικού κινήματος (Bevara Sverige Svenskt, «Διατηρήστε τη Σουηδία Σουηδική»). Αλλά όλα δείχνουν πως τα κατάφερε και, μάλιστα, με εξαιρετική επιτυχία. Γιατί το 2010 το περιθωριακό κόμμα που ιδρύθηκε το 1988, κατάφερε τελικά να εισέλθει για πρώτη φορά στη βουλή με ποσοστό 5,7 τοις εκατό. Το 2014 έφτασε στο 12,9% ενώ σήμερα αναμένεται να αναδειχτεί κύρια δύναμη της αντιπολίτευσης. Αν όχι πρώτο κόμμα.
Υπό την καθοδήγηση του Άκεσον, οι Σουηδοί Δημοκράτες απομάκρυναν τα πιο ακραία από τα μέλη τους και άμβλυναν τη ρητορική τους, και, επιθυμώντας να υπογραμμίσουν τη μετάλλαξή τους, αντικατέστησαν τον πυρσό, αρχικό σύμβολο του κόμματος, με μια μπλε ανεμώνη. Εξακολουθούν, όμως, να δηλώνουν πως στόχος τους είναι να διατηρήσουν «σουηδική τη Σουηδία», δίνοντας έμφαση κυρίως στα ζητήματα της ασφάλειας και της εθνικής ταυτότητας. Δεσμεύονται πως θα προστατέψουν και θα ενισχύσουν το κράτος πρόνοιας με απώτερο σκοπό «να αποκαταστήσουν το ‘”Folkhemmet”, “το σπίτι του λαού”, την ιδέα του έθνους ως οικογένεια στην οποία όλοι συνεισφέρουν και όλοι νοιάζονται για τους άλλους», μας πληροφορούν οι New York Times, σημειώνοντας πως παρότι η έννοια αποτελεί δημιούργημα των Σοσιαλδημοκρατών, πολλοί, πλέον στη Σουηδία, θεωρούν πως το «σπίτι» τους απειλείται από τη μετανάστευση, το ισλάμ και την εγκληματικότητα.
Καταλυτική χρονιά για τον Άκεσον, όπως και για τους περισσότερους ακροδεξιούς εθνικολαϊκιστές πολιτικούς ανά την Ευρώπη, υπήρξε το 2015 όταν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες εισήλθαν στις χώρες της ΕΕ. Η Σουηδία δέχτηκε 164.000 ανθρώπους, τους περισσότερους κατά κεφαλήν, από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης, 400.000 συνολικά από το 2012. Φέτος, από τις αρχές του έτους έως σήμερα, ανέρχονται σε 23.000 αλλά οι Σουηδοί Δημοκράτες υποστηρίζουν πως πρέπει να κλείσουν τα σύνορα της χώρας και οι πόροι που δαπανώνται για την αρωγή των προσφύγων και των μεταναστών να αξιοποιηθούν για την περαιτέρω ενίσχυση του κράτους πρόνοιας.
Όσον αφορά το άλλο μεγάλο ζήτημα των εκλογών, την πάταξη της εγκληματικότητας, οι συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων συμμοριών στα προάστια των σουηδικών πόλεων και μια σειρά από εμπρησμούς οχημάτων ενισχύουν το αίσθημα ανασφάλειας που επικρατεί μεταξύ σημαντικής μερίδας των πολιτών. Σχολιάζοντας το γεγονός ότι το 2017 στη Σουηδία σημειώθηκαν 7.226 βιασμοί, κατά 10% περισσότεροι σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ο Τζίμι Άκεσον θέλησε να υπενθυμίσει στους συμπατριώτες του ότι το 58% των βιαστών που καταδικάστηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας ήταν αλλοδαποί.
Στο τέλος οι Σοσιαλδημοκράτες μάλλον θα καταφέρουν να παραμείνουν στην εξουσία (συμμαχώντας με τα υπόλοιπα κεντροαριστερά κόμματα ή με το μπλοκ της κεντροδεξιάς) και οι Σουηδοί Δημοκράτες της ακροδεξιάς, παρά την όποια εντυπωσιακή άνοδό τους, θα παραμείνουν εκτός της κυβέρνησης. Αλλά το ζήτημα για ενδεχόμενη μελλοντική συνεργασία τους – όπως συνέβη με αντίστοιχα αδελφά κόμματα στη Νορβηγία, τη Δανία και τη Φινλανδία – με τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της Σουηδίας, δεν πρόκειται να σταματήσει να τους απασχολεί. Ειδικά εάν ένας στους πέντε ψηφοφόρους επιλέξει να στηρίξει το κόμμα του Τζίμι Άκεσον. Πάντως ο (επίσης ακροδεξιός και υπέρμαχος των κλειστών συνόρων) αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης και υπουργός Εσωτερικών της χώρας Ματέο Σαλβίνι έσπευσε να του ευχηθεί καλή επιτυχία. «Ευελπιστώ πως μετά τις εκλογές θα μπορέσω να τον συναντήσω και να τον βρω να ασκεί έναν νέο θεσμικό ρόλο με κύρος», πρόσθεσε ο ιταλός πολιτικός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News