Υπάρχουν λίγες ιστορίες έρωτα τόσο έντονες, θυελλώδεις και γεμάτες κλάση και φινέτσα, όπως εκείνη μεταξύ του γάλλου -βασικά, εβραίος μετανάστης από την Ουκρανία- τραγουδιστή, συνθέτη, στιχουργού και ηθοποιού, Σερζ Γκενσμπούργκ με τη βρετανή τραγουδίστρια, ηθοποιό και υπέροχη γυναίκα, Τζέιν Μπίρκιν.
Αποτέλεσαν ένα εμβληματικό ζευγάρι της δεκαετίας του ’60, στη γαλλική μουσική και στον Κινηματογράφο. Απέκτησαν μαζί μια κόρη, τη διάσημη ηθοποιό Σαρλότ Γκενσμπούργκ.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να ήταν μια σύντομη περιγραφή τους, η οποία μπορεί να περιγράφει την πραγματικότητα, αλλά η αλήθεια, οι μαγικές και οι καταραμένες στιγμές που ένωσαν ή χώρισαν την Τζέιν και τον Σερζ έζησαν μέσα στις λεπτομέρειες και εκεί μέσα παραμένουν θαμμένες. Και μπορεί να ξέρεις πολλά για τη ζωή και την καριέρα τους, αλλά πάντα κάτι έχεις να μάθεις για εκείνους.
Για ποιον λόγο θυμηθήκαμε τώρα αυτή την ιστορία, η οποία ανήκει στο παρελθόν; Η Τζέιν Μπίρκιν είναι στο παρόν μας και αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του πυγμαλίωνά της αποτίει φόρο τιμής προς εκείνον με έναν δίσκο υπό τη συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας – για το προμόσιόν του ξεκίνησε παγκόσμια περιοδεία. Ναι, μπορεί αυτό το θηλυκό να είναι, πια, 71 ετών, αλλά μπορεί να αναλαμβάνει ή να απαντά σε νέες προκλήσεις. Η τελευταία της, λοιπόν, φέρει τον τίτλο «Μπίρκιν/Γκενσμπούργκ: Le Symphonique». Για το κατά πόσο… συμφωνική ήταν η συμβίωσή της με τον Σερζ, παραχώρησε μια συνέντευξη στους Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Εξαρχής εννοείται ότι είναι δύσκολο να περιγράψεις αυτόν τον τύπο. «Είμαι μικροκλέφτης, πλαστογράφος, τζογαδόρος, καταθλιπτικός, λυσσασμένος πεσιμιστής, αλαζόνας, ανεξίτηλος, αδέξιος, εθισμένος και βίαιος». Αυτός ήταν ο Σερζ Γκενσμπούργκ δια στόματος Σερζ Γκενσμπούργκ, ενώ κανείς δεν θα έπεφτε από τα σύννεφα στην περίπτωση κατά την οποία τα παραπάνω λόγια θα ήταν χαραγμένα στην πλάκα του τάφου του. Ο άνθρωπος-κινητό σκάνδαλο και ο τελευταίος πραγματικά καταραμένος ποιητής, γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1928 με το όνομα Λισιέν Γκινσμπούργκ. Από την τζαζ και το σουίνγκ, στην μπαλάντα και από την ποπ και την καθαρόαιμη ροκ, στη ρέγκε και την ντίσκο, ο Γκενσμπούργκ έκανε τα ταξίδια του σε όλα τα είδη της μουσικής, αφήνοντας τα χνάρια του σε καθένα από αυτά. Η καριέρα του βασίστηκε στη συγγραφή έξυπνων και προκλητικών στίχων που είτε τους τραγουδούσε ο ίδιος είτε τους χάριζε να τους ερμηνεύσουν φίλοι. Αλλά και ερωμένες του. Η θεατρική αγένεια που τον χαρακτήριζε και η εξωφρενικά προκλητική του στάση απέναντι στη ζωή ήταν τα στοιχεία που τον έκαναν τον πιο αξιαγάπητο, διαβόητο καλλιτέχνη στη Γαλλία, και την καλλιτεχνική… «guilty pleasure» (ένοχη απόλαυση) της δεκαετίας του ’70, ίσως ολόκληρης της Ευρώπης.
