Οταν πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, την 5η του Γενάρη του 1968, ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ εξελέγη επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας, ο ομόλογός του, ή μάλλον ο κύριός του στη Μόσχα Λεονίντ Μπρέζνιεφ, ήταν απόλυτα ικανοποιημένος. Ο Ντούμπτσεκ ήταν Σλοβάκος αλλά μιλούσε τα ρωσικά καλύτερα από τη μητρική του γλώσσα καθώς είχε μεγαλώσει και μορφωθεί στην ΕΣΣΔ. Ο πατέρας του, μετανάστης από τη Σλοβακία στο Σικάγο στα μέσα της δεκαετίας του 1920, επέλεξε στη συνέχεια να μετακομίσει στη χώρα του Λένιν. Πήρε μαζί του τη γυναίκα του και το μωρό τους, τον Αλεξάντερ, τον οποίο όλοι φώναζαν με το ρωσικό του όνομα «Σάσα». Στη Σλοβακία ο «Σάσα» πάτησε το πόδι του πρώτη φορά στην ηλικία των 17 ετών, το 1938. Επέστρεψε, όμως, στη Ρωσία ξανά το 1955 για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες. Με λίγα λόγια, αποτελούσε πρότυπο σοβιετικού ανδρός, ο άνθρωπος που αποπειράθηκε (και απέτυχε) να οικοδομήσει έναν «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», θύμα και ο ίδιος του βλοσυρού μέντορά του Μπρέζνιεφ.
Τη δεκαετία του 1960 επικεφαλής της κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας ήταν ένας πρώην κρατούμενος του Μαουτχάουζεν, ο Αντονίν Νοβότνι, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία στις ημέρες του Στάλιν. Στη χώρα κανένας δεν είχε ξεχάσει την αποκαλούμενη «δίκη Σλάνσκι», του πρώτου γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια τραυματική υπόθεση κατάληξη της οποίας ήταν η καταδίκη σε θάνατο και η εκτέλεση, το 1952, των επικεφαλής του κόμματος με την κατηγορία της προδοσίας.
Τα ονόματά τους αποκαταστάθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 αλλά κανένας δεν τολμούσε να αμφισβητήσει την επικράτηση του σταλινισμού στη χώρα. Το 1963, ωστόσο, άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες φωνές εναντίωσης στο στάτους κβο. Με αφορμή τους εορτασμούς για τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την ίδρυση του «Matica Slovenskà», ενός ιδρύματος με στόχο την προώθηση του σλοβακικού πολιτισμού, κάποιοι μίλησαν για ισότητα των δικαιωμάτων των πολιτών αμφότερων των εθνών της Τσεχοσλοβακίας.
Αλλά ήταν κυρίως οι συγγραφείς, οι θεατράνθρωποι, οι κινηματογραφιστές, οι διανοούμενοι στο σύνολό τους, που ξεκίνησαν πρώτοι να διεκδικούν την αλλαγή. Έχοντας ασπαστεί την δυτική κουλτούρα, επιθυμούσαν να ζουν και να εργάζονται, όπως είχαν τη δυνατότητα να ζουν και να εργάζονται οι συνάδελφοί τους στις χώρες της Δύσης. Έτσι – μας πληροφορεί η La Repubblica – ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Εντβαρντ Γκολντστάκερ θα ξεκινήσει να διοργανώνει σεμινάρια πάνω στον Φραντς Κάφκα, τον οποίο οι Aρχές έβλεπαν με κακό μάτι λόγω της ανηλεούς κριτικής που άσκησε μέσω των έργων του κατά της γραφειοκρατίας. Συγγραφείς όπως ο Μπόχουμιλ Χράμπαλ, ο Μίλαν Κούντερα, ο Πάβελ Κόχουτ, ο Λούντβιχ Βάκουλιτς, ο (μετέπειτα πρόεδρος της Τσεχίας) Βάκλαβ Χάβελ, γράφουν βιβλία και ανεβάζουν στη σκηνή έργα που ανταποκρίνονται ελάχιστα στις αισθητικές αρχές του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Στον κινηματογράφο ξεχωρίζει κυρίως ο Μίλος Φόρμαν. Αλλά είναι «Οι Μαργαρίτες», της πρωτοπόρου σκηνοθέτιδας Βέρα Χιτίλοβα, που απεικονίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πορεία της Τσεχοσλοβακίας προς τη δική της (χαμένη) Άνοιξη. Πρόκειται για μια δραματική κωμωδία που παρουσιάζει την ιστορία δύο «κακών κοριτσιών», της Μαρίας I και της Μαρίας II, οι οποίες κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού παραβιάζουν όλους τους κανόνες της αστικής ηθικής για να καταλήξουν στο τέλος να καταστρέψουν την πολυτελή αίθουσα με τα επιμελώς στρωμένα τραπέζια όπου επρόκειτο να δειπνήσουν οι επικεφαλής του κόμματος. Πάντως οι λογοκριτές του κόμματος έκριναν το έργο «παρακμιακό».
Υπήρχαν, όμως, και οι φοιτητές οι οποίοι άρχισαν να κατεβαίνουν στις πλατείες από τον Οκτώβριο του 1967. Τελικά οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας διαλύθηκαν βίαια, έπειτα από σχετική εντολή του Νοβότνι. Επικρίθηκε, ωστόσο, για αυτή του την επιλογή από στελέχη της Κεντρικής Επιτροπής με αποτέλεσμα να στραφεί στο Κρεμλίνο. Μάταια, όμως, καθώς ο απεσταλμένος της Μόσχας θα δηλώσει στους υποτελείς της Πράγας «eto vashe delo» – «αυτά είναι δική σας δουλειά». Τελικά, στις 5 Ιανουαρίου του 1968, πριν από 50 ακριβώς χρόνια, επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας αναδεικνύεται ο Ντούμπτσεκ, με το Κρεμλίνο να χαιρετίζει την επικράτησή του.
