Είναι μια χρονιά που ξεκίνησε με ευφορία από νωρίς για την άνοδο της ζήτησης. Από τον Δεκέμβριο, που οι προκρατήσεις συνοδεύονταν από ελκυστικές εκπτώσεις.
Μέχρι τον Μάρτιο πολλά ξενοδοχεία είχαν ήδη πουλήσει ένα σημαντικό ποσοστό της διαθεσιμότητάς τους αποφασίζοντας να κάνουν stop sales. Για να πουληθεί το υπόλοιπο σε κανονική τιμή, έχοντας κατά νου τα λειτουργικά τους έσοδα.
Έκτοτε η δημόσια συζήτηση κινείται γύρω από το νέο ρεκόρ αφίξεων που θα σημειώσουν εφέτος οι ξένοι τουρίστες στην Ελλάδα, με τα νούμερα να φθάνουν στα 32 εκατομμύρια, από τα 30 εκατομμύρια του 2017. (Μικρή υποσημείωση: στα νούμερα συμπεριλαμβάνονται και οι επιβάτες κρουαζιέρας). Εδώ να επισημάνουμε ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού (ΠΟΤ) θεωρεί τουρίστα αυτόν που έχει κάνει τουλάχιστον μία διανυκτέρευση στον προορισμό (tourist = overnight visitor). Όπως και η Στατιστική Υπηρεσία της Κύπρου.
Στην αρχή της χρονιάς ο γεωπολιτικός παράγοντας και η ένταση με την Τουρκία είχαν δημιουργήσει ανησυχία για την έκβαση της σεζόν. Κάτι που δείχνει να έχει αμβλυνθεί. Ηδη από την έκθεση ΙΤΒ του Βερολίνου όμως οι Tour Operators, στις επαφές με έλληνες ξενοδόχους και παράγοντες, επισήμαιναν ότι ανακάμπτουν οι γειτονικοί προορισμοί της Τουρκίας και της Αιγύπτου. Με μεγάλες προσφορές και εκπτώσεις, αφού τα κόστη και η δολαριακή ισοτιμία τους το επιτρέπει.
Κάπου στον Ιούνιο άρχισε να μπαίνει στη συζήτηση η υστέρηση που παρατηρείται στη ροή των κρατήσεων στα ξενοδοχεία της χώρας. «Αναμενόμενη», όπως λένε ορισμένοι τουριστικοί παράγοντες. «Υπάρχει επιστροφή της Τουρκίας, της Αιγύπτου και της Τυνησίας». Στην αιχμή της σεζόν «που οι τιμές των ξενοδοχείων είναι υψηλές, οι πελάτες θα προτιμήσουν την Τουρκία, όπου με το ίδιο ποσό θα διαμείνουν σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων, αντί τριών αστέρων στην Ελλάδα».
Τα δωμάτια λοιπόν που κρατήθηκαν από τα ξενοδοχεία για να πουληθούν σε κανονικές τιμές την υψηλή σεζόν, δεν πωλούνται με τον ρυθμό και την ένταση που αναμενόταν. «Από τα τέλη Απριλίου παρατηρείται μια καθίζηση της ζήτησης για την υψηλή περίοδο (14/7 – 25/8). Κι αυτό παράλληλα με την αύξηση τιμών στην οποία προχώρησαν κυρίως υψηλών κατηγοριών ξενοδοχειακές επιχειρήσεις», περιγράφουν. Υπάρχουν ξενοδοχεία που είναι γεμάτα, αλλά και κάποια με κενά από τα μέσα Ιουλίου έως και τα τέλη Αυγούστου.
Τι σημαίνει αυτό; «Θα γεμίσουμε, αλλά με προσπάθεια και με προσφορές», λένε οι ίδιοι παράγοντες. Ήδη έχουν αρχίσει οι προσφορές της τελευταίας στιγμής από τους ξενοδόχους. «Μόλις περνάς έκπτωση στο σύστημα, όχι 10%, αλλά από 15% και πάνω, βλέπεις αμέσως η ζήτηση να “τσιμπάει”». Η τιμή είναι το βασικό κριτήριο επιλογής των διακοπών στη χώρα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ακούμε ότι η τιμή έχει αναδειχθεί σε εργαλείο μάρκετινγκ. «Ο τουριστικός χάρτης κλείνει με βάση τον τιμοκατάλογο. Κι αυτό γιατί η χώρα παραμένει στο μαζικό μοντέλο και χωρίς βελτίωση στις υποδομές», τονίζουν. Και προσθέτουν: «Ο ξενοδόχος βλέπει από τις 160 μέρες της σεζόν στην Ελλάδα, να επαναφέρει τις 40 με έκπτωση». Την ίδια ώρα, το 50% από την τιμή πώλησης του δωματίου, διασπείρεται σε φορολογία χρήσης, ΦΠΑ, ασφαλιστικές εισφορές και μισθολογικά κόστη. «Τι να κάνεις με την τιμή;»
Παρ’ όλα αυτά η φετινή σεζόν δεν εμπνέει ανησυχία. Η κίνηση είναι αυξημένη. Η πρόβλεψη είναι για 32 εκατομμύρια αφίξεις. Για τα έσοδα «όλα βέβαια θα κριθούν στο πώς θα τελειώσει». Με καλές πληρότητες και τιμές; Η εκτίμηση για τα ξενοδοχεία είναι ότι «η χρονιά θα είναι σαν το 2017 σε πληρότητα και τζίρο».