Στις 2 Μαρτίου του 1991 -όταν πέθανε, σε ηλικία 62 ετών- τα μίντια έβριθαν από εγκωμιαστικά σχόλια, οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες και έξω από το σπίτι του, όπου είχαν σχηματιστεί οδοφράγματα για να συγκρατήσουν το πλήθος. Ο τότε πρόεδρος Μιτεράν εκφώνησε μια ομιλία όπου θρηνούσε την απώλεια «του Μποντλέρ και του Απολινέρ των καιρών μας».
Η Τζέιν θυμάται (και) σε αυτή τη συνέντευξη, ότι η σχέση του Σερζ με την Μπριζίτ Μπαρντό ξεκίνησε στο τέλος του 1967 όταν ο γάμος της διάσημης ηθοποιού είχε αρχίσει να έχει τριγμούς. Ηδη είχε ηχογραφήσει μερικά κομμάτια του Γκενσμπούργκ και μία συνάντησή τους στα τηλεοπτικά πλατό ενός show είχε ως αποτέλεσμα τη μοιραία έλξη. Αν και για πολλούς ο Γκενσμπούργκ ήταν ένας μάλλον άσχημος άντρας, η επιτυχία του στις γυναίκες ήταν το ακριβώς αντίθετο: τεράστια. Αρχικά το ζευγάρι διατήρησε τη σχέση του διακριτική, αλλά σύντομα άρχισαν να βγαίνουν στα πιο γνωστά μέρη.
Μαζί ηχογράφησαν αρκετά τραγούδια, ενώ το διάσημο «Je T’ aime … Moi Non Plus» προήλθε υπό τη συνοδεία ερωτικών στεναγμών. Εξοργισμένος ο άντρας τής Μπαρντό, φοβούμενος ότι η κυκλοφορία του κομματιού θα κατέστρεφε την καριέρα της, απαίτησε να μην κυκλοφορήσει – βασικά, ζήλευε. Ετσι έγινε και το τραγούδι κυκλοφόρησε μόλις το 1986.
Η σχέση του Γκενσμπούργκ με την Μπριζίτ θα τελείωνε όταν εκείνη θα γύριζε στον άντρα της και εκείνος θα έβρισκε μία νέα ερωμένη, την Τζέιν Μπίρκιν, μία νεαρή αγγλίδα ηθοποιό, μόλις 22 ετών. Μαζί της θα ηχογραφούσε εκ νέου το «Je T’ aime … Moi Non Plus» το οποίο και θα κυκλοφορούσε και θα αναστάτωνε ακόμα και το Βατικανό, το οποίο το έκρινε άσεμνο και το δίκτυο του BBC το απαγόρευσε. Ωστόσο, το τραγούδι σκαρφάλωσε στα αγγλικά charts και πούλησε περισσότερα από 6 εκατομμύρια αντίτυπα, παγκοσμίως.
Ο Γκενσμπούργκ και η Μπίρκιν έγιναν ένα από τα διασημότερα ζευγάρια της εποχής και ενώ οι φήμες οργίαζαν για την ύπαρξη ή μη κρυφού γάμου, εκείνοι έμειναν μαζί για πάνω από δέκα χρόνια. Μαζί απέκτησαν μία κόρη, το 1971. «Οταν πήρε τη Σάρλοτ στην αγκαλιά του έκλαψε», θυμάται η Μπίρκιν. «Στο μαιευτήριο η μικρή κινδύνεψε να πεθάνει. Χρειάστηκε να τη μεταφέρουμε σε άλλο νοσοκομείο. Εγώ είχα αρρωστήσει και δεν μπορούσα να πάω μαζί. Ο Σερζ μαζί με τον Γιουλ Μπρίνερ -αργότερα έγινε και νονός της μικρής- έβαλαν το μωρό σε ένα ταξί και έφυγαν. Ο Σερζ ήταν άσπρος σαν το πανί. Μόλις έμαθε ότι όλα θα πήγαιναν καλά, γύρισε πίσω τρέχοντας μια τεράστια απόσταση για να μου το ανακοινώσει τρελός από χαρά», θυμάται συγκινημένη. Εκείνον τον χρόνο κυκλοφόρησαν το άλμπουμ «Histoire de Melody Nelson», το οποίο θεωρείται το αριστούργημα του Γκενσμπούργκ. Βέβαια, μιλούσε για το ερωτικό ειδύλλιο ενός μεσόκοπου άντρα με μία 15χρονη.
