Tα πιο εντυπωσιακά στοιχεία των δημοσκοπήσεων, δηλαδή αυτά που προβάλλονται περισσότερο, είναι το κόμμα που κερδίζει και το κόμμα που χάνει. Και επειδή αυτό το στοιχείο είναι δεδομένο εδώ και καιρό, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη διαφορά που τα χωρίζει. Τι γίνεται, όμως, από εκεί και κάτω;
Και έχει σημασία αυτό, διότι μπορεί να κρίνει πολλά πράγματα την επομένη των εκλογών. Για παράδειγμα, από το πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή εξαρτάται η αυτοδυναμία. Αν μπουν πέντε, η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος είναι σχεδόν βέβαιη. Αν μπουν οκτώ, όσα είναι σήμερα, καθίσταται σχεδόν αδύνατη.
Επιπλέον, όπως είναι σήμερα η κομματική κατάταξη, έχει ιδιαίτερη σημασία η θέση και το ποσοστό του Κινήματος Αλλαγής, διότι είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να στηρίξει κυβέρνηση, αν δεν υπάρχει αυτοδυναμία. Και όχι μόνον αυτό. Από το άθροισμα των ψήφων του πρώτου κόμματος (εν προκειμένω της ΝΔ, με βάση την πρόβλεψη) και του ΚΙΝΑΛ μπορεί να εξαρτηθεί η εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας το 2020 (χρειάζονται 180 βουλευτές) και η διεξαγωγή ή μη νέων εκλογών.
Τι παρατηρούμε, λοιπόν, σχέση με το νεοϊδρυθέν (ή αναπαλαιωθέν) κόμμα; Δύο βασικά στοιχεία:
– Σε αντίθεση με την αρχική δυναμική του, η τάση του είναι πτωτική. Και στις δημοσκοπήσεις η τάση μετράει. Στην πιο «γαλαντόμα» γι’ αυτό έρευνα (Public Issue) το ποσοστό του εμφανίζεται στο 11%, αλλά μειωμένο κατά δύο μονάδες από την προηγούμενη φορά. Στην άλλη, πιο «συντηρητική» δημοσκόπηση (Pulse-Σκάι), το ποσοστό του είναι 8% κι εδώ μειωμένο κατά μια μονάδα.
– Δεν είναι, όμως, τα πτωτικά ποσοστά το μόνο ανησυχητικό στοιχείο. Το Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικού χάρτη, επομένως θα περίμενε κανείς να μπορεί να επωφελείται από τις απώλειες των συγγενέστερων κομμάτων, που βρίσκονται στα αριστερά και στα δεξιά του. Αυτό ήταν επί δεκαετίες το πλεονέκτημα του ΠΑΣΟΚ, το οποίο πάντα αποσπούσε εκλογικές δυνάμεις τόσο από την παραδοσιακή Δεξιά όσο και από την αντίστοιχη Αριστερά. Βεβαίως, οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει άρδην από το 2012, ωστόσο το Κίνημα Αλλαγής, που φιλοδοξεί να αλλάξει κάπως υπέρ του αυτούς τους συσχετισμούς, δείχνει να αγκομαχά.
Για παράδειγμα, δεν μπορεί να επωφεληθεί από τις μεγάλες απώλειες που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ (η συσπείρωσή του βρίσκεται μόλις στο 47%). Κι ενώ η ΝΔ καταφέρνει να αποσπά το 15% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2015 (περίπου πέντε μονάδες), το ΚΙΝΑΛ αποσπά μόλις το 5% (σχεδόν μιάμιση μονάδα), ποσοστό ασήμαντο με δεδομένο ότι το συντριπτικό ποσοστό των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από το (πρώην) ΠΑΣΟΚ.
Επίσης, το ΚΙΝΑΛ δεν καταφέρνει να αποσπάσει σχεδόν τίποτα από τη ΝΔ, τη στιγμή που ακόμα και ο κλυδωνιζόμενος ΣΥΡΙΖΑ αποσπά 7% (περίπου δυο μονάδες) δεξιόστροφων ψηφοφόρων.
Σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί ότι, στην προεκλογική περίοδο, η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ θα αυξηθεί (έτσι γίνεται παραδοσιακά), επομένως οι πιθανότητες του ΚΙΝ.ΑΛ να του αποσπάσει τότε ψηφοφόρους θα είναι λιγότερες.
Γιατί συμβαίνουν αυτά; Πέρα από την εικόνα Βαβέλ, που εμφανίζεται συχνά, η πιο σημαντική αιτία είναι ότι το Κίνημα Αλλαγής δεν έχει καταφέρει να πείσει πως διεκδικεί με αξιώσεις τον ρόλο αυτόνομου κόμματος έναντι των δύο μεγαλύτερων. Κάποια στελέχη του φλερτάρουν με τον ΣΥΡΙΖΑ και κάποια άλλα θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ την κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ. Όμως, έτσι η αυτονομία του πάει περίπατο. Διότι οι αριστερόστροφοι ή αντιδεξιοί ψηφοφόροι, που βρίσκονται ακόμα στον ΣΥΡΙΖΑ ή έστω έχουν μετακινηθεί στους αναποφάσιστους, δεν πρόκειται να στραφούν προ το ΚΙΝΑΛ, όταν ακούνε ότι είναι δεδομένη η συνεργασία του με τη ΝΔ. Αντίστοιχα, είναι πιθανόν ψηφοφόροι που βρίσκονται σήμερα στο ΚΙΝΑΛ να προτιμήσουν να πάνε απευθείας στην κάλπη της ΝΔ. Αν επαληθευτεί αυτό το σενάριο, το Κίνημα Αλλαγής είναι πιθανό να υποστεί διπλή ζημιά: και να χάσει ψηφοφόρους του προς τη ΝΔ και να μην αποσπάσει (πρώην δικούς του) ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχει τρόπος αποτροπής αυτών των κινδύνων; Όχι, όσο κάποια στελέχη του λοξοκοιτάζουν δεξιά κι αριστερά και ηγεσία του δεν μπορεί να πείσει ότι επιδιώκει-και θα επιβάλει- την πραγματικά αυτόνομη πορεία του.
Το εγχείρημα είναι δύσκολο, πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Αλλά είναι το μοναδικό που μπορεί να οδηγήσει σε ανασύσταση του ενδιάμεσου –κεντρώου και κεντροαριστερού– χώρου. Ο οποίος χρειάζεται για να εκφράζει το μέτρο, την αυτοσυγκράτηση και την υπεύθυνη στάση.
Διαφορετικά, θα κυριαρχήσει η εκτός ορίων σύγκρουση μιας χωρίς έρμα Αριστεράς και μιας ρεβανσιστικής Δεξιάς. Ο,τι χειρότερο για τον τόπο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News