Πρόσφατα η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών απασχόλησε τη δημοσιότητα, ξαφνιάζοντας τους λιγότερο υποψιασμένους και προκαλώντας αισθήματα οργής και συμπεριφορές αυτοδικίας απέναντι στους θύτες, ιδιαίτερα όταν αυτοί είναι οι γονείς. Γρήγορα, όμως, το θέμα ξεχάστηκε, αν και είναι πλέον γνωστό ότι 1/5 παιδιά πέφτουν θύματά της και πως αυτή αποτελεί μόνο την κορφή του παγόβουνου της παιδικής κακοποίησης. Αλλες συχνότερες μορφές της, όπως η παραμέληση, η λεκτική βία και η υποταγή των παιδιών στην ψυχοπαθολογία των οικείων τους ελάχιστα απασχολούν, επειδή η κοινωνία μας θεωρεί ακόμα «δικαίωμα» των γονιών να μεγαλώνουν όπως αυτοί θέλουν τα παιδιά τους. Και ας γνωρίζουμε σήμερα ότι ένα παραμελημένο παιδί θα ζήσει για όλη τη ζωή με σοβαρά ψυχικά τραύματα μέσα στην ενοχή, ενώ ως ενήλικας έχει υψηλές πιθανότητες να διαπράξει σοβαρά αδικήματα, να μετατραπεί σε θύτη κακοποίησης παιδιών ή και σε κοινωνιοπαθές άτομο.
Πέρα από το στενό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, που συνήθως σιωπά, οι εκπαιδευτικοί αποτελούμε την ομάδα που πρώτη αντιλαμβάνεται περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης. Ομως, η εμπειρία διδάσκει πως ακόμα και οι πιο ευαισθητοποιημένοι από μας, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σχετικές περιπτώσεις, λόγω θεσμικών και εκπαιδευτικών ανεπαρκειών, ελάχιστα είμαστε σε θέση να προσφέρουμε. Αποτέλεσμα, να κατακλυζόμαστε από αισθήματα ματαίωσης και πικρίας για την παντελή έλλειψη υποστήριξης, τέλος, από πλήθος ενοχών, ακόμα και στις ελάχιστες περιπτώσεις που συμβάλουμε στην αντιμετώπισή τους.
Παρόμοια αισθήματα ένιωσα κι εγώ στις τέσσερις δεκαετίες εργασίας μου ως δάσκαλος και πλήθος ενοχών με βασανίζουν ακόμα. Θα αναφερθώ σε τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις παραμέλησης παιδιών από όσες συνάντησα όλα αυτά τα χρόνια, αφήνοντας κατά μέρος άλλες μορφές πιο ύπουλης κακοποίησης. Υπογραμμίζω ότι η παραμέληση γίνεται σχετικά εύκολα αντιληπτή, ενώ η σεξουαλική κακοποίηση πολύ δύσκολα, αν και συχνότατα συνυπάρχουν.
Νεαρός δάσκαλος ακόμα γνώρισα τον Κ. Ο πατέρας του, ένας συμπαθητικός αλκοολικός, πλησίασε μέσα Νοεμβρίου τα κάγκελα του σχολείου, ρώτησε αν είχαν αρχίσει τα μαθήματα και την άλλη μέρα μας τον έφερε στο σχολείο. Ηταν ένα αγρίμι. Μπήκε στην τάξη μόνο επειδή τον κρατούσα από το χέρι και κατάλαβε ότι «κάτι θα του δώσω» σε ανταπόδοση. Πριν καθίσει στο θρανίο, έριξε κάτω βιβλία και κασετίνες συμμαθητών του –τότε στην Α’ είχα 35 παιδιά– κι ανακάτεψε τα πάντα. Μύριζε, η μύτη του έτρεχε συνέχεια και, βέβαια, πεινούσε. Οταν ανακάλυψε ότι οι «άλλοι» είχαν κολατσιό, προσπαθούσε να το κλέψει, όπως και το κυλικείο. Οι δάσκαλοι αμέσως προθυμοποιήθηκαν να εξασφαλίσουν το κολατσιό του, ως ελάχιστο απαιτούμενο.