Οι Τσεχοσλοβάκοι επιμένουν και συνεχίζουν να απαιτούν περισσότερες ελευθερίες. Οπότε ο διαλλακτικός και μετρημένος Ντούμπτσεκ, ο οποίος ήταν υπέρ των συμβιβασμών, για να μην θορυβήσει τη Μόσχα, ξεκίνησε να μιλά για τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», δίχως καμία αναφορά σε ενδεχόμενη αποχώρηση από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ούτε σε κάποιο άνοιγμα στον καπιταλισμό. Οι όποιες οικονομικές μεταρρυθμίσεις εξετάζονταν πάντα εντός του πλαισίου των σοσιαλιστικών θεσμών. Αλλά σταδιακά καταργήθηκε η λογοκρισία και κατοχυρώθηκε η ελευθερία της γνώμης και της διακίνησης πληροφοριών και ανθρώπων, άρχισε η επανεξέταση του σταλινικού παρελθόντος ενώ ξεκίνησε και μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του ρόλου του ΚΚ στην κοινωνία. Η Ανοιξη της Πράγας ήταν γεγονός.
Υπήρχε όμως ένα άλλο πρόβλημα το οποίο δεν είχε να κάνει τόσο με τους Τσεχοσλοβάκους αλλά με τους γείτονές τους, κυρίως τους Πολωνούς και τους Ανατολικογερμανούς, οι οποίοι ήθελαν απεγνωσμένα να αναπνεύσουν τον ίδιο αέρα ελευθερίας.
«Περιμένουμε τον δικό μας Ντούμπτσεκ», διαλαλούσαν οι φοιτητές στην Πολωνία. Ο «Σάσα», ωστόσο, τον οποίο πολλοί από τους πολίτες της Τσεχοσλοβακίας θεωρούσαν έως και συντηρητικό στην προσπάθειά του να αναμορφώσει τη χώρα, πίστευε πραγματικά στο σοσιαλιστικό ιδεώδες και έως την τελευταία στιγμή, τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου του 1968, επιβεβαίωνε την πρόθεσή του να παραμείνει πιστός στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Τελικά, λιγότερο από τρεις εβδομάδες μετά, τη νύχτα προς την 21η Αυγούστου του 1968, άρχισε η εισβολή στρατευμάτων της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της στην Τσεχοσλοβακία.
Οι ηγέτες της Ανοιξης της Πράγας συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στη Μόσχα όπου υποχρεώθηκαν να υπογράψουν μια ταπεινωτική δήλωση παράδοσης. Δέχτηκαν όλοι. Εκτός από έναν, τον Φράντισεκ Κρίγκελ. Ήταν Τσέχος από επιλογή, καθώς είχε γεννηθεί στο Στανισλάου της Αυστροουγγαρίας (Ιβάνο-Φρανκίφσκ σήμερα, στην Ουκρανία) από Εβραίους γονείς ενώ στο σπίτι μιλούσε πολωνικά, γίντις, και γερμανικά. Στην Πράγα πήγε για να σπουδάσει Ιατρική. Ως γιατρός βρέθηκε στην Ισπανία να πολεμάει κατά των φασιστών του Φράνκο και μετά στην Άπω Ανατολή κατά των Ιαπώνων, συμμάχων του Χίτλερ. Το 1960 θα βρεθεί στην Κούβα για να συνδράμει τον Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε στην προσπάθειά τους να οικοδομήσουν ένα προσιτό σε όλους σύστημα υγείας. Αναμενόμενα, οπότε, οχτώ χρόνια μετά στη Μόσχα αρνήθηκε να υπογράψει την ατιμωτική δήλωση μετάνοιας. «Μπορείτε να με τουφεκίσετε ή να με στείλετε στη Σιβηρία αλλά δεν θα υπογράψω», είχε πει. Οι Σοβιετικοί δεν τον τουφέκισαν και ούτε τον έστειλαν στη Σιβηρία αλλά στην Πράγα. Άφησε την τελευταία του πνοή στα τέλη της δεκαετίας του 1970, υπό την στενή παρακολούθηση της αστυνομίας, όντας έως την τελευταία στιγμή ενεργός υποστηρικτής του επικεφαλής της δημοκρατικής αντιπολίτευσης Βάκλαβ Χάβελ.
Οσον αφορά τον Ντούμπτσεκ αποπειράθηκε να διαχειριστεί την πορεία προς την «κανονικότητα» έως τον Απρίλιο του 1969, όταν την θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος κατέλαβε το ο Γκούσταβ Χούζακ. Αφορμή για την αποπομπή του στάθηκε η αδράνεια της αστυνομίας μετά τους μαζικούς πανηγυρισμούς που σημειώθηκαν για τη νίκη της εθνικής ομάδας χόκεϊ της Τσεχοσλοβακίας εναντίον των Σοβιετικών. Επέστρεψε στην πολιτική σκηνή το 1988. Ως πρόεδρος του Κοινοβουλίου προσπάθησε να σταματήσει τη διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας. Πέντε χρόνια μετά η χώρα που κυβέρνησε δεν υπήρχε πια. Ανήκε πλέον στην Ιστορία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News