Για να είμαι ειλικρινής, με τον Εμφύλιο δεν είχα ασχοληθεί μέχρι να καβατζώσω τα είκοσι και βάλε. Μέχρι τότε, δηλαδή μέχρι την κυβέρνηση Τζαννετάκη, στο νεανικό πολιτικό μου υποσυνείδητο ήταν κάτι σαν μία ουλή που, καμιά φορά, πονούσε, αλλά τώρα την κάλυπτε το καινούργιο και ακριβό μας ευρωπαϊκό πουκάμισο.
Εχω δε την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια συζητήσαμε για τον Εμφύλιο περισσότερο από όσο συζητούσαμε στα ’80ς. Και για τα ’80ς το καταλαβαίνω: οι γενιές που μάτωσαν ήταν εν ζωή, οι γείτονες μπορεί και να είχαν βρεθεί σε απέναντι χαρακώματα. Η σιωπή ήταν χρήσιμη. Τότε ο Εμφύλιος ήταν κάτι σαν ένα παλιό οικογενειακό δράμα που καλόν είναι να μη συζητείται στο σπίτι. Ε, μετά αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, ήρθε η περίφημη «συμφιλίωση» με τη συγκυβέρνηση δεξιών και κομμουνιστών, έπεσαν οι φάκελοι της Ασφάλειας στην υψικάμινο και επιτέλους ο σκελετός βολεύτηκε στη ντουλάπα.
Ομως τώρα; Τι συνέβη τα τελευταία χρόνια και ο Εμφύλιος επανήλθε στο πολιτικό λεξιλόγιο και στις προθήκες των βιβλιοπωλείων; Λίγο ως πολύ το ξέρουμε. Η είσοδος του Εμφυλίου στην πολιτική καθημερινότητα εκδηλώθηκε σχεδόν αντανακλαστικά από το συλλογικό θυμικό όταν η Αριστερά βρέθηκε πάλι μπροστά στην εξουσία. Ηταν άλλωστε και απαραίτητη προκειμένου να χαραχτούν διαχωριστικές γραμμές και να γίνουν σαφή τα σημεία της σύγκρουσης.
Δεν είναι, τελικά, μόνο αυτό. Είναι και η θέση του Εμφυλίου ως τραύμα στο εθνικό μας θυμικό. «Πέρα από τις θεσμικές και ιστορικές πρωτοβουλίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και του Ανδρέα Παπανδρέου με την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, το κοινωνικό σώμα μέχρι σήμερα δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί σε βάθος μια πραγματική διαδικασία πένθους τόσο ατομικού, όσο και συλλογικού γι αυτό που πραγματικά συνέβη» λέει ο Στέλιος Στυλιανίδης, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο.
Στις 20 και στις 27 Ιανουαρίου θα πραγματοποιηθούν δύο ημερίδες με θέμα τη ψυχαναλυτική προσέγγιση του Εμφυλίου. Ο κ. Στυλιανίδης θα είναι ένας εκ των εισηγητών και θα αναφερθεί στα αποτελέσματα κλινικών μελετών σε ανθρώπους που έζησαν την εμπειρία και το τραύμα. Ναι, όμως εκείνη η γενιά έχει πια φύγει, ελάχιστοι έμειναν με ζωντανή μνήμη. Γιατί η αναφορά παραμένει; Κατά τον κ. Στυλιανίδη «σύμφωνα με το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο, η ιστορική μνήμη, η ανίχνευση του παρελθόντος, ενώ θα έπρεπε να στηρίζεται περισσότερο στη λογική επεξεργασία, δηλαδή την ιστορικοποίηση, διολισθαίνει εύκολα σε όρους τραυματικής μνήμης. Οπως ορθά υποστηρίζει ο Αντώνης Λιάκος , “θυμόμαστε πράγματα που δεν τα βιώσαμε εμείς οι ίδιοι αλλά τα μάθαμε από τους γονείς μας, επομένως έχουμε μια συναισθηματική σχέση με αυτά, σαν να τα έχουμε ζήσει οι ίδιοι”».