Το 1973 ο Γκενσμπούργκ θα πάθει καρδιακή προσβολή που θα τον σταματήσει για λίγο μόνο από την καριέρα του και το επόμενο μουσικό του βήμα θα προκαλούσε και πάλι μεγάλες αντιδράσεις. Θα συνεργαζόταν με μουσικούς reggae και θα μετέτρεπε ακόμα και τον γαλλικό ύμνο κάνοντας τους Γάλλους να παραμιλούν και τη συντηρητική γαλλική εφημερίδα Le Figaro να προτείνει την ανάκληση της γαλλικής υπηκοότητας από τον καλλιτέχνη.
Υπήρχαν βέβαια κι άλλες αμήχανες, δυσάρεστες στιγμές, στη ζωή αυτού του ζευγαριού, όπως όταν σε ένα εστιατόριο της άνοιξε την τσάντα πετάγοντας έξω το περιεχόμενό της κι εκείνη, σε απάντηση, του έριξε μια τούρτα στα μούτρα! Επειτα, η Μπίρκιν έτρεξε έξω από το εστιατόριο και βούτηξε στον Σηκουάνα. Τελικά, γύρισαν σπίτι χέρι-χέρι, έχοντας δώσει αφορμή στους παπαράτσι να τους ακολουθούν σε κάθε βήμα τους, περιμένοντας το επόμενο εκρηκτικό ενσταντανέ.
Η δεκαετία του ‘80 θα αποδεικνυόταν τραγική για τον Γκενσμπούργκ. Tο 1980 η Μπίρκιν θα τον εγκατέλειπε καθώς η εξάρτησή του από το ποτό είχε δημιουργήσει τεράστια προβλήματα και στη συμπεριφορά του. Ομως, η επικοινωνία τους δεν σταματά. «Ερχόταν για φαγητό όποια μέρα ή νύχτα ήθελε. Πολλές φορές με έπαιρνε τηλέφωνο για να μου πει πόσο μόνος νιώθει». Μετά τον χωρισμό τους ηχογραφούν το «Baby alone in Babylone». «Ηταν οδυνηρό αλλά ό,τι καλύτερο έχουμε ηχογραφήσει. Μετά τον χωρισμό μας ήταν πολύ αναστατωμένος και ανησυχούσα. Τον έβλεπα, του πήγαινα φαγητό. Φοβόμουν μήπως κάνει κακό στον εαυτό του. Ευτυχώς, γρήγορα ήρθε η επόμενη σύντροφός του, η Μπαμπού». Η επόμενη σχέση του με την Καρολίν φον Πάουλους -ή, απλώς, «Μπαμπού»- θα του χάριζε έναν ακόμα γιο, τον Λουσιέν, ενώ οι Γάλλοι αρχίζουν να λατρεύουν κάθε προκλητική και παρατραβηγμένη του εμφάνιση.
Ηχογραφεί το 1984 το ντουέτο «Lemon Incest» με την κόρη του Σαρλότ και τα χρόνια που ακολουθούν ο Γκενσμπούργκ θα πειραματιστεί με διαφορετικές μουσικές, όπως η funk και το hip-hop, ενώ θα γράψει τραγούδια για πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσά τους και τη Βανέσα Παραντί. Μέσα του, όμως, είχε πάντα την κλασική μουσική, τον Σοπέν, τον Μπραμς, τον Μπαχ, τον Μπετόβεν.
