Εμπνευσμένος από τις διακοπές των παιδικών του χρόνων στις ακτές της Αδριατικής και της δυτικής Ιταλίας, ο Κλοντ Νόρι σκηνοθέτησε στιγμές διακοπών αποτυπώνοντας με τον φακό του τις τελετουργίες του καλοκαιριού: το πάθος ενός καλοκαιρινού ρομάντζου, τη διασκέδαση και τα παιχνίδια, τις παραλίες και τα μπικίνι, και πάνω απ’ όλα τον αισθησιασμό, την έκσταση και την ξενοιασιά της νεολαίας.
Οι φωτογραφίες του, που δημοσιεύονται στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Italian Holidays» («Ιταλικές Διακοπές»), είναι τραβηγμένες έτσι ώστε να δίνουν σε στατικές στιγμές μια δυναμική, κινηματογραφική αίσθηση.
Βλέποντας τη νεαρή γυναίκα στη Vespa, μπορεί κανείς κυριολεκτικά να ακούσει τον ήχο της μηχανής αλλά και το απαλό θρόισμα της φούστας της καθώς ανεμίζει από την αύρα της θάλασσας, να μυρίσει το άρωμα της μαυρισμένης επιδερμίδας των έφηβων εραστών, να νιώσει τη γεύση του παγωτού, να ακούσει το τζουκ-μποξ της παραλίας.
«Όλοι αγαπούν την Ιταλία, την παραλία, τη θάλασσα, τη χαρά της ζωής», λέει ο Νόρι, σε συνέντευξή του στον Guardian, «Ήμουν εκεί και φωτογράφιζα, μια υπέροχη εποχή, τις δεκαετίες του 1980 και του ’90. Δεν υπήρχε ίντερνετ, ούτε κινητά τηλέφωνα και η φωτογραφία ήταν ακόμα μυθική».
«Αυτές οι φωτογραφίες δεν είναι ρεπορτάζ – υπάρχει συγκεκριμένη σκηνοθεσία, μια ατμόσφαιρα ονείρου. Διηγούμαι μια ιστορία δική μου, ενός Γάλλου ιταλικής καταγωγής που επέστρεψε στην παραλία που πήγαινε με τους γονείς του αναζητώντας ό,τι αγαπούσε εκείνη την εποχή. Δεν είναι η Ιταλία των τουριστών, ούτε η Ιταλία των μνημείων ή των μουσείων. Ήθελα να δείξω μια πλευρά της Ιταλίας που δεν βλέπετε πολύ συχνά».
Η ερωτική σχέση του Νόρι με την Ιταλία ξεκίνησε νωρίς. «Κάθε καλοκαίρι τη δεκαετία του 1960, φορτώναμε τις αποσκευές μας στο μπλε Simca Elysée του πατέρα μου και πηγαίναμε στις παραλίες της Ιταλικής Αδριατικής και μερικές φορές στις Μεσογειακές», γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του, «Φεύγαμε από την Τουλούζη νωρίς το πρωί για να φτάσουμε πριν από το ηλιοβασίλεμα και να κάνουμε το πρώτο μας μπάνιο. Οι γονείς μου προτιμούσαν τα παραθαλάσσια θέρετρα κοντά στο Ρίμινι ή το Ριτσιόνε, όπου οι τιμές ήταν ακόμα προσιτές. Η μητέρα μου έλεγε ότι εκεί η θάλασσα ήταν πιο μπλε από οπουδήποτε αλλού».
Ο ιταλικός τρόπος ζωής τα καλοκαίρια σφράγισε για πάντα τη μνήμη του. «Το dolce far niente (η γλύκα τού να μην κάνεις τίποτα), η άμμος, η θάλασσα, ο ουρανός, τα όμορφα κορίτσια με τα μαγιό, ο αισθησιασμός της επιδερμίδας που προσφέρεται στον ήλιο, οικογένειες μαζεμένες γύρω από μεγάλα τραπέζια, Vespas και σώματα σε όλα τα σχήματα και τις μορφές ήταν πάντα παρόντα. Είμαι βέβαιος ότι έγινα φωτογράφος για να μπορέσω να παρατείνω εκείνη την εφηβεία χωρίς συνέπειες», λέει.
