Το ημερολόγιο έγραφε 8 Μαΐου 2008 και η είδηση ήταν απ’ αυτές που σε κάνουν να αμφιβάλλεις αν άκουσες καλά: ο Πεπ Γκουαρντιόλα είχε επιλεγεί από τον (τότε) πρόεδρο του συλλόγου, Τζοάν Λαπόρτα, για τη θέση του πρώτου προπονητή της Μπαρτσελόνα. Εμοιαζε με φάρσα. Μετά τον Γιόχαν Κρόιφ (1988-1996), τον αναμορφωτή της ομάδας που εξελίχθηκε σε ποδοσφαιρικό θαύμα, είχαν καθίσει στον πάγκο της μεγάλες μορφές: ο Μπόμπι Ρόμπσον, ο Λουΐς φαν Χάαλ (σε δύο θητείες), ο Σέρα Φερέρ (που πέρασε και από την ΑΕΚ), ο Ράντομιρ Αντιτς. Το 2003 είχε προσληφθεί ο Φρανκ Ράικαρντ, ο οποίος τρία χρόνια νωρίτερα είχε οδηγήσει την Ολλανδία στον τελικό του Euro (τον έχασε στα πέναλτι από την Ιταλία). Η μόνη προπονητική εμπειρία του Γκουαρντιόλα, που θα τον διαδεχόταν, ήταν μια σεζόν στον πάγκο της δεύτερης ομάδας των Καταλανών.
Υπέγραψε το συμβόλαιό του στις 5 Ιουνίου (2008) και έπιασε δουλειά την 1η Ιουλίου. Στο ντεμπούτο του στο ισπανικό πρωτάθλημα (31/8/2008) οι «μπλαουγκράνα» ηττήθηκαν 1-0 από… τη Νουμάνθια. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, εκείνες τις μέρες, ότι ο πρώην ποδοσφαιριστής με το ευγενικό χαμόγελο και τα λίγα μαλλάκια θα άφηνε το αποτύπωμά του περισσότερο από κάθε άλλον μετά τον Κρόιφ. Οχι μόνο στο σύλλογο, αλλά και στο ποδόσφαιρο γενικώς. Οτι, εξελίσσοντας το μοντέλο του ολλανδού μέντορά του, τον οποίο θεωρούσε δεύτερο πατέρα του, θα κατάφερνε να γίνει ο πιο επιτυχημένος τεχνικός της επόμενης δεκαετίας. Ενας από τους λίγους που, διαχρονικά, επηρέασαν τις αντιλήψεις μας για το παιχνίδι.
Σε αυτά τα δέκα χρόνια ο Γκουαρντιόλα έβαλε τη σφραγίδα του σε τρία μεγάλα club της Ευρώπης (Μπαρτσελόνα, Μπάγερν Μονάχου και Μάντσεστερ Σίτι) και «σάρωσε» 24 τίτλους, μεταξύ των οποίων δύο τρόπαια Champions League και επτά Πρωταθλήματα σε τρεις χώρες (Ισπανία, Γερμανία, Αγγλία). Τον περασμένο Απρίλιο, όταν η Σίτι εξασφάλισε την πρωτιά στην Premier League, η Marca τον χαρακτήρισε «βασιλιά της δεκαετίας». Επειδή είναι ο Νο 1 πολυνίκης προπονητής, μακράν του δεύτερου (Λοράν Μπλαν, με 15 τρόπαια). Αλλά, το μεγαλείο του αδικείται εάν μετρηθεί σε Κύπελλα. Το πιο σπουδαίο του επίτευγμα είναι το πάντρεμα της επιτυχίας με το καταπληκτικό ποδοσφαιρικό θέαμα που παρουσιάζουν όλες οι ομάδες του. Ο συνδυασμός της αποτελεσματικότητας με τη διασκέδαση των φιλάθλων.
Ο 47χρονος Καταλανός, εφευρέτης του «τίκι-τάκα» (που πολλοί κατηγόρησαν μα ακόμη περισσότεροι επιχείρησαν να αντιγράψουν), γνωρίζει όσο κανείς άλλος πώς να κατασκευάζει ομάδες που χαίρεσαι να βλέπεις. Αυτό είναι που τον κάνει τόσο ξεχωριστό. Αυτό, και η μοναδική του ικανότητα να βελτιώνει τους ποδοσφαιριστές του, να δημιουργεί υπεραξίες, όπως έχει αναλύσει με στοιχεία ο ιστότοπος του BBC, σε πρόσφατο αφιέρωμά του στον προπονητή της Μάντσεστερ Σίτι. Ο Λουίς Μενότι, τροπαιούχος του Μουντιάλ 1978 με την Αργεντινή, τον έχει περιγράψει καλύτερα από τον καθέναν: «Ο Πεπ είναι ο Τσε Γκεβάρα του ποδοσφαίρου. Ενας επαναστάτης νικά ή πεθαίνει στη μάχη, και αυτός παραμένει ακλόνητος στη φιλοσοφία του. Δεν πρόκειται ποτέ να την αλλάξει».
