Μια από τις μεγαλύτερες υπερβάσεις του ανθρώπου, απέναντι στη φύση του, είναι η προσπάθεια να ανέβει ψηλότερα. Να φτάσει πιο πάνω από όλους τους υπόλοιπους, να πατήσει κορυφή. Αυτό δεν αφορά μόνο στην επαγγελματική καριέρα, η αρχέγονη χαρά προκύπτει για πολλούς όταν τα πόδια τους ακουμπήσουν στο ανώτατο όριο μιας κορυφογραμμής, εκεί όπου μπορούν να είναι πιο κοντά στον ουρανό, με σύνορο τα σύννεφα.
Δεν είναι ένα σπορ ακίνδυνο, η αναρρίχηση μετρά τους δικούς της θανάτους, από όλους εκείνους που δεν κατάφεραν να κατακτήσουν ένα βουνό και αυτό τους πήρε για πάντα μαζί του. Το τελευταίο διάστημα έχουμε δει και στη χώρα μας αντίστοιχες περιπτώσεις, την ίδια στιγμή που πολλοί κάνουν λόγο για ύβρι, αφού «ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα βάλει με τους ορεινούς όγκους» ή «δεν έχει λόγο να βρίσκεται εκεί που μπορεί να φάει το κεφάλι του».
Αλλά αυτή η ανείπωτη πρόκληση, όσο υπάρχει άνθρωπος και όσο τα βουνά θα στέκουν απάτητα, δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ και πάντα θα υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι με σχοινιά και ορειβατικές αξίνες στα χέρια θα πασχίζουν να φτάσουν όσο πιο ψηλά μπορούν. Ναι. Γνωρίζοντας ότι μπορεί και να πεθάνουν…
Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, πέραν των ήδη γνωστών κλισέ, τη μαγεία που ενέχει η άνοδος σε μια κορυφή κάποιου βουνού δυσπρόσιτου. Πολλές σελίδες έχουν γραφεί σε βιβλία για αυτό το θέμα, αλλά τόσα ντοκιμαντέρ και δραματικές ταινίες έχουν γυριστεί (όπως το «Εβερεστ», του Μπαλτάσαρ Κορμακούρ) επιτρέποντάς μας να έρθουμε σε επαφή με αυτά τα τραχιά τοπία – εκ του ασφαλούς.
Τώρα, σύμφωνα με τον Guardian, έρχεται το «Mountain» , μια εξερεύνηση υψηλού -στην κυριολεξία- επιπέδου της γοητείας που διαφεντεύει τα βουνά του καταγεγραμμένου κόσμου, σε περιπέτειες από το Νεπάλ και τη Νέα Ζηλανδία, μέχρι την Αυστρία και την Ανταρκτική. Βέβαια, είναι η φυσική ομορφιά των βουνών που διερευνάται εδώ – όχι οι πραγματικές τοποθεσίες τους. Οι αναρριχητές που εμφανίζονται σε αυτή την ταινία-ντοκιμαντέρ δεν αναγνωρίζονται, δεν ξέρουμε ποιοι είναι. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία, μπροστά στον θαυμασμό που, είπαμε, γεννά η προσπάθεια του ανθρώπινου είδους να φτάσει ψηλότερα, κοντράροντας την ίδια τη φύση (του).
Το «Mountain» βγαίνει με την υπογραφή της αυστραλής κινηματογραφίστριας Τζένιφερ Πίντομ. Το 2014, δεν ήταν καλά καλά επτά το πρωί, όταν εκείνη ξύπνησε από τον θόρυβο μιας χιονοστιβάδας. Η σκηνή της βρισκόταν στην κατασκήνωση βάσης του Εβερεστ και με το συνεργείο της κινηματογραφούσε τις ζωές και τις συνθήκες εργασίας των Σέρπα, των ορειβατών από το Νεπάλ, που επί δεκαετίες συνοδεύουν τους τουρίστες στο βουνό. Η γυναίκα νόμιζε ότι επρόκειτο για κάποιο δυστύχημα και μόνον αργότερα έμαθε ότι είχαν σκοτωθεί 16 Σέρπα στη μεγαλύτερη τραγωδία του είδους στην ιστορία κατάκτησης του Εβερεστ. Αμέσως άρπαξε τη μηχανή της και άρχισε να κινηματογραφεί τα τεκταινόμενα. Εχει κερδίσει το Βραβείο της Αυστραλιανής Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης για το Καλύτερο ντοκιμαντέρ κάτω της μίας ώρας, ενώ έλαβε υποψηφιότητα για το Κινηματογραφικό Βραβείο BAFTA Καλύτερου ντοκιμαντέρ. Βασικά, όλα αυτά δεν της λένε τίποτα, μπροστά στην αγάπη της για τα βουνά.
