«Η Γη σιγοκαίγεται. Από το Σιάτλ έως τη Σιβηρία, οι φλόγες έχουν τυλίξει το βόρειο ημισφαίριο. Από άκρη σε άκρη άνθρωποι ασφυκτιούν από τη ζέστη. Περίπου 125 έχουν πεθάνει στην Ιαπωνία ως αποτέλεσμα ενός καύσωνα που προκάλεσε για πρώτη φορά θερμοκρασίες στο Τόκιο πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου. Οι θερμοκρασίες σπάνε τα ρεκόρ στην Ανατολική Ασία αλλά και σε όλη την Ευρώπη και τις επόμενες ημέρες, όπως προειδοποιούν οι ειδικοί, ο καύσωνας θα χτυπήσει την Ισπανία και την Πορτογαλία με τη θερμοκρασία να φτάνει έως και τους 50 βαθμούς Κελσίου»: έτσι ξεκινάει το άρθρο του έγκριτου περιοδικού, σκιαγραφώντας ένα πολύ ζοφερό παρόν κι ένα ακόμη πιο ζοφερό μέλλον για μια ανθρωπότητα που ακόμη εθελοτυφλεί αδυνατώντας να αναγνωρίσει τις καταστροφικές συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη μας.
Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, τέτοια φαινόμενα, που κάποτε θεωρούνταν απίθανα, είναι πλέον συνηθισμένα ενώ οι επιστήμονες έχουν προειδοποιήσει εδώ και καιρό ότι, καθώς ο πλανήτης υπερθερμαίνεται, οι καιρικές συνθήκες θα ανατραπούν.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, όλες τις νέες έρευνες βρισκόμαστε στο χείλος μίας κλιματικής καταστροφής, η οποία, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να φέρει την Ευρώπη αλλά και τη Βόρεια Αμερική αντιμέτωπες με έναν νέο μεγάλο λιμό.
«Το δυσοίωνο σενάριο που οι επιστήμονες πίστευαν ότι θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τον επόμενο αιώνα, εκτιμούν πως ενδεχομένως να βρίσκεται ήδη σε εξελίξη. Οι ακραίες εναλλαγές θερμοκρασιών με ακραία καιρικά φαινόμενα θα μπορούσαν σταδιακά να οδηγήσουν στο φαινόμενο που αποκαλείται «έτος χωρίς καλοκαίρι». Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει στην Ευρώπη, αλλά και σε μεγάλο μέρος της Βόρειας Αμερικής παρατεταμένο λιμό, ασθένειες, μετακινήσεις πληθυσμών, ερημοποίηση και συγκρούσεις, λόγω ακριβώς των ακραίων καιρικών συνθηκών της κλιματικής αλλαγής», λένε.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ μόλις τον περασμένο Απρίλιο, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οκτώ από τους μεγαλύτερους παγετώνες της Ανταρκτικής παρουσιάζουν σημάδια διάλυσης.
Μέχρι πρόσφατα οι επιστήμονες πίστευαν ότι είχαμε 100 χρόνια έως ότου κληθούμε να αντιμετωπίσουμε το καταστροφικό αυτό σενάριο: «Εάν μιλήσουμε λαμβάνοντας υπόψιν τα κλιματικά μοντέλα, ακόμα και μέχρι πριν από 5 ή 6 χρόνια, θα λέγαμε ότι αυτό το σενάριο δεν είναι πιθανό, για τουλάχιστον ακόμη έναν αιώνα. Δεν το περιμέναμε, αλλά συμβαίνει ήδη», τονίζουν.
«Ωστόσο, καθώς ο αντίκτυπος της αλλαγής του κλίματος γίνεται πιο εμφανής, τρία χρόνια μετά τη Συμφωνία στο Παρίσι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι αμείωτες. Όπως και οι επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το 2017 η ζήτηση άνθρακα αυξήθηκε, οι επιδοτήσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, περιορίζονται σε πολλά μέρη ενώ οι επενδύσεις έχουν σταματήσει και η πυρηνική ενέργεια, αν και «καθαρή», είναι δαπανηρή και μη δημοφιλής εξαιτίας του κινδύνου ενός ατυχήματος. Είναι δελεαστικό να νομίζουμε ότι πρόκειται για προσωρινά εμπόδια και ότι η ανθρωπότητα, με το ένστικτό της για την αυτοσυντήρησή της, θα νικήσει την υπερθέρμανση του πλανήτη. Στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να πούμε πως χάνουμε τον πόλεμο», συμπληρώνει κατηγορηματικά το άρθρο.
Κι αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους:
- Ο πρώτος είναι πως, ακόμη και αν εφαρμοστεί η γνωστή πολύπλοκη Συμφωνία του Παρισιού, αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη λόγω της αυξανόμενης ζήτησης ενέργειας, ειδικά στην αναπτυσσόμενη Ασία. Την τελευταία δεκαετία, στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, η κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε κατά 40%. Η χρήση του άνθρακα, ως το πιο εύκολο αλλά και «βρώμικο» ορυκτό καύσιμο, αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 3,1% και του πετρελαίου κατά 2,9%. Τα ορυκτά καύσιμα είναι πιο εύκολο να συνδέονται με τα σημερινά δίκτυα παρά οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που εξαρτώνται από τον ήλιο που λάμπει και τον άνεμο που φυσάει. Ακόμη και αν οι «πράσινοι» διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων απειλούν να αποσυρθούν από τις πετρελαϊκές εταιρείες, οι κρατικοί μεγιστάνες στη Μέση Ανατολή και τη Ρωσία θεωρούν την ασιατική ζήτηση ως έναν ικανό λόγο να επενδύσουν.
- Ο δεύτερος λόγος είναι η οικονομική και πολιτική αδράνεια. Όσο περισσότερα ορυκτά καύσιμα καταναλώνει μια χώρα, τόσο πιο δύσκολο είναι να απομακρυνθεί από αυτά, αφού τα ισχυρά λόμπι συμφερόντων επιμένουν στον άνθρακα, από όπου και προέρχονται τα κέρδη τους. Η απλή βελτίωση των όρων μπορεί να διαρκέσει χρόνια. Ο άνθρακας δεν παράγει μόνο το 80% της ηλεκτρικής ενέργειας της Ινδίας, αλλά στηρίζει και τις οικονομίες ορισμένων από τις φτωχότερες χώρες του (βλέπε Ενημέρωση).
- Τέλος, είναι η «τεχνική» πρόκληση της απομάκρυνσης του άνθρακα από βιομηχανίες πέραν της παραγωγής ενέργειας. Ο χάλυβας, το τσιμέντο, η γεωργία, οι μεταφορές και άλλες μορφές οικονομικής δραστηριότητας αντιπροσωπεύουν πάνω από τις μισές παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Μάλιστα, είναι τεχνικά πιο δύσκολο να «καθαριστούν» από όσο η παραγωγή ενέργειας και επιπλέον προστατεύονται από τα κατοχυρωμένα βιομηχανικά συμφέροντα.
«Σε κάθε περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε μονόδρομο αν θέλουμε να προχωρήσουμε. Δεν είναι πολύ αργά για να πραγματοποιηθούν οι σημαντικές περικοπές που απαιτούνται στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, καθώς οι συνέπειες επιδεινώνονται σταδιακά καθώς αυξάνεται η υπερθέρμανση του πλανήτη», επισημαίνει.
«Είναι σαν να περπατάμε σε ένα ναρκοπέδιο. Αλλά μπορούμε να αντιστρέψουμε την πορεία και να βγούμε από το ναρκοπέδιο όσο πιο γρήγορα γίνεται», καταλήγει ο Economist.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News