Όλα αυτά την ώρα που στο πεντάμηνο η αύξηση στην εισερχόμενη κίνηση ήταν 20,5%. Ο Ιούνιος ανέστειλε την επιθυμία των διακοπών καθώς ήρθε με Μουντιάλ, τη Βρετανία να είναι προβληματισμένη και να έχει 35 μέρες καλοκαιρία και μια κακοκαιρία που μπορεί στη Νότια Ελλάδα να μην επηρέασε τόσο, στη Χαλκιδική όμως έφερε ακυρώσεις.
Για το 2019 ορισμένοι έχουν κρούσει τον «κώδωνα», λέγοντας ότι «η συγκυρία κάποτε τελειώνει». Και ως «συγκυρία», εννοούν τη μετατόπιση της ζήτησης προς τα Δυτικά, από τα φαινόμενα τρομοκρατίας και την αναστάτωση στην Τουρκία, την Αίγυπτο και την Τυνησία τα προηγούμενα χρόνια. Ήδη στα συμβόλαια που υπογράφονται αυτή την περίοδο με τους ταξιδιωτικούς οργανισμούς, με αυξήσεις από 3% έως 5% και στις σύντομες συζητήσεις που γίνονται, οι τελευταίοι επισημαίνουν ξεκάθαρα την επάνοδο των δύο γειτονικών χωρών. Όπως σχολιάζουν οι τουριστικοί παράγοντες: «Το ότι οι Γερμανοί φοβούνται να ταξιδέψουν στην Τουρκία ή στην Αίγυπτο δεν σημαίνει ότι οι Tour Operators δεν έχουν επενδύσει συμφέροντα στις δύο αυτές χώρες».
Παράλληλα βλέπουμε Tour Operators να τοποθετούνται δυναμικά σε κρεβάτια στην ελληνική επικράτεια, είτε αγοράζοντας, είτε αναλαμβάνοντας τη διαχείριση ξενοδοχείων. Χρηματοδοτώντας ουσιαστικά και την αναβάθμιση/ανακαίνιση μονάδων, οι οποίες δεν θα είχαν άλλη πρόσβαση σε ρευστότητα. «Είναι μια κίνηση εξασφάλισης της βιωσιμότητάς τους τα επόμενα χρόνια. Πακετάρουν το μίνιμουμ των εσόδων τους», με αεροπορικές θέσεις και κρεβάτια, εξηγούν οι ίδιοι τουριστικοί παράγοντες.
Για το 2018 οι αεροπορικές θέσεις ήταν αυξημένες κατά 2,5 εκατ. από την αρχή της σεζόν και ξεπερνούσαν συνολικά τα 20 εκατομμύρια. Οι περισσότερες ήταν προγραμματισμένες για το διάστημα Ιουνίου – Οκτωβρίου. «Αλλά ήδη κάποιες αγορές έχουν ακυρώσει». Ενδεικτικά, «οι Ρώσοι ακύρωσαν πτήσεις προς Ελλάδα και τις κατευθύνουν στην Τουρκία».
Η Ρωσία θα έπαιζε τον ρόλο του «μπαλαντέρ» ως δεξαμενή τουριστών. Όμως η ρωσική αγορά από το 2015 έδειξε ότι δεν αντέχει, με την υποτίμηση του ρουβλίου, να ανταποκριθεί στις προσδοκίες. Οι Ρώσοι στρέφονται στην Τουρκία. Εξάλλου το κόστος για τη βίζα στην Τουρκία είναι μηδενικό. Για την Ελλάδα, η βίζα Σένγκεν είναι 64 ευρώ. Και είναι άλλο να έχεις μείωση 10% στις 40.000 και άλλο στις 600.000 τουρίστες.
Ποιο είναι λοιπόν το όραμα; Πόσο συνεισφέρει σε αυτό η περαιτέρω αύξηση των διεθνών αφίξεων; Την εποχή που η λέξη «υπερτουρισμός» έχει μπει για τα καλά στο διεθνές λεξιλόγιο, με αναφορές και στη Σαντορίνη; Όταν η έννοια της αειφορίας και της βιώσιμης διαχείρισης ενός προορισμού είναι το ζητούμενο; Τι νόημα έχει η συσσώρευση περισσότερων τουριστών στους τέσσερις μήνες του καλοκαιριού, σε πέντε περιφέρειες της χώρας, με τις υποδομές στα όριά τους, όταν η εποχικότητα αποτελεί διαρθρωτικό πρόβλημα του ελληνικού τουρισμού και κοινή διαπίστωση σε κάθε σχετική μελέτη (ΙΤΕΠ, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος); Όπως και η επιδείνωση της ποιοτικής σύνθεσης των τουριστικών ροών, η οποία αποτυπώνεται κάθε χρόνο στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και αποδίδεται, είτε στην αύξηση του οδικού τουρισμού από τα Βαλκάνια, είτε στη σταδιακή και σταθερή μείωση του αριθμού των διανυκτερεύσεων.
