Αχ, η ελπίδα! Χωρίς τη δρόσο της, κάθε πολιτική ανάλυση ή και απλώς άποψη κινδυνεύει να φανεί αφόρητα στεγνή. Όταν, από την άλλη, η σκέψη διαποτίζεται από αυτή την υγρασία, εύκολο είναι να διολισθήσει στο αφερέγγυο έδαφος των ευσεβών πόθων. Αλλά ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς ελπίδα;
Για το προηγούμενο άρθρο μου εδώ πριν από δύο εβδομάδες, σχετικά με τη «χαμένη ήπειρο» Ευρώπη, άκουσα ένα παράπονο παρόμοιο με εκείνο που είχα δεχτεί για ένα παλιότερο κείμενο, με διαφορετικό θέμα. Πάλι από μια κυρία, αυτή τη φορά μια καλή φίλη (φαίνεται πως οι γυναίκες, ως πιο ευαίσθητες στο θέμα της προστασίας και διαφύλαξης της ζωής, τοποθετούν την αισιοδοξία ψηλότερα στην αξιακή τους κλίμακα). «Καλά τα γράφεις», μου είπε, «αλλά πού, πού είναι μια αχτίδα;».
Η αχτίδα της ελπίδας, λοιπόν. Η οποία γεννάει την προσδοκία και οιστρηλατεί τη δράση. Ας δούμε αν, προκειμένου για την Ευρώπη, μπορούμε σήμερα να διακρίνουμε μια τέτοια αχτίδα και πού.
Η εν λόγω φίλη είναι γιατρός, άριστη μάλιστα. Ως τέτοια, θα συμφωνήσει μαζί μου, όπως θα συμφωνήσουν υποθέτω και άλλοι, ότι η ελπίδα δεν πρέπει να πηγάζει από την άγνοια. Πρέπει να είναι, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του γερμανού φιλόσοφου Ερνστ Μπλοχ, μια docta spes, δηλαδή ελπίδα αντλημένη από ενδελεχή εξέταση μιας προβληματικής κατάστασης. Εξέτασή της όχι απλώς ως στατικής εικόνας, ως στιγμιότυπου, αλλά ως δυναμικής συνθήκης, ως προβλήματος που ίσως φέρει μέσα του τους σπόρους της επίλυσής του προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με την ανθρώπινη επέμβαση. Προϋπόθεση είναι όμως η διάγνωση του προβλήματος (όπως βλέπετε, χρησιμοποιώ εδώ εκφράσεις επηρεασμένες από την ιατρική ιδιότητα της φίλης μου). Και αυτό που αδυνατίζει τις ελπίδες να ξεπεραστεί το πρόβλημα ταυτότητας και, συνεπώς, λειτουργίας της Ευρώπης είναι προπαντός η άρνηση αναγνώρισής του από τα κέντρα αποφάσεων και τα συστημικά think tanks.
Από την άλλη, καμία ορθολογική ανάλυση δεν μπορεί να χαρτογραφήσει εξαντλητικά το πλέγμα δυνατοτήτων μιας ιστορικής πραγματικότητας. Υπάρχουν αστάθμητες παράμετροι, που δεν περιλαμβάνουν μόνο την τύχη αλλά και τον πολύπλοκο ψυχισμό των ανθρώπινων υποκειμένων. Η τρέχουσα συγκυρία υποβάλλει δύο παραδείγματα, το ένα από την επετειακή επικαιρότητα, με τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, το άλλο από την καλλιτεχνική, με την ταινία «Η πιο σκοτεινή ώρα». Τόσο οι επαναστατημένοι Έλληνες του 1821 όσο και οι Βρετανοί του 1940 είχαν απέναντί τους κάθε πρόβλεψη βασισμένη σε απτά δεδομένα. Ωστόσο πέτυχαν τελικά αυτό που επιδίωκαν. Ο κρίσιμος παράγοντας και στις δύο περιπτώσεις έχει ένα όνομα: αποφασιστικότητα. Και η αποφασιστικότητα εμπεριέχει το πνεύμα της αυτοθυσίας.