Με το παραμικρό αγρίευε, δάγκωνε και σήκωνε το χέρι, μόλις αντιλαμβανόταν οτιδήποτε ως απειλή. Στη βδομάδα πάνω η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε. Ευτυχώς για μένα και την τάξη μου ακόμα τότε περίσσευε η ανοχή των γονέων, κάτι που στις μέρες μας έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Ο Κ. άρχισε να μαθαίνει αναδρομικά τα πρώτα του γράμματα και γρήγορα να συλλάβιζε με δυσκολία. Ηταν πανέξυπνος. Αλλες εποχές τότε, κάποια μεσημέρια τον έπαιρνα σπίτι για να φάει και η πεθερά μου αποφάσισε να του κάνει μπάνιο κατά καιρούς. Κύριος. Ετρωγε στο τραπέζι προσέχοντας μη ρίξει κάτω καμιά ψίχα, γιατί κατάλαβε την αγάπη της στην καθαριότητα και προσπαθούσε να την ευχαριστήσει.
Κάποιο βράδυ στο σουβλατζίδικο της γειτονίας συνάντησα τον πατέρα του, ήπιαμε κάτι μπίρες παρέα και μου εξομολογήθηκε ότι ο Κ. γεννήθηκε σε γκαράζ. Η μητέρα του, εθισμένη ναρκομανής και όχι μόνο, τους εγκατέλειψε αμέσως μετά τη γέννησή του. Είχα μαθητή τον Κ. και στη Β’ τάξη. Δεν υπήρξε ποτέ «άριστος», αλλά τα έβγαζε πέρα στη γλώσσα και τα κατάφερνε καλύτερα στα μαθηματικά. Η επιθετικότητά του μειώθηκε σημαντικά, αλλά ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Μετά, η ζωή με πήγε αλλού κι ο Κ. άλλαξε σχολείο. Τον συνάντησα τυχαία τέσσερα ή πέντε χρόνια αργότερα, την ώρα που μάλωνε με τον περιπτερά της γειτονιάς, από όπου είχε σουφρώσει κάποια καλούδια. Πλήρωσα το αντίτιμο των «κλοπιμαίων», ο Κ. κοκκίνησε, κατέβασε τα μάτια, με ευχαρίστησε κι έφυγε τρέχοντας πριν προλάβω να μάθω νέα του. Ρώτησα τους γείτονες, εμφανιζόταν ακόμα πού και πού στη γειτονιά, αλλά ζούσε «αλλού». Κανείς δεν ήξερε πού και πώς. Πριν λίγα χρόνια από μακριά είδα τον μεγάλο αδελφό του, αλλά και πάλι δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω. Το μόνο που «γνωρίζω» πια γι’ αυτόν είναι ότι από καιρό σε καιρό βλέπω το ίδιο όνειρο, ως εφιάλτη. Ο Κ. έχει συλληφθεί για κάτι πολύ σοβαρό και καλούμαι στο δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισης. Ο δικαστής με ρωτά «τι έκανες εσύ δάσκαλε» κι από μάρτυρας μετατρέπομαι σε κατηγορούμενο. Μόνο που από τη θέση του δικαστή με κοιτάζει ο εαυτός μου.
Αργότερα, ως Σχολικός Σύμβουλος, το πρόβλημα των μαθητών που «αναστάτωναν» τάξεις ή ολόκληρα σχολεία αποτέλεσε μέρος της εργασιακής μου καθημερινότητας. Συνήθως, η κατάσταση που έπρεπε να χειριστούμε από κοινού με τους συναδέλφους μου ήταν εφιαλτική. Μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί είχαν ξεπεράσει τα «όριά» τους, ενώ κοινό χαρακτηριστικό των παιδιών που «ενοχλούσαν» αποτελούσε το γεγονός ότι τα ίδια ήταν θύματα βαριάς παραμέλησης και κακοποίησης. Οπως ήταν αναμενόμενο οι γονείς τους – άνθρωποι της «διπλανής πόρτας» – αρνούνταν πεισματικά να αποδεχτούν το πρόβλημα και να συνεργαστούν, συχνά διαπαιδαγωγούσαν τα παιδιά τους «ως τσαμπουκάδες», ήταν οι ίδιοι εξαιρετικά επιθετικοί εναντίον όλων και δεν διέθεταν στοιχειώδεις γονεϊκές δεξιότητες. Τέλος, στις πολύωρες συζητήσεις μας συχνά αποκάλυπταν άθελά τους ότι και οι ίδιοι είχαν κακοποιηθεί ως παιδιά και συμπεριφερόταν ανάλογα στα δικά τους.
