Η έμπνευση ήρθε «από το πουθενά», όπως όλες οι εμπνεύσεις. Η αρχική ιδέα ήταν, να μπει σε μια σειρά η ιστορική διαδρομή της μπασκετικής ΑΕΚ. Με τη συλλογή όποιου αρχειακού υλικού μπορούσε να βρεθεί, αλλά και με τις μαρτυρίες των εν ζωή πρωταγωνιστών της. Αυτό είχε διατάξει ο μεγαλομέτοχος της ΚΑΕ (από το 2014), Μάκης Αγγελόπουλος. Για το έπος της ομάδας της οποίας σήμερα ηγείται, είχε -απλώς- διαβάσει. Τον Απρίλιο του 1968, που η «Βασίλισσα» κατακτούσε το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης (την πρώτη ευρωπαϊκή κορυφή που πάτησε ελληνικός σύλλογος σε όλα τα σπορ), ήταν – δεν ήταν τεσσάρων ετών.
Παρακολουθώντας και ο ίδιος τις πολύωρες συνεντεύξεις με τους ζωντανούς θρύλους της ομάδας, άκουσε ιστορίες συναρπαστικές. Για εκείνη τη μαγική βραδιά της 4ης Απριλίου, για την ένδοξη ΑΕΚ και την «άλλη» Ελλάδα των ’60s. Ενιωσε την ανάγκη να τις καταγράψει κάπου ανεξίτηλα. Να τις μοιραστεί, όχι μόνο με τους ΑΕΚτσήδες όλων των γενεών, αλλά και με τους κάθε απόχρωσης φιλάθλους. Αλλωστε, δεν ήταν όλοι οπαδοί της ΑΕΚ, οι 80.000 θεατές στο Καλλιμάρμαρο, οι 300.000 που βρίσκονταν απέξω και οι πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι που είχαν κολλήσει τ’ αυτιά τους στα τρανζιστοράκια τους.
Μία κινηματογραφική απομνημόνευση των γεγονότων θα ήταν ό,τι καλύτερο. Ο κ. Αγγελόπουλος δεν έκανε πίσω, ακόμη κι όταν ανακάλυψε πως το κόστος της παραγωγής -που θα χρηματοδοτούσε ο ίδιος- ξεπερνούσε το εκατομμύριο (ευρώ). Με αυτά τα χρήματα θα μπορούσε να φέρει στην ΑΕΚ τρεις εξαιρετικούς παίκτες. Αλλά, θεωρεί υποχρέωση των αθλητικών παραγόντων να αναδεικνύουν την ιστορία των ομάδων τους. Οπως είπε την Τρίτη σε ραδιοφωνική του συνέντευξη (Σπορ fm), μία τέτοια ταινία – παρακαταθήκη για την «Ενωση» είναι πολύ πιο σημαντική από κάθε νίκη, ακόμα και από κάθε τίτλο.
Εμενε να βρεθεί ο σκηνοθέτης. Η δουλειά του Τάσου Μπουλμέτη στην «Πολίτικη Κουζίνα» τον καθιστούσε ιδανικό για να αναλάβει τη διεύθυνση του εγχειρήματος. Το ήθελε πολύ και ο ίδιος, για συναισθηματικούς λόγους. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, είναι ΑΕΚτσής από κούνια. Κι όχι μόνον αυτό. Ο θρίαμβος του ’68 είναι μια από τις πιο έντονες παιδικές του αναμνήσεις. Τέσσερα χρόνια αφότου η οικογένειά του είχε μετακομίσει στην Ελλάδα, στα 11, έπλασε τις εικόνες εκείνου του Τελικού στο μυαλό του, ακούγοντας στο ραδιοφωνάκι του την εμβληματική περιγραφή του Βασίλη Γεωργίου. Μισόν αιώνα αργότερα, έμελλε να τις αποτυπώσει στην ταινία. Αφού, προηγουμένως, μίλησε με τους ανθρώπους που έζησαν εκείνη τη βραδιά -ακόμη και με τους τσέχους μπασκετμπολίστες της Σλάβια Πράγας- σε δεκάδες ώρες συνεντεύξεων.