Ο Νόρι ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο Παρίσι με μικρές δουλειές για διαφημιστικά πρακτορεία και περιοδικά. Αλλά δεν έπαψε να επιστρέφει στις παραλίες της Ιταλίας. Συνήθιζε να ταξιδεύει με ένα παλιό Fiat 500 μαζί με τον φίλο του Λουίτζι Γκίρι, Ιταλό καλλιτέχνη και φωτογράφο. Οι Kodachrome φωτογραφίες του Γκίρι, μάλιστα, έγιναν πηγή έμπνευσης για το έργο του.
Επί τέσσερις δεκαετίες, ο Νορί φωτογράφιζε τα ιταλικά καλοκαίρια στα παραθαλάσσια θέρετρα Ρίμινι, Κάπρι, Αμάλφι, Κατάνια, Ραπάλο και Πορτοφίνο. Το 1983 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «L’Été Dernier» («Το Περασμένο Καλοκαίρι») με περίπου 60 φωτογραφίες. Και το 2001 ακολούθησε το «Un Été Italien» («Ένα Ιταλικό Καλοκαίρι»), που εξαντλήθηκε μέσα σε λίγους μήνες.
Τώρα, στις «Ιταλικές Διακοπές» περιλαμβάνονται «ανανεωμένες και εκσυγχρονισμένες» φωτογραφίες από το βιβλίο του 2001, μαζί με μερικές ανέκδοτες εικόνες. «Ο εκδότης μου σκέφτηκε ότι οι φωτογραφίες θα ενδιέφεραν ένα νέο κοινό νεαρών αναγνωστών», λέει ο Νορί, «Αυτές οι εικόνες είναι κατά κάποιο τρόπο αιώνιες. Είναι σαν να κάνεις επανέκδοση ενός μουσικού άλμπουμ».
Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες της δεκαετίας του 1980 είναι ασπρόμαυρες. Ο Νόρι τις προτιμά γιατί έτσι μπορεί να αποδώσει τον ιταλικό νεορεαλισμό της δεκαετίας του 1960 και του ’70. Αν και συχνά βαθιά προσωπικές, οι φωτογραφίες του απέχουν πάρα πολύ από τις σημερινές selfies, μια εμμονή την οποία ο φωτογράφος σχολιάζει πολύ δηκτικά.
«Η ψηφιακή φωτογραφία έχει εξαφανίσει το μυστήριο του φιλμ που έχει τραβηχτεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ακόμη», λέει, «Τα κινητά τηλέφωνα και οι υβριδικές συσκευές έχουν απλοποιήσει την φωτογραφική διαδικασία αφαιρώντας τη γοητεία της. Και πια είναι δύσκολο να βγάλεις απλά μια φωτογραφία στο δρόμο, εν κινήσει. Η δυσπιστία είναι πανταχού παρούσα λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μόλις τραβηχτούν, οι φωτογραφίες αρχίζουν να διαδίδονται άναρχα στο διαδίκτυο. Οι άνθρωποι αποφεύγουν τον φωτογράφο, αλλά προτιμούν να βγάζουν πολλές selfies, με την κάμερα ενός τηλεφώνου στερεωμένου στην άκρη ενός αρθρωτού βραχίονα, της οποίας ο ευρυγώνιος παραμορφώνει το πορτρέτο τους».
«Κοιτάζοντας πίσω και παρατηρώντας την ιταλική περιπέτειά μου αντιλαμβάνομαι ότι έχω φωτογραφίσει μια προνομιακή περιοχή σε μια εποχή που ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη και ξέγνοιαστη», γράφει στο νέο του βιβλίο, «Είχα την ευκαιρία να γίνω μάρτυρας αυτής της ευτυχίας προσπαθώντας να καταγράψω τις εικόνες της εφηβείας που διατηρούμε βαθιά μέσα μας», λέει.
Info
Το βιβλίο «Italian Holidays» εκδόθηκε από τον ελβετικό οίκο Sturm & Drang
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News