Την προηγούμενη εβδομάδα οι Financial Times έγραφαν για «τη Ρώμη που ανοίγει τις πύλες της στους σύγχρονους βάρβαρους» ενώ σήμερα Δευτέρα η Washington Post κάνει λόγο για τους «νέους μονομάχους» της Ιταλίας.
Παραπάνω από δύο μήνες μετά την εκλογική αναμέτρηση της 4ης Μαρτίου, οι ηγέτες των δύο κατεξοχήν λαϊκιστικών κομμάτων της χώρας, του αντισυστημικού Κινήματος 5 Αστέρων και της υπερεθνικιστικής Λέγκας του Βορρά, έχουν καταλήξει σε μια προγραμματική συμφωνία για τη διακυβέρνηση της Ιταλίας. Πολλά ζητήματα παραμένουν ακόμα συγκεχυμένα αλλά παρά τις όποιες λεπτομέρειες που πρέπει ακόμα να διευθετηθούν, αποτελεί κοινό συμπέρασμα των περισσότερων αναλυτών ότι η άνοδος των λαϊκιστών στην Αιώνια Πόλη αποτελεί έναν πραγματικό κίνδυνο για το φιλελεύθερο ευρωπαϊκό κατεστημένο.
Αμφότερα αυτά τα κόμματα ορθώνουν προκλητικά το ανάστημά τους στις Βρυξέλλες, απειλώντας ακόμα και τη συνοχή της Ευρωζώνης: δεσμεύονται για αλλαγή στάσης (προς το σκληρότερο) όσον αφορά τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και τείνουν χείρα φιλίας προς τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η πρώτη αμιγώς λαϊκιστική κυβέρνηση της Δυτικής Ευρώπης ενδεχομένως να είναι «εκκεντρική, ιδεαλιστική, ξενοφοβική, πολέμια της διαφθοράς και υπέρ μιας ανελεύθερης οικονομίας», όπως υποστηρίζει ο Economist. Αλλά ακόμα και εάν δεν κατέληγαν σε συμφωνία τα δύο κόμματα που ετοιμάζονται να κυβερνήσουν την Ιταλία, η κατάσταση δεν θα ήταν λιγότερο ανησυχητική γιατί η κατάληξη θα ήταν ή η προσφυγή, εκ νέου, στις κάλπες ή ο σχηματισμός μιας τεχνοκρατικής κυβέρνησης που δεν θα είχε την απαραίτητη ισχύ για την εφαρμογή των όποιων απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.
Άλλωστε ήταν η τεχνοκρατική στάση των προηγούμενων κυβερνήσεων αυτή που αποξένωσε και εξόργισε εκατομμύρια Ιταλούς οι οποίοι με την ψήφο τους εκτίναξαν τα δύο κόμματα στις πρόσφατες εκλογές. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το Κίνημα 5 Αστέρων, η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη, σήμερα, στην Ιταλία είναι ένα κόμμα το οποίο ίδρυσε σχεδόν για αστείο ένας γραφικός (στην καλύτερη περίπτωση) κωμικός ενώ η Λέγκα του Βορρά, είναι ένα ξεκάθαρα ρατσιστικό και εθνικιστικό τοπικό κόμμα της Λομβαρδίας, που ετοιμάζεται τώρα να συμμετάσχει στη διακυβέρνηση της χώρας, έχοντας μάλιστα σημειώσει καλύτερες επιδόσεις από τους κεντροδεξιούς συμμάχους του εντός του συνασπισμού στον οποίο ηγούνταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Τώρα, οι λαϊκιστές σκοπεύουν να κυβερνήσουν με τόλμη και πυγμή. Αυτό τουλάχιστον δηλώνουν, υποσχόμενοι, μεταξύ άλλων, εγγυημένο ελάχιστο μηνιαίο εισόδημα για τα φτωχά νοικοκυριά, περικοπές φόρων και, το κυριότερο, να δώσουν μάχη κατά της λιτότητας που εξακολουθεί να προωθεί και επιβάλλει η ΕΕ. Αλλά κανένας δεν γνωρίζει ακόμα πού θα βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι για την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος και πολλοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι επισημαίνουν, ιδιαίτερα ανήσυχοι, ότι η αύξηση των δαπανών κατά δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από τη νέα ιταλική κυβέρνηση θα μπορούσε να οδηγήσει στο ξέσπασμα μιας νέας, δυνητικά καταστροφικής, κρίσης χρέους στη Μεσόγειο.
Και εάν ο Μάσιμο Φράνκο, πολιτικός σχολιαστής της Corriere della Sera, γράφει για μια Ιταλία «δέσμια μιας θεώρησης των πραγμάτων που κινδυνεύει να διαψευστεί κατά τους επόμενους μήνες» από τη σκληρή πραγματικότητα, o Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Berenberg στο Λονδίνο, σε παρέμβασή του στη διαδικτυακή επιθεώρηση The Globalist μιλάει για «Σύμπτωμα Γιάννη Βαρουφάκη» (Yanis Varoufakis Effect) που δεν αποκλείεται να πλήξει και την Ιταλία.
