Είναι γνωστή η φράση του βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ Μακμίλαν (1894-1986) όταν ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο, «τι αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για μια κυβέρνηση;» και αυτός απάντησε «τα γεγονότα αγαπητέ μου, τα γεγονότα». Θύμα αυτού του θεμελιώδους πολιτικού κανόνα φαίνεται πως έπεσε –κι όχι αναίτια- η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αυτό το μοιραίο καλοκαίρι. Καιρό τώρα ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο προετοίμαζαν -σταθερά επάνω στο κλίμα διχασμού και προσδοκώντας στις εξελίξεις στην οικονομία- την ατζέντα και το κλίμα μέσα στο οποίο θα διαμορφωνόταν η προεκλογική περίοδος.
Η εκτίμηση των πιο έμπειρων αναλυτών στα επιτελεία των κομμάτων ήταν πως ο Πρωθυπουργός προσανατολιζόταν σε ένα εκλογικό φθινόπωρο από το οποίο προσδοκούσε να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη της επικοινωνιακής διαχείρισης της λήξης των προγραμμάτων χρηματοδότησης, να αποφύγει την εφαρμογή συμφωνημένων μέτρων αφήνοντας την «καυτή πατάτα» στον… επόμενο και να διασφαλίσει με αυτόν τον τρόπο -τουλάχιστον- ένα αντιπολιτευτικό εκλογικό ποσοστό που θα επέτρεπε στον ΣΥΡΙΖΑ να σταθεροποιήσει την θέση του στον νεότευκτο δικομματισμό και στον αρχηγό του να συνεχίσει να κυριαρχεί στα εσωκομματικά δρώμενα.
Όλα αυτά όμως ανατράπηκαν με δραματικό τρόπο από την πρωτοφανή εθνική τραγωδία που συντελέστηκε στο Μάτι.
Τόσο η δολοφονική αμέλεια του κρατικού μηχανισμού σε όλα τα επίπεδα διοίκησης όσο και ο κυνικά επικοινωνιακός τρόπος αρχικής αντίδρασης και αντιμετώπισης της καταστροφής από την κυβέρνηση, μετέτρεψαν σε στάχτη οποιοδήποτε κυβερνητικό σχέδιο για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, τουλάχιστον μέσα στο 2018.
Έχει παρατηρηθεί άλλωστε στην πρόσφατη πολιτική ιστορία, η σημαντική επιρροή φυσικών καταστροφών στην δρομολόγηση των πολιτικών εξελίξεων αλλά και στην διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος. Θυμίζουμε συγκεκριμένα τον μεγάλο σεισμό της Αθήνας τον Σεπτέμβριο του 1999, ο οποίος σύμφωνα με αναλύσεις της εποχής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιστροφή του εκλογικού κλίματος υπέρ της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η οποία ανταποκρίθηκε οργανωτικά και ανθρωπιστικά στην κρίση που προέκυψε και ανέδειξε τα πλεονεκτήματα της τότε υπερκομματικής ηγεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος. Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελούν και οι καταστροφικές πυρκαγιές του 2007, οι οποίες επίσπευσαν τον χρόνο τον εκλογών και ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση της ΝΔ να προβεί σε πολυδάπανες παροχές προς τους πυρόπληκτους προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις.