Αλλά και οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες της ταινίας συνδέονται συναισθηματικά με το θέμα της. Τον Γιώργο Αμερικάνο υποδύεται ο εγγονός του μεγάλου του αδελφού, Αλέξανδρος, που τώρα κάνει τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο. Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, του μοιάζει πολύ φυσιογνωμικά. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, που αυτοπροσδιορίζεται ως «ΑΕΚ εκ γενετής», βρισκόταν στο Καλλιμάρμαρο εκείνη τη βραδιά. Ηταν 17 ετών. Αυτόπτης μάρτυς, λοιπόν; Οχι, ακριβώς… Μόνον τέσσερις πέντε χιλιάδες θεατές ήταν οι τυχεροί, που είδαν το ματς κανονικά. Οι υπόλοιποι κάθονταν πολύ μακριά από το πέταλο στο οποίο ήταν στημένες οι μπασκέτες. Εβλεπαν κάτι κουκίδες να κινούνται και πανηγύριζαν τα ελληνικά καλάθια επειδή τα άκουγαν στα ραδιοφωνάκια που είχαν φέρει μαζί τους. Ο Καφετζόπουλος -που παίζει τον ιδρυτή της ΑΕΚ- ήταν ένας απ’ αυτούς.
Ο Γιώργος Μητσικώστας, που το 1968 ήταν μόλις τριών ετών, μεγάλωσε -στη Νέα Φιλαδέλφεια- ακούγοντας τα κατορθώματα εκείνης της ΑΕΚ. Επίσης, πρόλαβε τα ΠΡΟ-ΠΟτσήδικα της εποχής. Στον πρώτο του ρόλο ως ηθοποιός, αυτές οι μνήμες τον βοήθησαν πολύ ώστε να υποδυθεί (εξαιρετικά) τον πράκτορα ΠΡΟ-ΠΟ. Ακόμη δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί ο Μπουλμέτης τον διάλεξε για να παίξει στην ταινία. Είχε μείνει κατάπληκτος, όταν ο σκηνοθέτης του τηλεφώνησε για να του κάνει την πρόταση.
Τα γυρίσματα κράτησαν περίπου δύο χρόνια. Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες ήταν να βρεθούν περιοχές και χώροι που θυμίζουν, ακόμη, την προ 50 ετών Αθήνα. Το ρεπεράζ, όμως, έκανε το θαύμα του. Μέχρι και αστικό λεωφορείο της εποχής βρέθηκε. Ναι, η ταινία είναι ένα ταξίδι πίσω στην ελληνική κοινωνία του ταραγμένου 1968 -μιας χρονιάς με συγκλονιστικά γεγονότα διεθνώς- κι όχι μόνο σε όσα συνέβησαν στο Καλλιμάρμαρο. Του 1968 της δικτατορίας, βεβαίως.
