Ενας κοκέτης Ιταλός στην πρωτεύουσα της μόδας. Το βιντεάκι του καλωσορίσματος «τα έσπασε». Ο Τζανλουίτζι Μπουφόν επισκέπτεται έναν παριζιάνο ράφτη που του παίρνει μέτρα για κοστούμι. Πηγαίνει πίσω από το παραβάν για να το δοκιμάσει, όμως βγαίνει από αυτό φορώντας μια στολή τερματοφύλακα της Παρί Σεν Ζερμέν. Πανέξυπνο.
Αμέσως πιάνει δουλειά στην προπόνηση.
«Δεν θέλω να με ξαναρωτήσετε για την ηλικία μου, μου δημιουργεί αρνητική διάθεση. Ηρθα στο Παρίσι με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού» είπε ο «Τζίτζι», μεταξύ άλλων, στους δημοσιογράφους κατά την επίσημη παρουσίασή του στο «Παρκ ντε Πρενς», το απόγευμα της Δευτέρας. Είτε ρωτήσουν είτε όχι, βαδίζει στα 41. Γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1978. Αλλά νιώθει εικοσάρης, το ξέρουν όλοι όσοι τον ζουν από κοντά. Αλλού είναι το θέμα.
Δεκαεπτά χρόνια στη Γιουβέντους, σου έδινε την εντύπωση ότι είναι ταυτισμένος μαζί της, ότι η ποδοσφαιρική του ζωή άρχισε και θα τελειώσει στο Τορίνο. Κι όμως, τώρα ο Μπουφόν δεν αλλάζει μόνο χρώματα, αλλά και πρωτάθλημα. Για πρώτη φορά αποχωρίζεται την αγαπημένη του Ιταλία. Παράξενο δεν είναι; Αφού δεν σκόπευε να σταματήσει το ποδόσφαιρο, γιατί αποφάσισε να φύγει από τη «Γηραιά Κυρία»; Τι ήταν αυτό που τον τράβηξε στη νέα του ομάδα, και δεν μπορούσε να του το προσφέρει η παλιά; Σίγουρα, όχι τα χρήματα (8 εκατ. ευρώ για 1+1 χρόνια). Αυτό, κανένας δεν το ρώτησε.
Ο Μπουφόν δεν έλεγε την αλήθεια, όταν υποστήριζε πως ο αγώνας της Γιουβέντους με τη Ρεάλ στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» (11 Απριλίου) θα ήταν ο τελευταίος της καριέρας του στο Champions League. Είπε ψέματα πως ήταν έτοιμος να αποσυρθεί από τα γήπεδα, πρωτίστως στον εαυτό του. Εναν μήνα αργότερα (19 Μαΐου), ανακοινώνοντας ότι στο παιχνίδι με τη Βερόνα θα κλείσει τον κύκλο του στο Τορίνο, είχε, ήδη, αλλάξει γνώμη. Και είχε πει ότι την επόμενη εβδομάδα θα αποφάσιζε εάν θα συνέχιζε να παίζει («μόνο για μεγάλη ομάδα και σε υψηλό επίπεδο»), ή όχι.
Του πήρε πολύ περισσότερες εβδομάδες για να καταλήξει. Φαίνεται πως βασανίστηκε πολύ, προτού ξεκαθαρίσει στο μυαλό του τι έπρεπε να κάνει. Τα ίδια είχαν πάθει δύο διάσημοι συμπατριώτες του: ο Πάολο Μαλντίνι και ο Φραντσέσκο Τότι. Ο Μαλντίνι κατάντησε στα 41 του, στην τελευταία σεζόν της καριέρας του, να ακούει την κερκίδα των οργανωμένων οπαδών της Μίλαν να τον αποδοκιμάζει εν χορώ κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με την μπάλα. Τι κακό τέλος, για έναν παίκτη που υπηρέτησε τον σύλλογό του επί 24 ολόκληρα χρόνια! Ακόμη χειρότερα εξελίχθηκαν τα πράγματα με τον Τότι, ίσως τον πιο αγαπητό αρχηγό της Ρόμα στη σύγχρονη ιστορία της. Οταν έφτασε στο σημείο να… σέρνεται στο γήπεδο, έγινε η αιτία ενός φοβερού εμφυλίου στον σύλλογο.
Οι σπουδαίοι παίκτες δυσκολεύονται να καταλάβουν πότε πρέπει να πουν «αντίο» στα γήπεδα. Για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί όταν παίζεις μπάλα 20-25 χρόνια, από μικρό παιδί, δεν ξέρεις τίποτ’ άλλο να κάνεις. Κάπου εκεί στα 35-40, έχεις πιστέψει πως έξω από το γήπεδο δεν υπάρχει ζωή – όχι για σένα. Ο δεύτερος, ότι όλοι όσοι έχτισαν μια σπουδαία καριέρα στον αθλητισμό δεν θέλουν να αποχωρήσουν σαν τον απλό εργαζόμενο που πηγαίνει για τελευταία μέρα στη δουλειά. Αναζητούν την κατάλληλη στιγμή για μια έξοδο που θα κάνει κρότο. Αυτή μπορεί να είναι ένας τίτλος. Μόνο που η κατάκτηση αυτού του τίτλου, τους κάνει να νιώθουν ακμαίοι. Είναι, γι’ αυτούς, ένα σημάδι ότι μπορούν να συνεχίσουν.