Πράγματι. Επέμεινε στη θεωρία του όταν δεν κατάφερε να νικήσει στους δύο πρώτους αγώνες πρωταθλήματος με την Μπαρτσελόνα (τις ταπεινές Νουμάνθια και Ρασίνγκ Σανταντέρ), το 2008. Επίσης, όταν στην παρθενική του σεζόν στο Μάντσεστερ (2016-2017) είδε τη Σίτι του να τερματίζει τρίτη στην κατάταξη, 15 βαθμούς πίσω από την Τσέλσι και οκτώ από την Τότεναμ. Αλλά και όταν οι Γερμανοί τον κατηγορούσαν ότι κατέστρεψε την άναρχη ορμητικότητα της Μπάγερν Μονάχου. Είναι σίγουρος για το αγωνιστικό του σχέδιο. Γι’ αυτό και δεν διαστάζει να εγκαταλείπει ομάδες που κερδίζουν… στον αυτόματο πιλότο, προκειμένου να αντιμετωπίσει μια νέα πρόκληση. Η υπέρτατη δικαίωση για τον Πεπ είναι να αποδείξει ότι η ποδοσφαιρική του μηχανή μπορεί να δουλέψει παντού όπου υπάρχουν παίκτες υψηλής ποιότητας.
Οσοι πολεμούν την αυθεντία του, χρησιμοποίησαν διάφορες σοφιστείες για να τον απαξιώσουν. Οταν παρουσίασε την Μπαρτσελόνα των «θαυμάτων» (2008-2012), έλεγαν ότι στην ομάδα του Μέσι, του Τσάβι, του Ινιέστα, του Πουγιόλ, του Βίγια, δεν χρειαζόταν, καν, προπονητής. Στη συνέχεια, όταν χωρίς όλους αυτούς δημιούργησε την πιο θεαματική Μπάγερν όλων των εποχών (2013-2016), το αφήγημα ήταν πως οι Βαυαροί δεν είχαν αντίπαλο στη Γερμανία και πριν από τον Γκουαρντιόλα. Η αξία του προπονητή αναγνωρίστηκε κι εκεί, όταν αποχώρησε: η Μπάγερν εξακολούθησε να κατακτά τίτλους, όμως έπαιζε αποκρουστικά. Γι’ αυτό, άλλωστε, απολύθηκε ο Αντσελότι.
Οι αμφισβητίες του… έκαναν πάρτι μετά την (αποτυχημένη) πρώτη του σεζόν στην Αγγλία – τη μοναδική στην καριέρα του που δεν πήρε κάποιον τίτλο. Βιάστηκαν, όμως. Οταν οι μαθητές του αφομοίωσαν το «α λα Πεπ» παραγωγικό, μεθοδικό, απολαυστικό ποδόσφαιρο που διδάσκει, η Σίτι κατέκτησε τον τίτλο καταρρίπτοντας όλα τα ρεκόρ στα χρονικά της Premier League. Το… έργο συνεχίζεται και εφέτος. Στην πρεμιέρα της σεζόν, στο γήπεδο της Αρσεναλ, οι «Πολίτες» έπαιξαν, κατά διαστήματα, σπουδαία μπάλα. Μια στιγμή του παιχνιδιού, στο 83′.02, εάν παγώσεις την εικόνα, καταλαβαίνεις ότι ο Γκουαρντιόλα έχει κάνει το άθλημα… γεωμετρία. Ενώ ο Γκουντογκάν έχει την μπάλα στην κατοχή του, έξι συμπαίκτες του που βρίσκονται γύρω του, όλοι τους στην ίδια, ακριβώς, απόσταση από εκείνον αλλά και μεταξύ τους, έχουν σχηματίσει ένα τέλειο εξάγωνο.
Δέκα χρόνια μετά την εμφάνισή του στην προπονητική, αν και έχει να κατακτήσει το κορυφαίο τρόπαιο (Champions League) από το 2011, ο Πεπ εξακολουθεί να αντιστέκεται στην κυρίαρχη αντίληψη της εποχής πως ο σκοπός -το αποτέλεσμα- αγιάζει τα μέσα. Ο Καταλανός είναι αμετακίνητος στις αρχές του: το παιχνίδι δεν έχει νόημα, εάν δεν παίζεται για να ικανοποιεί τον θεατή/τηλεθεατή που το παρακολουθεί. Εκεί ψηλά, ο Κρόιφ θα νιώθει περήφανος για τον απόστολό του. Ο οποίος -κοίτα σύμπτωση!- γεννήθηκε το 1971. Τη χρονιά που ο πιονέρος Αγιαξ του total football, του Ρίνους Μίχελς και του «Ιπτάμενου Ολλανδού», κατέκτησε το πρώτο του Κύπελλο Πρωταθλητριών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News