Αναφορές γίνονται και στην πολιτική κατάσταση. Που εξηγούν το γιατί, τότε, δεν ήταν όλη η Ελλάδα στο πλευρό της ΑΕΚ. Πολλοί φοβήθηκαν, μήπως την επιτυχία της την πιστώνονταν οι συνταγματάρχες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, κυκλοφόρησαν διάφορα σενάρια για το πώς το χουντικό καθεστώς «διευκόλυνε» αυτόν τον θρίαμβο. «Κερδίσαμε γιατί δεν μπορούσαμε να χάσουμε», ακούγεται κάποια στιγμή στην ταινία. Τι θα πει αυτό; Τι, ακριβώς, συνέβη;
Ο Χρήστος Ζούπας, μέλος εκείνης της ομάδας, αφηγείται στο Sport24 (16 Ιανουαρίου 2017): «… Πίσω μας παιζόντουσαν πάρα πολλά παιχνίδια λόγω της πολιτικής κατάστασης στη χώρα. Εκείνος ο τελικός ήταν μία προβολή της Ελλάδος σε όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό και όλοι αγκάλιασαν την ομάδα. Οταν μπήκε μέσα στο γήπεδο ο Παττακός, πήγε η γιούχα σύννεφο. (…) Ηταν χρόνια περίεργα, αλλά εμείς, 20χρονα παιδιά, δεν καταλαβαίναμε από τέτοια. (…) Οπου υπήρχε μάζωξη ερχόντουσαν όλοι για τις φωτογραφίες. Και θυμάμαι ότι μου έλεγαν “πες καμία καλή κουβέντα και για μένα”. (…) Η ΓΓΑ και η ΑΕΚ, έξυπνα φερόμενοι, πήγαν και είπαν στη Σλάβια “σας δίνουμε τις εισπράξεις του αγώνα (που θα γινόταν στην Τσεχοσλοβακία), για να γίνει στην Αθήνα”. Εκείνοι, έχοντας στο μυαλό τους ότι πριν από δύο χρόνια μας είχαν κερδίσει με 20 πόντους, πέταξαν από τη χαρά τους (13.000 δολάρια ήταν οι εισπράξεις)»…
… «Ηρθαν εδώ οι Τσέχοι μία εβδομάδα, τους πήγαμε σε καλό ξενοδοχείο, τους κάναμε δώρα φανέλες, πήγαν για μπάνιο στη Γλυφάδα και ενθουσιάστηκαν. Μας είχαν σίγουρους, αλλά έπαθαν την πλάκα τους όταν μπήκαν στο στάδιο. Εμείς ακολουθήσαμε μετά από πέντε λεπτά χωρίς συναίσθηση πού πηγαίναμε και τι κάναμε. Με το που πάμε να βγούμε από την καταπακτή, ακούμε το «ουοουου» από τον κόσμο και πάθαμε πανικό, γυρίσαμε πίσω. Μετά μπήκαμε μέσα και δώσαμε τα χέρια. Εκεί ήταν που καταλάβαμε ότι δεν γινόταν να χάσουμε. Πήραμε δύναμη ο ένας από τον άλλον και μέσα στο γήπεδο πετάγαμε».
Στη διάρκεια της ταινίας αποκαλύπτονται και διάφορες «πικάντικες» ιστορίες για τους πρωταγωνιστές, άγνωστες στο κοινό. Οπως αυτή του Γιώργου Αμερικάνου, που είχε πάρει το Κύπελλο σπίτι του και το κρατούσε επί ένα μήνα. Το επέστρεψε μόνον έπειτα από διαμαρτυρία της Ομοσπονδίας Μπάσκετ, η οποία τον απείλησε με αποκλεισμό από τους αγώνες.
Συγκίνηση, γέλιο, θλίψη, περηφάνια, πόνος, νοσταλγία. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται γοργά, όπως και η μυθοπλασία με την πραγματικότητα, τα ντοκουμέντα και τις μαρτυρίες. Είναι μία ταινία docu-fiction, την οποία έντυσε με την υπέροχη μουσική της η Ευανθία Ρεμπούτσικα, στον τρίτο της κινηματογραφικό γάμο με τον Τάσο Μπουλμέτη. Στην avant premiere της περασμένης Δευτέρας, στο θέατρο «Παλλάς», κανένας δεν σηκώθηκε από το κάθισμά του, αμέσως μόλις η προβολή ολοκληρώθηκε. Εμειναν όλοι για να απολαύσουν το soundtrack, καθώς έπεφταν τα γράμματα με τους συντελεστές.
Ηταν εκεί και οι παλαίμαχοι της Σλάβια Πράγας, ο εκφωνητής του αγώνα Βασίλης Γεωργίου και, βεβαίως, ο προπονητής Νίκος Μήλας. Ηταν σαν να είναι εκεί, ο Γιώργος Αμερικάνος, ο Γιώργος Μόσχος, ο Αντώνης Χρηστέας και ο Πέτρος Πετράκης.
* Η ταινία θα προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 25 Ιανουαρίου
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News