Το βραβείο Μπούκερ απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο αγγλόφωνο μυθιστόρημα που έχει κυκλοφορήσει στη Βρετανία. Εφέτος κλείνει πενήντα χρόνια ζωής και σημαντικής παρουσίας στον κόσμο της λογοτεχνίας. Με αφορμή τους εορτασμούς για την επέτειο, ένα Χρυσό Μπούκερ απονεμήθηκε, έπειτα από μία διαδικασία που περιλάμβανε ψήφους επιτροπής και κοινού, και ο τελικός αποδέκτης του βραβείου ήταν ο «Αγγλος ασθενής» του συγγραφέα Μάικλ Ονταάτζε. Πριν από 26 χρόνια, η επιτροπή είχε «μοιράσει» το βραβείο στα δύο, απονέμοντάς το στον «Αγγλο ασθενή» και την «Ιερή πείνα» του Μπάρι Ανσγουορθ.
Τώρα όμως ήρθε η στιγμή για ένα βραβείο Μπούκερ, και μάλιστα επετειακό και πανηγυρικό, που είναι ολοκληρωτικά δικό του. Ο 74χρονος Μάικλ Ονταάτζε πλησίασε το μικρόφωνο στο Royal Festival Hall του Λονδίνου με το γνωστό του χιούμορ – όπως περιγράφει δημοσίευμα του Guardian.
«Ολα ξεκίνησαν με μία μικρή βραδινή συζήτηση ανάμεσα σε έναν ασθενή και μία νοσοκόμα. Στην αρχή δεν ήξερα ούτε πού βρίσκονταν, ούτε ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι δύο. Νόμιζα ότι θα μου έβγαινε κάτι σαν σύντομη νουβέλα, μόνο με διαλόγους, αμερικανικού τύπου» είπε ο συγγραφέας, και το κοινό ξέσπασε σε γέλια όχι γιατί κορόιδεψε τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του, αλλά επειδή όσοι βρίσκονταν εκεί ήξεραν πολύ καλά ότι εκείνη η «σύντομη νουβέλα» έγινε τελικά ένα μυθιστόρημα τριακοσίων και βάλε σελίδων για τέσσερις ανθρώπους που παλεύουν με τη μοναξιά και το παρελθόν τους στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο «Αγγλος ασθενής», εκτός από εκείνο το βραβείο Μπούκερ εξ ημισείας το 1992, είχε μεγάλο άστρο όπως αποδείχτηκε: μεταφράστηκε σε 38 γλώσσες, ενώ η υποδειγματική κινηματογραφική μεταφορά του από τον Αντονι Μινγκέλα το 1996 σάρωσε τα Οσκαρ, κερδίζοντας συνολικά εννέα.
Ο δημιουργός αυτού του βιβλίου, ο Μάικλ Ονταάτζε, νιώθει όμως ότι εκτός από τη διεθνή του καταξίωση χρωστά σε αυτό του έργο και κάτι ακόμα πιο σημαντικό: την ίδια του την ελευθερία.
Γεννημένος στην τότε Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα) το 1943, το γενεαλογικό του δέντρο έχει πολύ ενδιαφέροντα παρακλάδια που μαρτυρούν μια πλούσια, ολλανδική, ταμίλ, και από αυτόχθονες της Σρι Λάνκα καταγωγή. Οι γονείς του δούλευαν σε φυτείες τσαγιού και χώρισαν όταν εκείνος ήταν ακόμη επτά ετών. Στη συνέχεια η μητέρα του μετακόμισε στη Βρετανία και εκεί τελικά μεγάλωσε και ο ίδιος. Μεγαλώνοντας όμως, η Βρετανία δεν του χάρισε την ελευθερία που ονειρευόταν.
«Δίδασκα πολλά πολλά χρόνια. Δούλευα πολλές ώρες και ταυτόχρονα προσπαθούσα να γράψω μία απαιτητική νουβέλα – κι αυτά τα δύο δεν μπορούσα τελικά να τα συνδυάσω. Ενιωθα ότι θα τρελαθώ, και κάπου εκεί αποφάσισα να παραιτηθώ από τη δουλειά μου. Αυτό που ήθελα όσο τίποτα ήταν να ολοκληρώσω το βιβλίο μου. Ηταν το προσωπικό μου στοίχημα» αποκαλύπτει στον Guardian. Εγραψε λοιπόν από το 1985 ως το 1992 τον «Αγγλο ασθενή», το βιβλίο που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή από πολλές απόψεις.
Οταν έφτανε στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, θυμάται ότι του ήταν πολύ επώδυνο να γράψει, καθώς ήξερε ότι επρόκειτο να αποχωριστεί τους ήρωές του. Εκείνο που δεν ήξερε τότε, είναι ότι οι συγκεκριμένοι ήρωες θα γίνονταν αθάνατοι. Τόσο επειδή το βιβλίο έγινε best-seller, αλλά και επειδή μετουσιώθηκε και σε μια υπέροχη ταινία, που αποτελεί ως σήμερα σημείο αναφοράς.
Μιλώντας για τη χώρα στην οποία μεγάλωσε, ο συγγραφέας έχει ανάμεικτα συναισθήματα: «Δεν πιστεύω ότι θα κατάφερνα να γράψω όπως γράφω αν συνέχιζα να ζω στην Αγγλία. Κι αυτό επειδή υπήρχε μια πολύ συγκεκριμένη μυθολογία. Στα 50s, αν ήθελες να δηλώσεις ποιητής, ήθελε πολλά κότσια – ποιητής για τους Αγγλους ήταν μόνο ο Τζον Κιτς και ο Σαίξπηρ. Ο Τεντ Χιουζ και πολλοί άλλοι, εμφανίστηκαν αργότερα. Δέκα χρόνια αφού είχα φύγει».
Η γη της επαγγελίας ήταν λοιπόν για τον ίδιο ο Καναδάς. Εκεί γνώρισε πολλούς νέους συγγραφείς, γραπτά του εκδόθηκαν από ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους. Δίδαξε, ασχολήθηκε και με την αρθρογραφία γράφοντας στο λογοτεχνικό περιοδικό «Brick», στο οποίο έμεινε πιστός επί τριάντα συναπτά έτη, αποχωρώντας πέρυσι. Και τώρα επέστρεψε πανηγυρικά στη χώρα όπου μεγάλωσε, για να τιμηθεί με αυτό το τόσο σημαντικό βραβείο για τον «Αγγλο ασθενή» του.
Ηταν λοιπόν ο άγγλος ασθενής που θεράπευσε όλες τις ανησυχίες και τις ανασφάλειες του Μάικλ Ονταάτζε. Στον ευχαριστήριο λόγο του, δήλωσε ευγνώμων για «όλους τους μικρούς εκδοτικούς οίκους και τις ανεξάρτητες εκδόσεις» και είπε και ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον σκηνοθέτη Αντονι Μινγκέλα, «ο οποίος αν και δεν είναι πια κοντά μας, κάτι μου λέει ότι ευθύνεται για το αποτέλεσμα αυτής της ψηφοφορίας». Και είναι αυτή η επίγνωση του πόσο η λογοτεχνία μπορεί να ευεργετηθεί από το σινεμά και το σινεμά από τη λογοτεχνία, που κάνουν τη βράβευση του Ονταάτζε ακόμη πιο σημαντική.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News