Η κατά κεφαλή ταξιδιωτική δαπάνη από 579,6 ευρώ το 2015, περιορίστηκε σε 514,1 το 2016 και στα 485,1 ευρώ το 2017. Το 2005 ήταν 745,7 και το 2009 687,3 ευρώ. Στο φετινό πρώτο τετράμηνο η μέση ταξιδιωτική δαπάνη έπεσε στα 348,9 ευρώ από 360,1 ευρώ στο αντίστοιχο του 2017.
Αν τα νούμερα αφίξεων και εσόδων είναι ο στόχος που επικαλούμαστε, τότε γιατί στα 30 εκατ. αφίξεις και 14,6 δισ. ευρώ έσοδα του 2017 ακούγονται παράπονα ότι αυτή η αύξηση δεν διαχέεται στην τοπική οικονομία και επιχειρήσεις προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στις λειτουργικές τους υποχρεώσεις; Πόσο μας ενδιαφέρουν οι ποιοτικοί δείκτες;
Το ελληνικό προϊόν, ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είναι και ο κορμός του εγχώριου δυναμικού, είναι εγκλωβισμένο ανάμεσα στις υποδομές και στο οικονομικό περιβάλλον του. Αεροδρόμια, λιμάνια, οδικό δίκτυο, μαρίνες, φορολογικό σύστημα, ασφάλεια δικαίου, γραφειοκρατία, χωροταξικό.
Γιατί ακούμε για «αυθεντικές εμπειρίες» μόνο στα προγράμματα των ταξιδιωτικών οργανισμών; Γιατί είναι ζητούμενο η σύνδεση της αγροδιατροφής με τον τουρισμό; Πώς αλλιώς νοείται η ταυτότητα ενός προορισμού αν δεν συνδεθεί και με την τοπική γεύση; Και ποια είναι η απάντηση όταν το budget των περισσότερων ξενοδοχείων για ημερήσια διατροφή all inclusive δεν ξεπερνά ελάχιστα ευρώ;
Γιατί μιλάμε ακόμα για την εξωστρέφεια του πολιτισμού, όταν κάθε χρόνο επανέρχονται τα ίδια θέματα με το ωράριο των μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, την επάρκεια του προσωπικού, τον εξωρραϊσμό των πωλητηρίων, το ηλεκτρονικό εισιτήριο;
Το τελευταίο μόλις ανακοινώθηκε ότι τίθεται σε λειτουργία για την Ακρόπολη και τους αρχαιολογικούς χώρους του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, την Κνωσό και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, καθώς και τον αρχαιολογικό χώρο και το μουσείο της Αρχαίας Μεσσήνης.
Γιατί από τη στιγμή που το φυσικό τοπίο και το περιβάλλον είναι μείζων συντελεστής του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, το Χωροταξικό ακόμα να φανεί και τα σκουπίδια «πνίγουν» δημοφιλείς προορισμούς όπως η Κέρκυρα;
Γιατί συζητάμε για την προσέλκυση τουριστών υψηλής οικονομικής επιφάνειας; Είναι θέμα δικών μας ευχολογίων ή μήπως βελτίωσης; Απάντηση σε αυτό μπορεί να δώσει η τοποθέτηση της αναπληρώτριας υπουργού Τουρισμού της Βουλγαρίας Ιρίνα Γκεοργκίεβα, σε συνέδριο τον Νοέμβριο στις Βρυξέλλες. Προτεραιότητά της έως το 2025 -είπε- είναι η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού στον τουρισμό, ώστε να συγκλίνει με τις απαιτήσεις της σύγχρονης φιλοξενίας. Ερώτημα: μπορεί ο τουρισμός να ανακόψει το ελληνικό brain drain,προσφέροντας επαγγελματική προοπτική, πέρα από εποχιακή εργασιακή διέξοδο;
Για έναν τομέα που μετρά τα χρόνια ενός μεσήλικα, αν υπολογίσουμε ότι ο ελληνικός τουρισμός άρχισε να αναπτύσσεται από τη δεκαετία του ’50, είναι καιρός να «ενηλικιωθεί».
Και αυτό έχει να κάνει γενικότερα με την προετοιμασία του και την αντιμετώπισή του από το κράτος που επηρεάζει σημαντικά την απόδοσή του.
Όχι σαν τον ξύπνιο μαθητή που έφερε καλούς βαθμούς στις εξετάσεις επειδή στάθηκε τυχερός και στα θέματα.
Γιατί κάποια στιγμή θα έρθουν οι «Πανελλήνιες».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News