Ωστόσο, ο Γκενσμπούργκ κατέρρεε καθώς επιδίδεται σε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και τσιγάρων, ενώ είχε υποβληθεί και σε εγχείριση καρδιάς και ήπατος προτού, τελικά, αφήσει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, στο Παρίσι, από ανακοπή. Ο θάνατος του Σερζ Γκενσμπούργκ στοιχίζει πάρα πολύ στην Μπίρκιν. «Η ζωή χωρίς τα αστεία του, τη συνεχή παρουσία του, την αφοσίωσή του δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Ηξερα πως κανείς δεν θα με αγαπούσε ποτέ τόσο απόλυτα με όλα τα ελαττώματά μου όπως αυτός και ο πατέρας μου, που πέθανε τρεις μέρες μετά τον Σερζ. Κανείς δεν ήταν σαν εκείνον. Αυθεντικός, καταπληκτικός πατέρας, για πάντα αγαπημένος».
Η Μπίρκιν αφηγείται, με μοναδικό τρόπο, τη γνωριμία της με τον διάσημο μουσικό και την πρώτη νύχτα τους στο Παρίσι: «Αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου ως ηθοποιού στη Γαλλία, όταν έμαθα ότι ο σκηνοθέτης Πιερ Γκριμπλά αναζητούσε μια ηθοποιό για την ταινία Slogan, στην οποία θα έπαιζε και ο Σερζ Γκενσμπούργκ. Εγώ είχα ήδη παίξει στο Blow up, του Αντονιόνι που είχε κερδίσει το βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών. Παρότι ο ρόλος μου εκεί δεν ήταν κάτι τρομερό, ήμουν προφανώς σε μια λίστα με Αγγλίδες που έκαναν δοκιμαστικά για τον ρόλο. Ηρθα, πέρασα την οντισιόν και πήρα τον ρόλο. Μιλούσα πολύ κακά Γαλλικά, δεν ήμουν ιδιαίτερα όμορφη, αλλά έκλαιγα καλά! Μόλις είχα χωρίσει από τον πρώτο γάμο μου. Αυτό είχε συγκινήσει τον σκηνοθέτη. Ο Σερζ το έβρισκε αυτό αηδιαστικό, να μπερδεύεις την ιδιωτική σου ζωή με τα άλλα. Είχε δίκιο. Μόλις είχε κάνει πρόβες με τη Μαρίζα Μπερενσόν και την έβρισκε πολύ καλή για παρτενέρ. Εκείνος ήταν σοφιστικέ και μόλις με είδε να καταφθάνω, έμοιαζα σαν ένα τίποτα, ένα νεαρό άλογο. Αλλά, τέλος πάντων, δεν έβαλε βέτο. Ξεκινήσαμε την ταινία μαζί, το 1968.
https://www.youtube.com/watch?v=0trd_dH6XiY
»Τον βρήκα πολύπλοκο και αλαζόνα στα γυρίσματα. Δεν ήταν καθόλου καλός μαζί μου, με έκανε να νιώθω άσχημα. Στην ταινία παίζαμε τους ερωτευμένους και εγώ έπρεπε να σκύβω πάνω του, γυμνή, την ώρα που εκείνος βρισκόταν στην μπανιέρα! Ηταν πολύ δύσκολο. Ο Πιερ μού είπε ότι έπρεπε να τον γνωρίσω καλύτερα. Οργάνωσε ένα φαγητό και εκείνος έφυγε γρήγορα. Τράβηξα τον Σερζ στην πίστα, για ένα σλόου και εκείνος με πάτησε! Ωραία. Τότε κατάλαβα ότι αυτή η αλαζονεία ήταν δειλία και κατάλαβα την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του. Τελικά, ο Σερζ αποδείχθηκε πολύ τρυφερός. Αστείος, χαριτωμένος, προβλέψιμος. Αυτό το βράδυ υπήρξε ιστορικό. Με πήγε στο Raspoutine, ένα εστιατόριο με ρώσους μουσικούς, όπως εκείνος. Την ώρα που ανεβαίναμε στο ταξί, οι μουσικοί έπαιξαν στο πεζοδρόμιο το Valse Triste του Σιμπέλιους και ο Σερζ τους έβαζε χαρτονομίσματα των 100 φράγκων μέσα στα βιολιά. Ηταν μια πραγματικά τρελή νύχτα! Φολκορική, ποιητική! Δεν ήξερα ακόμη ότι ο Σερζ ήταν ποιητής, αλλά σε μια μόνο νύχτα το πρόσωπο άλλαξε ριζικά και τον ερωτεύτηκα. Με ρώτησε: ‘Θέλετε να σας συνοδεύσω στο σπίτι σας;’. Κι εγώ, με μια απίστευτη ξεδιαντροπιά απάντησα ‘όχι’. Και κατέληξα στο ξενοδοχείο με αυτό το άτομο.