Η πράξη του Αρνό Μπελτράμ έχει κάτι το συμβολικό. Στέλνει το μήνυμα ότι, αν υπάρχουν κάποιες αξίες που τις θεωρούμε βάση ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού, η υπεράσπισή τους θέλει καρδιά
Από αυτή την άποψη ο Αρνό Μπελτράμ, ο γάλλος αστυνομικός της Καρκασόν, ίσως αποτελεί ορόσημο. Η αυτοθυσιαστική πρωτοβουλία του δείχνει μια βούληση αντίστασης απείρως σοβαρότερη π. χ. από τα ανέξοδα συλλαλητήρια των «αγανακτισμένων» στις ευρωπαϊκές πλατείες ή από τις κούφιες διακηρύξεις των διαδηλωτών κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας («Δεν φοβόμαστε»). Δεν αναμένεται βέβαια να υπάρξουν πολλοί Μπελτράμ. Αλλά η πράξη του έχει κάτι το συμβολικό. Στέλνει το μήνυμα ότι, αν υπάρχουν κάποιες αξίες που τις θεωρούμε βάση ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού, η υπεράσπισή τους θέλει καρδιά. Δεν μπορεί να επαφίεται ούτε στη γραφειοκρατία των θεσμών ούτε στην επίδειξη ενός προσκοπικού και επιλεκτικού, υπαγορευμένου από ιδεοληψίες ή ιστορικές ενοχές ανθρωπισμού. Ο Μπελτράμ ήρθε σε μια στιγμή που ακόμη και θεσμικοί εκφραστές του ευρωπαϊκού καθωσπρεπισμού αρχίζουν να προβληματίζονται για τη λογοκρατούμενη παθητική στάση απέναντι στην πολιτισμική επιθετικότητα του Ισλάμ και την κοινωνική αποσύνθεση που προωθεί η άναρχη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Αρκεί μια ματιά στην επώνυμη σχολιογραφία του ευρωπαϊκού Τύπου για να πεισθεί κανείς γι’ αυτή τη διαγραφόμενη αλλαγή διάθεσης.
Η συστημική Ευρώπη εκβίασε ένα διαζύγιο ανάμεσα στον ορθό λόγο και το θυμικό. Αποθέωσε τον πρώτο και δαιμονοποίησε το δεύτερο. Αν είχε διαβάσει τις Βάκχες του Ευριπίδη, την τελευταία μεγάλη αρχαιοελληνική τραγωδία και ίσως τη συνταρακτικότερη, θα είχε καταλάβει εγκαίρως πόσο ολέθρια είναι αυτή η απόζευξη. Χωρίς το θυμικό, ο λόγος γίνεται ένας Πενθέας, ένας τύραννος τυφλωμένος από τις στενόμυαλες, άκαμπτες βεβαιότητές του. Χωρίς τον λόγο, το θυμικό παράγει έξαλλες μαινάδες που επιδίδονται σε αιματηρά όργια. Η Ευρώπη αυτή εξόρισε αξίες όπως η φιλοπατρία ή η συνοχή και αξιοπρέπεια της πολιτισμικής ταυτότητας, ζωτικές ανάγκες όπως το αίσθημα ασφάλειας, εκχωρώντας τες στις ζοφερές δυνάμεις του δημοκοπικού λαϊκισμού, του μισαλλόδοξου εθνικισμού, του ρατσισμού. Έντρομη βλέπει σήμερα τα αποτελέσματα και αρχίζει δειλά δειλά να ξανασκέφτεται τη στάση της.
Νά λοιπόν πού βλέπω εγώ μια ελπίδα. Οσο ετερόκλητες και ετερόδοξες και αν είναι οι θιγόμενες μερίδες των ευρωπαϊκών λαών, η αυξανόμενη αντίστασή τους στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα αναγκάσει κάποια στιγμή τους «έλλογους ευρωπαϊστές» στους κόλπους της να μελετήσουν τις Βάκχες…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News