Θυμίζουμε τον μεγάλο σεισμό της Αθήνας τον Σεπτέμβριο του 1999, ο οποίος σύμφωνα με αναλύσεις της εποχής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιστροφή του εκλογικού κλίματος υπέρ της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ
Η αποτίμηση του πλήγματος που έχει υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ από την φονική πυρκαγιά στο Μάτι καθώς και η συνεχής επιρροή του Μακεδονικού ζητήματος το οποίο επανέρχεται στην επικαιρότητα, κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις μετρήσεις κοινής γνώμης του φθινοπώρου και αποτελεί τον παράγοντα καθορισμού των εξελίξεων στο κυβερνών κόμμα, όχι μόνο προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά. Υπό αυτό το πρίσμα, η μετατόπιση του χρόνου των εκλογών το νωρίτερο για τον πρώτο κιόλας μήνα του 2019 -κατά τον οποίο συμπληρώνει 4 χρόνια κυβερνητικής θητείας- αποτελεί επιλογή επιβίωσης τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για τον αρχηγό του.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε πως η φθορά που εισπράττει ο ΣΥΡΙΖΑ από την εθνική τραγωδία στο Μάτι, δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο γεγονός αλλά και την γενικότερη εικόνα, στρατηγική και φιλοσοφία διακυβέρνησης των 3μιση τελευταίων ετών στην λειτουργία του κράτους. Πνεύμα χαλάρωσης των κανόνων ασφάλειας και πρόληψης, διαλυτική και υποτιμητική αντιμετώπιση των σωμάτων ασφαλείας και δημόσιας τάξης, διάθεση υπόθαλψης και δικαιολόγησης κάθε αμελούς συμπεριφοράς που προκύπτει στον δημόσιο τομέα και φυσικά πλήρης απαξίωση και ενοχοποίηση κάθε πιθανότητας αξιολόγησης και λογοδοσίας των υπηρεσιών και των φυσικών προσώπων.
Εκτίμησή μας είναι πως οι παραπάνω εξελίξεις περιορίζουν αρκετά το κυβερνητικό πεδίο δράσης στον παραδοσιακό και αγαπημένο τομέα της σκανδαλολογίας, του διχασμού, του «κυνηγιού μαγισσών» και της επίκλησης στο θυμικό των ψηφοφόρων, με επιθέσεις στους κομματικούς αντιπάλους, αναμόχλευση σκανδαλολογίας, πιθανόν και δικαστικών υποθέσεων το προσεχές διάστημα κι ως τις εκλογές.
Αναμένοντας τον «φθινοπωρινό λογαριασμό»
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις του φθινοπώρου θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό και την στρατηγική των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Στην Νέα Δημοκρατία, που διαβλέπει πλέον ακόμα και την αυτοδύναμη επικράτησή της, η εσωκομματική διαμάχη ανάμεσα στην παραδοσιακή δεξιά πτέρυγα και τη φιλελεύθερη η οποία μαίνεται από την στιγμή εκλογής του Κ. Μητσοτάκη στην προεδρία, θα εντείνεται όσο πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών, της κατάρτισης των ψηφοδελτίων και της απόδοσης των «χρισμάτων» (χαρακτηριστικά τα παραδείγματα Μαρκογιαννάκη αλλά και Πατούλη – Μπακογιάννη στην αυτοδιοίκηση).
Η σοβαρή πιθανότητα διεύρυνσης της εκλογικής απήχησης του Κυρ. Μητσοτάκη, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις εσωτερικές διεργασίες για την πολιτική φυσιογνωμία της ΝΔ
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναμένει να αποτυπωθούν στις μετρήσεις της κοινής γνώμης τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής και της δικής του υπεύθυνης στάσης, τόσο στο ζήτημα της καταστροφικής πυρκαγιάς στο Μάτι όσο και στην διαχείριση του Μακεδονικού ζητήματος, από τα οποία αναμένει σημαντικά οφέλη. Η σοβαρή πάντως πιθανότητα διεύρυνσης της εκλογικής απήχησης του Κυρ. Μητσοτάκη, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις εσωτερικές διεργασίες για την πολιτική φυσιογνωμία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα εντείνει την ανάγκη διασαφήνισης του πολιτικού του αφηγήματος σε κρίσιμα ζητήματα όπως η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης (1ο μνημόνιο, υπόθεση Γεωργίου κλπ) για τα οποία οι θέσεις του μέχρι σήμερα παραμένουν θολές, στο βωμό των εσωτερικών ισορροπιών.