Στο Χίλτον, στη ρεσεψιόν, τον ρώτησαν αν ήθελε ‘το ίδιο δωμάτιο, όπως συνήθως’. Είπα μέσα μου «γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο…». Αλλά μόλις φτάσαμε στο δωμάτιο κι εγώ μπήκα στο μπάνιο, εκείνος αποκοιμήθηκε. Βγήκα, αγόρασα από ένα μαγαζί τον δίσκο που είχαμε χορέψει όλη τη νύχτα (Yummy, yummy, yummy, I’ve Got Love in My Tummy !), τον έβαλα ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών του και έφυγα. Ημουν πολύ ευτυχισμένη. Με έκανε να νιώσω ότι ήμουν πάλι ποθητή, εγώ που πίστευα ότι όλα είχαν χαθεί».
Η Μπίρκιν έχει σκοπό να δημοσιεύσει τα ημερολόγιά της, τα οποία κρατά κρυφά εδώ και τόσα χρόνια και, μάλιστα, προσπαθεί η ίδια να τα μεταφράσει στα Γαλλικά. Δεν θα το κάνει για να βγάλει χρήματα ή για να γίνει πιο γνωστή, δεν τα έχει αυτά ανάγκη, η Μπίρκιν δεν εμπλέκεται με τέτοιες μικρότητες. Σκεφτείτε ότι όταν η Hermès έκανε τσάντα με το όνομά της -την Hermès Birkin- η ίδια ζήτησε, τελικά, να βγει το όνομά της από τη συλλογή, μόλις έγιναν γνωστά τα βασανιστήρια που υφίστανται οι κροκόδειλοι προτού γίνουν γυναικείο αξεσουάρ.
Ετσι, μέσω των ημερολογίων της, ίσως μάθουμε κι άλλες λεπτομέρειες για την κοινή, αλλά και την εν διαστάσει ζωή αυτού του ζευγαριού, άγνωστες πληροφορίες για αυτόν τον επαναστάτη γάλλο τραγουδοποιό, συνθέτη, ηθοποιό και σκηνοθέτη για τον οποίο τραγούδησαν -πέραν της Μπίρκιν- η Μπριζίτ Μπαρντό, η Κατρίν Ντενέβ, η Ζιλιέτ Γκρεκό, η Ιζαμπέλ Ατζανί, η Φρανσουάζ Αρντί, η Μαριάν Φέιθφουλ, η Βανέσα Παραντί και η Φρανς Γκαλ. Για αυτόν τον απίθανο τύπο ο οποίος μπορεί να έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά η ανάμνησή του παραμένει ρωμαλέα, επειδή αναφερόμαστε σε μια από τις μεγαλύτερες ιδιοφυίες της γαλλικής μουσικής του 20ού αιώνα.
Και ίσως κάποτε, έπειτα από όλα αυτά που θα έχουμε μάθει για εκείνον, συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός ο καλλιτέχνης πέθανε, τελικά, από υπερβολική δόση ζωής. Και αγάπης…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News