Δίπλα της, για τα γυρίσματα του «Mountain» είχε τον Ρενάν Οζτούρκ, έναν διάσημο αλπινιστή, καλλιτέχνη, παραγωγό ταινιών κι έναν από τους κορυφαίους adventurers. Και όλα αυτά, χωρίς να είναι απαραίτητη η συγκεκριμένη σειρά των δεξιοτήτων του. Για να γυριστούν τα μοναδικά πλάνα αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, όπως απώλεια εφοδίων, χιονοθύελλες που έστρωσαν χιόνι πάχους τριών μέτρων και θερμοκρασίες υπό του μηδενός, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλό τους ότι μια κατολίσθηση θα μπορούσε να αποτελέσει τον τάφο τους.
Παρά τις υπαρκτές, καθημερινές και συνεχείς δυσκολίες, σε μια μάχη με τις ίδιες τις δυνάμεις τους, οι άνθρωποι αυτοί κατάφεραν να αποτυπώσουν στο «Mountain» σκηνές που πραγματικά κόβουν την ανάσα με τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που προκύπτουν, αλλά και με τα καρέ που ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουν καταγραφεί σε ένα ντοκιμαντέρ ή σε μια ταινία. Εάν έχετε υψοφοβία καλύτερα να πάτε σε κάποια αίθουσα που θα προβάλλει κωμωδία, ενώ ακόμα και οι πιο ψύχραιμοι θα νιώσουν τον κρύο ιδρώτα του δέους να κυλά στο σώμα τους, νιώθοντας το απόλυτο κενό κάτω από τα πόδια τους.
Σε αυτό βοηθά η επιβλητική και, ταυτόχρονα, υποβλητική μουσική που προέρχεται από την Αυστραλιανή Ορχήστρα Δωματίου, η οποία «ντύνει» το φως που πέφτει επάνω στα βουνά και «χαϊδεύει» το χιόνι ή το πράσινο επάνω στους ορεινούς όγκους. Ταυτόχρονα, η αφήγηση του Γουίλεμ Νταφόε αποτυπώνει με εύγλωττο τρόπο τη γοητεία του σκαρφαλώματος σε σημεία που δεν έχει φτάσει άνθρωπος και όλο αυτό μοιάζει με την ομιλία ενός θεού από την αίθουσα του θρόνου του.
«Η ιδέα της κατάκτησης πάντα υπήρχε, αυτά τα άγρια τοπία των βουνών δεν θα σταματήσουν ποτέ να δημιουργούν έλξη προς τον άνθρωπο», σημειώνει ο Γουίλεμ. Οπου σε αυτά που λέει ο ηθοποιός στην ταινία δεν υπάρχει καμία αναφορά στην κλιματική αλλαγή που έχει πληγώσει και τα βουνά, ούτε ότι ο μαζικός τουρισμός των ανθρώπων αφήνει σκουπίδια σε οροσειρές.
Σε αυτή την αφήγηση, οι πέτρες που φτάνουν σε απίστευτα ύψη περιγράφονται ρομαντικά, με τον πολιτισμό των αιώνων που γεννούν οι ρωγμές στα βράχια, δοξάζοντας το μυστήριο της ύπαρξης κάποιων «τρελών» που θέλουν να φτάσουν στις κορυφές τους.
Οπως είχε πει ο Εντμουντ Χίλαρι (1919-2008), ο κατακτητής του Εβερεστ, «δεν νικήσαμε το βουνό αλλά τους εαυτούς μας». Τη μεγαλύτερη κορυφή, δηλαδή…
Το «Mountain» έκανε πρεμιέρα στη Βρετανία στις 15/12/2017.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News