Θυμάμαι ότι συνάντησα τη Β. το πρώτο χρόνο της θητείας μου ως Σχολικός Σύμβουλος. Φοιτούσε στην Β’ Τάξη και είχε ήδη διαγνωστεί ως άτομο με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα. Κάτι τέτοιο, ας μη θεωρηθεί «αυτονόητο». Πρόκειται για δύσκολη και επίπονη διαδικασία, αν λάβει κανείς υπόψη το φόρτο των υπηρεσιών στήριξης των α.μ.ε.α , οι οποίες μάλιστα ουσιαστικά διαλύονται μετά τον πρόσφατο νόμο. Ως διαδικασία προϋποθέτει την απόλυτη συναίνεση των γονέων, καθώς και την υπομονή και επιμονή σειράς εκπαιδευτικών και ειδικών, αφού η νομοθεσία δίνει στους γονείς την ευχέρεια να αγνοήσουν πλήρως τις όποιες εκκλήσεις. Ευτυχώς, στην περίπτωση της Β. η διεύθυνση, οι εκπαιδευτικοί και οι σχετικές υπηρεσίες είχαν κάνει άριστα τη δουλειά τους, ξεπερνώντας σκοπέλους και επιταχύνοντας χρονοβόρες διαδικασίες, όταν ακόμα αυτή φοιτούσε στην Α’ Τάξη. Επιπλέον, ο Σύλλογος Γονέων, και πάλι για καλή μας τύχη, συνέβαλε στο να μην «εκραγεί» το σχολείο (συχνά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο), παρά το γεγονός ότι «μάθημα» μπορούσε να γίνει, μόνο όταν έλειπε η Β. Και είναι αλήθεια ότι απουσίαζε συχνά. Οι δάσκαλοι τις πρώτες μέρες του νέου σχολικού έτους παρατήρησαν σημάδια στους καρπούς της και κάποιοι γείτονες ανέφεραν ότι από το παράθυρο τους έβλεπαν το παιδί δεμένο στο καλοριφέρ, κατά τις πολύωρες απουσίες των γονιών από το σπίτι. Ο πατέρας, δ.υ. και «σιωπηλός πότης», απουσίαζε προκειμένου να ικανοποιήσει το πάθος του και η μητέρα για «διάφορούς λόγους» σε γειτονικό internet cafe. Είχαμε όμως την τύχη, να ανταποκριθεί στις συνεχείς εκκλήσεις μας και σε μια συζήτησή μας να αποκαλύψει ότι τη συνταγογράφηση της φαρμακευτικής αγωγής της κόρης της είχε κάνει αναισθησιολόγος (νόμιμο). Ετσι, χωρίς την απαραίτητη συμβουλευτική, είχαν αποφασίσει να δίνουν στην κόρη τους την αγωγή της το απόγευμα, ώστε να παραμένει «ήσυχη», όσο αυτοί απουσίαζαν από το σπίτι και μέχρι το πρωί της επομένης. Το δέσιμο στο καλοριφέρ αποτελούσε μάλλον επιπλέον προληπτικό μέτρο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η Β. να βρίσκεται στο έλεος της ιδιομορφίας της, όταν και όποτε ερχόταν στο σχολείο. Η μητέρα με τα πολλά πείστηκε να δεχτεί οικογενειακή συμβουλευτική, η κατάσταση βελτιώθηκε για λίγο, όμως γρήγορα οι υποσχέσεις ξεχάστηκαν και τα προβλήματα επανάκαμψαν σε σοβαρότερη μορφή.