Στην κυβερνητική φθορά από φωτιές και Μακεδονικό προσδοκά και το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο απέκτησε σχετική ομοιογένεια με την αποχώρηση του Ποταμιού, όχι όμως και εκλογική δυναμική, σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις του καλοκαιριού, οι οποίες το έδειξαν να γίνεται περισσότερο «συμπαγές» απευθυνόμενο κυρίως στην παραδοσιακή του βάση. Η αναμενόμενη, για πολλούς, διαίρεση του ΚΙΝΑΛ πάντως, θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί αν ακολουθούνταν εξ αρχής ο οδικός χάρτης γένεσης μιας νέας παράταξης, από μηδενική βάση, με αυτοδιάλυση των υπαρχόντων σχημάτων και βάρος στην πολιτική φυσιογνωμία κι όχι στα κόμματα και τα πρόσωπα.
Η μεγάλη πρόκληση βέβαια που έχει να αντιμετωπίσει το ΚΙΝΑΛ στις πολλαπλές κάλπες που προαλείφονται τους επόμενους μήνες, είναι η ανάσχεση της «μόνιμης» κατάληψης του κεντροαριστερού χώρου από τον ΣΥΡΙΖΑ και διατήρηση της πολιτικής του αυτονομίας, αν παραμείνει ως έχει ο σημερινός δικομματισμός.
Μέχρι στιγμής πάντως τα αποτελέσματα -όπως αντανακλώνται στις μετρήσεις- δεν είναι τα προσδοκώμενα για τα περισσότερα στελέχη και τους υποστηρικτές του εγχειρήματος αλλά και για το πεδίο που ανοίγεται από την ραγδαία φθορά του ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση ο ερχόμενος εκλογικός κύκλος (είτε σε μια, είτε σε δύο φάσεις) θα αναδιατάξει πλήρως το τοπίο, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του προοδευτικού χώρου στον 21ο αιώνα, μέσα από την νέα φυσιογνωμία των κομμάτων και τις ανακατατάξεις του πολιτικού και στελεχιακού δυναμικού.
Σε κάθε περίπτωση ο ερχόμενος εκλογικός κύκλος (είτε σε μια, είτε σε δύο φάσεις) θα αναδιατάξει πλήρως το τοπίο, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του προοδευτικού χώρου στον 21ο αιώνα, μέσα από την νέα φυσιογνωμία των κομμάτων και τις ανακατατάξεις του πολιτικού και στελεχιακού δυναμικού.
Ανασχηματισμός ξεπερασμένων συμβόλων
Απότοκος των επιπτώσεων της φονικής πυρκαγιάς ήταν και ο πρόσφατος κυβερνητικός ανασχηματισμός. Με τις επιλογές του ο Πρωθυπουργός, εκτός από την αντιμετώπιση των πληγών που άφησε η κυβερνητική διαχείριση στο Μάτι, θέλησε να προσδώσει πολιτικούς συμβολισμούς στο κυβερνητικό σχήμα. Εκτίμησή μας είναι πως συγκεκριμένες επιλογές του στοχεύουν στην θεμελίωση πολυσυλλεκτικής εκλογικής βάσης για τον ΣΥΡΙΖΑ, εξαερώνοντας ουσιαστικά το αριστερό στίγμα και διατηρώντας απλώς την ρητορική. Γνωρίζοντας ότι έχει να διαχειριστεί ένα συνεχώς μειούμενο, ρευστό και πολυσυλλεκτικό εκλογικό ποσοστό, το οποίο κατέκτησε κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, συμπεριέλαβε στο κυβερνητικό σχήμα πρόσωπα τα οποία ανήκαν σε συγκεκριμένες συνιστώσες του παραδοσιακού δικομματισμού που κυριάρχησε στην μεταπολίτευση. Ο κ. Τσίπρας επιχειρεί με τις επιλογές του να ενισχύσει τον κυβερνητικό του εταίρο ΑΝΕΛ με όσα στελέχη της ΝΔ απορρίπτονται ή ασφυκτιούν υπό το κεντρώο και ανανεωτικό προφίλ το οποίο προσπαθεί να εμφυσήσει ο κ. Μητσοτάκης στην συντηρητική παράταξη. Το μήνυμα προς τους κομμένους των ψηφοδελτίων είναι «ανοίξαμε και σας περιμένουμε – εδώ τα καλά υπουργεία».