Στην προσέγγιση που κάνει ο κ. Στυλιανίδης, το πρόβλημα βρίσκεται στον ανεπαρκή μεταβολισμό του γεγονότος από τη συλλογική μας συνείδηση. «Σε ξένες εμπειρίες χωρών που έχουν ζήσει βαθύτατα εμφυλιοπολεμικά τραύματα ακολουθήθηκαν διαφορετικές διαδικασίες για την επούλωσή τους μέσα από θεσμοποιημένες πρακτικές συμφιλίωσης και συγχώρεσης. Τα παραδείγματα της Ρουάντα, της Νότιας Αφρικής, της Αργεντινής, της Ισπανίας, της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι διαφορετικά μεταξύ τους αλλά πρέπει να μελετηθούν σε βάθος προκειμένου να καταλάβουμε γιατί μια τέτοια διαδικασία (όπως στην Ρουάντα και στη Νότια Αφρική) δεν στάθηκε δυνατή στη χώρα μας. Πέρα από τις θεσμικές και ιστορικές πρωτοβουλίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και του Ανδρέα Παπανδρέου με την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, το κοινωνικό σώμα μέχρι σήμερα δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί σε βάθος μια πραγματική διαδικασία πένθους τόσο ατομικού, όσο και συλλογικού γι αυτό που πραγματικά συνέβη.»
Ο Γιάννης Βαρτζόπουλος, ψυχίατρος και εκδότης του περιοδικού «Οιδίπους», αναζητεί στον χαρακτήρα της κρίσης τα αίτια της υποτροπής του τραύματος: «Στη διάρκεια της κρίσης ζήσαμε την αναβίωση εκφραστικών τρόπων και όρων αντίληψης της πραγματικότητας που έδειξε ότι ο τρόπος που ο εμφύλιος είναι εγγεγραμμένος στην ενδοψυχική πραγματικότητα δεν λειτουργεί θετικά ούτε στην αντίληψη αυτού που συμβαίνει ούτε στην επεξεργασία εποικοδομητικών λύσεων. Είναι μια κοινή αίσθηση ότι η κρίση, έτσι όπως βιώθηκε από τους Έλληνες, τους στέρησε τόσο ένα προσωπικό όσο και ένα κοινωνικό αφήγημα. Η κρίση οδήγησε τελικά την κοινωνία να εκφράζεται με όρους θυμικής εκτόνωσης, με την αίσθηση ότι η λύση του προβλήματος είναι η εξολόθρευση κάποιου άλλου, του όποιου εχθρού, εσωτερικού ή εξωτερικού, γνωρίζοντας συγχρόνως ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό είναι προσωπικό και κοινωνικό αδιέξοδο.»
Σύμφωνοι, όμως έχει η ψυχαναλυτική προσέγγιση του Εμφυλίου πραγματικό αντίκρυσμα στην κοινωνία; Ποιον θα μπορούσε να ενδιαφέρει σήμερα; Απαντά ο Στέλιος Στυλιανίδης: «Οφείλουμε να συμβάλουμε στην κατασκευή εκ των υστέρων ενός πλαισίου κοινωνικού διαλόγου που να περιέχει τις κρύπτες, το ανείπωτο την ατομική ενοχή και την κοινωνική ντροπή όπως εκπηγάζουν από το τραύμα του Εμφυλίου, να φτιάξουμε δεν ξέρω με ποιον τρόπο ένα νέο κοινωνικό δίχτυ, ένα πλέγμα, ικανό να συγκρατεί, να επεξεργάζεται και να μετασχηματίζει αυτό που μεταφέρεται μέχρι τώρα και στη νέα γενιά ως ακατέργαστο διαγενεακό τραύμα. Είναι σημαντικό η αρχή ενός τέτοιου διαλόγου, που ξεκινά από τις βιογραφίες ανθρώπων, να εξελίσσεται σε έναν χώρο μακριά από την πόλωση και την δεξιά πατριδοκαπηλεία ή την αναβίωση του κομμουνιστικού προτάγματος, χωρίς την απαραίτητη διεργασία πένθους και την ουσιαστική αυτοκριτική που θα έπρεπε να έχει γίνει.»
Ναι, αυτό πρέπει να γίνει, αλλά και ο γιατρός δεν ξέρει με ποιον τρόπο. Και αν η περίπτωση μας είναι ανίατη;
Αν θέλετε να παρακολουθήσετε τις ημερίδες, δείτε εδώ πώς μπορείτε (αν έχουν μείνει θέσεις) να δηλώσετε συμμετοχή
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News