Εκπαιδευτικοί και γείτονες, όταν παροτρύνθηκαν να καταγγείλουν την παραμέληση του παιδιού που τόσο κόστιζε στο ίδιο και το σχολείο, πείστηκαν από δικηγόρους να το αποφύγουν, υπό την απειλή σειράς μηνύσεων εκ μέρους των γονέων (κλασική και προβλεπόμενη αντίδραση). Ως Σχολικός Σύμβουλος δεν είχα ποτέ στην αρμοδιότητά μου κοινωνικούς λειτουργούς, όταν τους αναζήτησα στην τότε Νομαρχία ο αριθμός τους ήταν συμβολικός και η διαδικασία αποστολής στους στο σπίτι – αποκλειστικά μέσω εισαγγελέα ανηλίκων – τόσο δαιδαλώδεις που στάθηκε αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Στην κορύφωση της κρίσης και με το αδιέξοδο να συνεχίζεται –συνήθως τέτοια προβλήματα δρουν ως καταλύτες ανάδειξης άλλων που υφέρπουν στο σχολείο- ένα θλιβερό γεγονός -ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα από κίρρωση- άλλαξε άρδην την κατάσταση. Η μητέρα, μετά από λίγους μήνες προσέφυγε στον εισαγγελέα, δηλώνοντας αδυναμία ανατροφής τέκνου, η Β. ήταν κορίτσι για καλή της τύχη και έτσι στάθηκε δυνατό να βρεθεί ίδρυμα για τη φιλοξενία της. Αν ήταν αγόρι κάτι τέτοιο θα ήταν σχεδόν αδύνατο. Μπορεί ο γνωστός ιδιωτικός θεσμός να πραγματοποιεί σημαντικό έργο, αλλά αδυνατεί να υποκαταστήσει τον ρόλο και τις υποχρεώσεις της Πολιτείας. Εκτοτε, λίγα πράγματα μάθαμε για τη Β. και τις συνθήκες φιλοξενίας της κι αυτά μετά από πολλές προσπάθειες. Με τον καιρό η ροή πληροφοριών σταμάτησε κι όλοι την ξεχάσαμε, κυνηγώντας και κυνηγημένοι από τα προβλήματα του σχολείου. Βλέπετε, τα παραμελημένα παιδιά δεν υποφέρουν μόνο από όσα υπέστησαν, αλλά καταδικάζονται συχνά στη μοναξιά και τη λήθη.
Η άλλη πολύ σοβαρότερη περίπτωση παιδικής παραμέλησης, αφορούσε μαθητή της Γ’ τάξης, παιδί μονογονεϊκής οικογένειας και είχε αναστατώσει ένα μικρό, ήσυχο μέχρι τότε, συνοικιακό σχολείο. Πέρα από τις γνωστές φασαρίες μέσα και έξω από την τάξη (τύπου Κ.), τα μεγάλα προβλήματα ξεκίνησαν, όταν άρχισε να επιτίθεται σεξουαλικά σε συμμαθητές και συμμαθήτριές του, προσπαθώντας να τους αγγίξει τα γεννητικά όργανα και επιδεικνύοντας τα δικά του στην τουαλέτα. Η μητέρα του, αλλοδαπή οικονομική μετανάστης ενταγμένη στην ελληνική κοινωνία, σε συζητήσεις μας, υπό το κράτος του τρόμου «να μην της πάρουμε το παιδί», που όπως μας είπε συνηθίζεται στην πατρίδα της, διηγήθηκε την ιστορία του. Απέκτησε τον Γ. στα δεκαεπτά της κι αμέσως εγκατέλειψε την πατρίδα της για να εργαστεί στην Ελλάδα, αφήνοντάς τον στην μητέρα της. Οταν ο μικρός έφτασε στα πέντε, η γιαγιά δήλωσε αδυναμία να τον φροντίζει «επειδή ήταν δύσκολο παιδί», εκείνη ακόμα δεν μπορούσε να τον υποδεχτεί στην Ελλάδα και τον έστειλαν στην αδελφή της που ζούσε σε κοντινή μας ευρωπαϊκή χώρα. Εκεί φοίτησε