Η ανησυχία των ειδικών όμως δεν αφορά μόνον την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αλλά ολόκληρη την ευρωζώνη, με τον αρθρογράφο των Financial Times Βόλφγκανγκ Μουνχάου να υπενθυμίζει σε όλους τι συνέβη στη Γερμανία της Βαϊμάρης και να υποστηρίζει πως τα μέλη της ευρωπαϊκής ιθύνουσας τάξης υποτιμούν «το μέγεθος της απειλής που αντιμετωπίζουν». «Οι Ιταλοί θα πρέπει να αντιληφθούν ότι το μέλλον της Ιταλίας είναι εντός της Ευρώπης αλλά και ότι υπάρχουν κανόνες που πρέπει να σεβαστούν», τόνισε από την πλευρά του την Κυριακή ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ, σχολιάζοντας το ενδεχόμενο αύξησης του ιταλικού ελλείμματος.
Απάντησε, αμέσως, όμως ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης της Λέγκας, επισημαίνοντας ότι δεν ζήτησε την ψήφο και την εμπιστοσύνη των Ιταλών για να συνεχίσει η πατρίδα τους να πορεύεται «στον δρόμο της φτώχειας, της ανασφάλειας και της μετανάστευσης. Πρώτα οι Ιταλοί», τόνισε μέσω του Twitter.
Όσον αφορά τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, το σχέδιο για μαζικές απελάσεις όλων όσοι βρίσκονται παράτυπα στην Ιταλία και ο δραστικός περιορισμός των αποστολών διάσωσης εκείνων που αποτολμούν το επικίνδυνο ταξίδι από τις ακτές της Βόρειας Αφρικής, είναι βασικό συστατικό της ακροδεξιάς και εθνικιστικής ιδεολογίας του Σαλβίνι και της Λέγκας ενώ για το Κίνημα 5 Αστέρων και τον Λουίτζι ντι Μάιο αποτελεί περισσότερο μια απάντηση προς την ΕΕ η οποία δεν έπραξε τα δέοντα, υποστηρίζουν, για να συνδράμει την Ιταλία.
«Πολλά από τα μέλη της Λέγκας αναγνωρίζουν ότι είναι ρατσιστές. Είναι πολύ δύσκολο για μένα να φανταστώ ένα κόμμα που αποδέχεται ότι είναι ρατσιστικό να διαχειρίζεται τον νόμο που θεωρητικά προστατεύει ολόκληρη την κοινότητα», υποστήριξε, μιλώντας στον Guardian, η Σεσίλ Κιέντζε, η γεννημένη στο Κονγκό ιταλίδα πολιτικός, μέλος, σήμερα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και η πρώτη μαύρη γυναίκα που μετείχε σε κυβέρνηση της Ιταλίας, την περίοδο 2013-2014 κατά την πρωθυπουργία του Ενρίκο Λέτα.
Διάχυτος παραμένει, ωστόσο, τόσο στην Ιταλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο σκεπτικισμός όσον αφορά το κατά πόσο θα μπορέσει αυτός ο λαϊκιστικός συνασπισμός να τηρήσει τις δεσμεύσεις του, αφότου αναλάβει την εξουσία. Η πλειοψηφία των δύο κομμάτων είναι ισχνή ενώ πολλοί είναι εκείνοι, όπως ο Φερντινάντο Τζουλιάνο, για παράδειγμα, αρθρογράφος επί οικονομικών ζητημάτων του Bloomberg και της La Repubblica, που υποστηρίζουν πως η Λέγκα και το Κίνημα 5 Αστέρων θα έχουν την ίδια μοίρα με άλλες αντισυστημικές και ευρωσκεπτικιστικές πολιτικές δυνάμεις και αυτό σημαίνει ότι «παρά την επιθετική ρητορική τους, πολλές από τις ιδέες τους θα παραμείνουν στα χαρτιά».
Αλλά και σε περίπτωση αποτυχίας της νέας κυβέρνησης της Ιταλίας, η επιστροφή των Ιταλών στον χώρο του κέντρου κάθε άλλο παρά βέβαιη θα πρέπει να θεωρείται. Γιατί η Ιταλία έχει βρεθεί στην ίδια κατάσταση ξανά κατά το παρελθόν, κατά τη δεκαετία του 1990, όταν η κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων είχε ως αποτέλεσμα να στραφούν αγανακτισμένοι οι ψηφοφόροι προς τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Αλλά ούτε ο Καβαλιέρε και, φυσικά, ούτε τα κόμματα της Κεντροαριστεράς μπόρεσαν να επιλύσουν τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την άνοδο και, τελικά, την επικράτηση του λαϊκισμού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News