Η επιλογή νέων προσώπων στην πολιτική είναι χρυσός κανόνας και όλοι οι αρχηγοί τον τηρούν. Η νεότητα όμως δεν είναι από μόνη της προσόν στην πολιτική
Η τακτική αυτή του Πρωθυπουργού επιβεβαιώνει όσους εδώ και χρόνια υποστηρίζουν πως ο κυβερνητικός εναγκαλισμός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει βαθύτατους πολιτικούς δεσμούς και αρκετό…μέλλον, το οποίο δεν ξεθωριάζει τόσο εύκολα από υποκριτικές… σοσιαλδημοκρατικές μεταλλάξεις.
Συγκεκριμένες επίσης επιλογές του κ. Τσίπρα απευθύνθηκαν και στις δύο θεμελιώδεις πτέρυγες της Κεντροαριστεράς, την εκσυγχρονιστική αλλά και την παραδοσιακή, συνεχίζοντας την επιδίωξη διεμβολισμού της παράταξης με πρόσωπα που εν τέλει αποδέχτηκαν την εξευτελιστική απαξίωση των προηγούμενων προέδρων και του έργου του ΠΑΣΟΚ από τον κ. Τσίπρα. Αξιοσημείωτη είναι η πολιτική σύμπτωση που επέφερε τους συμβολισμούς αυτούς να εκφράσουν τρεις γυναίκες πολιτικοί με καταγεγραμμένη πορεία (και αντίστοιχη φθορά) η κάθε μία στον χώρο από τον οποίο προέρχονται.
Παρόμοια επιδίωξη εκλογικού ανοίγματος θα λέγαμε πως επιχειρείται από τον κ. Τσίπρα μέσα από την διαχείριση του διαχρονικού κοινωνικού αιτήματος για ανανέωση των πολιτικών προσώπων. Όπως έχει συμβεί μέχρι σήμερα με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ ως αντίπαράδειγμα του «νέου» στην πολιτική ζωή, το οποίο κουβαλά όλες τις παθογένειες και τις ιδεοληψίες του παλαιού και ξεπερασμένου πολιτικού συστήματος, αντίστοιχη είναι και η διαχείριση των προσώπων που επιλέγονται και συμβολίζουν την πολυπόθητη «ανανέωση».
Η επιλογή νέων προσώπων στην πολιτική είναι χρυσός κανόνας και όλοι οι αρχηγοί τον τηρούν. Η νεότητα όμως δεν είναι από μόνη της προσόν στην πολιτική. Πρόσωπα που επιλέγονται χωρίς καμία αξιολογική διαδικασία, κανένα κριτήριο επαγγελματικής, ακαδημαϊκής, κοινωνικής δραστηριότητας ή καταξίωσης, ούτε έστω μια υποτυπώδη κομματική συμμετοχή και δράση δημιουργούν αρνητικό παράδειγμα.
Με μόνο κριτήριο την ηλικία, την -μέχρι πρότινος- ανωνυμία και την διαπροσωπική εμπιστοσύνη, αναδεικνύονται πρόσωπα σε δημόσια αξιώματα, καταφέρνοντας στην ουσία να υπονομεύσουν και να δυσφημίσουν το ίδιο το ζωογόνο και αναγκαίο αίτημα ανανέωσης των πολιτικών ιδεών, πρακτικών και προσώπων.
*Η Μαρίλη Μέξη είναι διευθύντρια στο Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα ευρύτερης ανάλυσης
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News