για δυο χρόνια στο σχολείο, προέκυψαν πολλά προβλήματα με τη συμπεριφορά του κι η αδελφή της τον έστειλε στην Ελλάδα. Ο μικρός έμενε υποχρεωτικά πολλές ώρες μόνος. Ευτυχώς, τότε συγκυριακά είχα ως σχολικός σύμβουλος δυνατότητες διάθεσης ενός εκπαιδευτικού από το ίδιο σχολείο, ως «παράλληλη στήριξή» του και υπήρχε ένα δυναμικός και ευαίσθητος συνάδελφος διαθέσιμος που προσφέρθηκε. Τον πήρε κυριολεκτικά υπό την προστασία του και τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Δυστυχώς, όμως, τα επόμενα δυο χρόνια, ο Γ. τις ώρες απουσίας της μητέρας του που εργαζόταν ως καθαρίστρια μέχρι αργά το βράδυ, έφευγε από το σπίτι, γυρνούσε στους δρόμους, έκλεβε συστηματικά και την επόμενη χρονιά, μάθαμε ότι σύχναζε σε κάποια πιάτσα αντρικής πορνείας.
Κάποια στιγμή, η μητέρα ήρθε απελπισμένη σχολείο, επειδή είχε αρχίσει να της επιτίθεται σεξουαλικά και αναζητήσαμε από κοινού αλλά μάταια κάποιο θεσμό υποδοχής του. Η περίπτωσή του ήταν γνωστή στην εισαγγελία ανηλίκων της περιοχής, αλλά ο όγκος των περιπτώσεων που την απασχολούσε, η σοβαρότητά τους και η έλλειψη πόρων, είχαν ως αποτέλεσμα να τίθεται σε δεύτερη μοίρα. Σήμερα δεν γνωρίζω απολύτως τίποτα για τον Γ., αφού κι αυτός, όπως κι ο Κ., έφυγε από την περιοχή. Σε μας έφτανε κατά καιρούς ο απόηχος και μόνο των «κατορθωμάτων» του. Εξάλλου, στο οπλοστάσιο των γονέων, που συνειδητά ή ασυνείδητα παραμελούν ή κακοποιούν τα παιδιά τους, συγκαταλέγεται και η συχνή αλλαγή γειτονιάς.
Καταλαβαίνω ότι κάποιος μη εξοικειωμένος με την παιδική παραμέληση εξοργίζεται τόσο από αυτές καθαυτές τις περιπτώσεις που περιέγραψα όσο κι από την αναποτελεσματικότητα του σχολείου και των άλλων θεσμών. Δικαιολογίες δεν στέκουν για κανέναν, ούτε για μένα βέβαια. Είναι γεγονός ότι οι κρατικοί λειτουργοί είναι υποχρεωμένοι να καταγγέλλουν όποια περίπτωση κακοποίησης πέσει στην αντίληψή τους, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι, από τη στιγμή που θα το πράξουν, θα βρεθούν μόνοι. Και βέβαια, το μεγάλο ερώτημα «αν το πράξω, πού θα πάει το παιδί» θα τους βασανίζει πάντα, όσο η Πολιτεία δεν εκπληρώνει τα καθήκοντά της απέναντι στους πλέον άτυχους των πολιτών της.
Υ.Γ. Σήμερα πλέον, δυστυχώς ή ευτυχώς, έχω αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου για να σκέφτομαι πρώτα από όλα τι απέγινε ο Κ., η Β. και ο Γ. καθώς και τόσα άλλα παιδιά με παρόμοια προβλήματα. Οπως σκέφτομαι και τους συναδέλφους μου, που όλο και περισσότερο και με γελοίες αιτιάσεις μένουν παιδαγωγικά και νομικά μόνοι και απροστάτευτοι να αντιμετωπίσουν τα όλο και πιο οξυμένα κοινωνικά προβλήματα που πρώτα από όλα εκδηλώνονται στα σχολεία.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News