Ετσι, βλέπουμε αθλητές που έχουν χορτάσει από τρόπαια, πάμπλουτους πια, οικογενειάρχες, να περιφρονούν την ευτυχισμένη ζωή που τους κλείνει το μάτι – αυτή που όλοι οι κοινοί θνητοί έχουν ονειρευτεί- και να επιμένουν στη βαριά καλογερική του πρωταθλητισμού: προπονήσεις, στερήσεις, κανόνες, ταξίδια, τραυματισμοί… Επιστημονικές έρευνες καταδεικνύουν ότι η συνταξιοδότηση ενός αθλητή συνοδεύεται, συχνά, από κατάθλιψη. Ο «Τζίτζι», μάλιστα, το έχει παραδεχθεί, ότι το ποδόσφαιρο τον τράβηξε, κάποτε, μακριά από το σκοτάδι που υπήρχε γύρω του.
Είναι λογικό, ο Σούπερμαν -κατά πολλούς ο καλύτερος τερματοφύλακας όλων των εποχών- να νιώθει, ακόμη, ακμαίος. Μόλις πέρυσι βραβεύτηκε ως κορυφαίος γκολκίπερ του 2017. Η αρχική του απόφαση να υποβληθεί σε… ποδοσφαιρική ευθανασία δεν είχε να κάνει με τις επιδόσεις του στα γήπεδα, που παραμένουν εξαιρετικές, αλλά με τις απογοητευτικές ανατροπές στον επίλογο που είχε ονειρευτεί για το βιβλίο της ζωής του στα γήπεδα.
Στις 13 Νοεμβρίου 2017, αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα που σήμανε τον αποκλεισμό της «Σκουάντρα Ατζούρα» από το Μουντιάλ (Ιταλία – Σουηδία 0-0, στο «Σαν Σίρο» του Μιλάνου), ο Μπουφόν ανακοίνωσε, με δάκρυα στα μάτια, πως αυτό ήταν το τελευταίο του παιχνίδι με την Εθνική Ιταλίας. Στις 11 Απριλίου 2018, μετά το περιλάλητο πέναλτι που ο άγγλος διαιτητής, Μάικλ Ολιβερ, έδωσε στη Ρεάλ, στερώντας από τη Γιουβέντους μια επική πρόκριση, είπε «αντίο» και στο Champions League. Αργότερα το ξανασκέφτηκε. Μία ή δύο σεζόν παραπάνω ισοδυναμούν με μία ή δύο ευκαιρίες περισσότερες, να κατακτήσει το «καταραμένο» τρόπαιο – το μόνο που λείπει από τη συλλογή του. Αλλά, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο θέλει να συνεχίσει, είναι αυτός που εξομολογήθηκε στο RAI1: «Είναι κάτι που κάνω επί 28 χρόνια. Στο τέλος της ημέρας, το ποδόσφαιρο ήταν πάντοτε η ζωή μου». Ναι, ο ατρόμητος Μπουφόν φοβάται να ζήσει χωρίς την μπάλα.
Συνεχίζει, λοιπόν. Αλλωστε, οι σαραντάρηδες -και βάλε- τερματοφύλακες δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο. Ο Σμάιχελ (ο πατέρας) έκλεισε την καριέρα του στα 40 του. Ο Φαν ντερ Σάαρ, στα 41 (είναι ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί σε τελικό Champions League). Στα 41 και ο Ντίνο Τζοφ. Ο Κολομβιανός Φαρίντ Μοντραγκόν, στα 43. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας ο αιγύπτιος τερματοφύλακας, Εσάμ Ελ-Χαντάρι, έπιασε πέναλτι στα 45 του. Ηταν γηραιότερος και από τρεις… προπονητές: τον Αλιού Σισέ (Σενεγάλη), τον Μλάντεν Κρστάγιτς (Σερβία) και τον Ρομπέρτο Μαρτίνεθ (Βέλγιο). Το ρεκόρ, βεβαίως, το κατέχει ο Πίτερ Σίλτον. Εβγαλε τα γάντια του το 1997, σε ηλικία 47 ετών.
Ο Μπουφόν έχει πολλά να δώσει στην Παρί Σεν Ζερμέν: εμπειρία, προσωπικότητα, πάθος για την επιτυχία. Θα διδάξει την άμυνά της να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά. Κοντά του θα γίνουν καλύτεροι και οι δύο τερματοφύλακες που θα βρει εκεί: ο 25χρονος Γάλλος, Αλφόνς Αριολά, και ο 28χρονος Γερμανός, Κέβιν Τραπ. Εκείνος, όμως; Τι θα κερδίσει από αυτή τη συνεργασία, πέρα από τα χρήματα;
Ενδεχομένως, το Champions League. Το απωθημένο του. Αρκεί, βεβαίως, να το κατακτήσει ως πρωταγωνιστής, και όχι καθισμένος στον πάγκο των αναπληρωματικών. Διαφορετικά, κινδυνεύει να κλείσει την καριέρα του με ένα… αυτογκόλ στην υστεροφημία του. Τι νόημα θα έχει να πάρει ένα Πρωτάθλημα Γαλλίας; Κανένα. Δεν ήταν οι τίτλοι, που τον έκαναν να φαντάζει γίγαντας στα μάτια μας. Ηταν η επιδραστικότητά του, η δύναμη που αντλούσε από την αφοσίωσή του στη μοναδική «Κυρία» που ερωτεύτηκε. Η φανέλα της Γιουβέντους του πήγαινε πολύ. Με το παριζιάνικο κοστούμι δεν θα είναι, ποτέ, ο ίδιος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News