Xτυπά το κουδούνι. Ανοίγω την πόρτα και σαν να ζωντάνεψε μπροστά μου ένα παιδικό κουκλοθέατρο. Δύο μικροσκοπικά ποδαράκια περάσαν το κατώφλι του σπιτιού μου. Ενα ζευγάρι καταγάλανα ολοστρόγγυλα μάτια, σαν κουμπιά, με κοίταξαν από χαμηλά. Η μικρή «κούκλα» κρατούσε παραμάσχαλα ένα λούτρινο αρκουδάκι. Κάτι σαν πρωταγωνιστές παραμυθιού…
Ενα πονηρό χαμόγελο, ένα ντροπαλό «γεια», μέσα από τα λειψά δοντάκια της… Μπήκε σιγά σιγά μέσα στο σαλόνι με το εξεταστικό της βλέμμα, παρατηρώντας τα πάντα γύρω της. Κάθισε στον αφράτο μεγάλο καναπέ δίπλα από το πιάνο. Η μικρή πριγκίπισσα βρισκόταν πλέον στο θρόνο της. Ακολούθησαν οι γονείς. Ο χαμογελαστός πατέρας και η ακόμα πιο χαρούμενη μητέρα. Ο πατέρας ένας ικανός ελεύθερος επαγγελματίας και η μητέρα μια από τις πιο διάσημες πιανίστριες στην Αυστρία, στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη. Και οι δύο απλοί, απέριττοι.
Ακολούθησε καφές στο ήσυχο μπαλκόνι συνοδευόμενος με νέα. Νέα από την καθημερινότητα, από το χώρο του εξωτερικού, της μουσικής. Μια ευχάριστη συζήτηση, ένας χαρούμενος τόνος στην μονότονη καθημερινότητά μας. Η μικρή στη βασιλική γωνιά της. Την κοίταξα από μακριά, σε μια απόπειρα να παρατηρήσω τις κινήσεις της. Χαμογελούσε. Ήταν αφοσιωμένη πλέον στο παιχνίδι της με τα μικρότερα παιδάκια. Αφοσιωμένη για να παραμείνει στον μαγικό παιδικό της κόσμο.
Η εκτενής κουβέντα τελείωσε, το γλυκό είχε πλέον μοιραστεί. Οι επισκέπτες μας ήταν έτοιμοι να φύγουν. Άνοιξε η πόρτα και λίγο πριν αποχωρήσουν μπήκα μπροστά.
«Μα δεν μας παίξατε κάτι… αφού μας το υποσχεθήκατε. Δεν θέλω τίποτα τρομερό, ένα μικρό κομμάτι, μία νότα. Απλώς να σας ακούσω ζωντανά, σας παρακαλώ». Μίλησα, βάζοντας όλη μου την ευγένεια, επιδιώκοντας να πείσω, αποσκοπώντας να εξασφαλίσω μία στιγμή μελωδικότητας μέσα στο σπίτι.
«Εντάξει, εντάξει, αλλά δεν έχω ετοιμάσει κάτι για να παίξω… Αα… για μισό, νομίζω βρήκα κάτι». Και έσκυψε στο αυτί μου και μου είπε χαμηλόφωνα: «Αυτό είναι το αγαπημένο της μικρής, μου ψιθύρισε και χαμογέλασα πονηρά ρίχνοντας ένα βλέμμα στην ανυποψίαστη “κούκλα”».
Η μητέρα κάθισε με απλότητα στην καρεκλίτσα του παλιού ξύλινου πιάνου. Σήκωσε τους ώμους και άγγιξε με τις άκρες των δακτύλων της τα πλήκτρα. Αμέσως σαν να ακούμπησε την καρδιά του πιάνου, χαϊδεύοντάς το, το ζωντάνεψε, του έδωσε πνοή και φωνή. Οι πρώτες νότες σαγηνευτικές, όλο το κομμάτι μια ιστορία για να διηγηθείς. Εγώ είχα μείνει βουβός. Ενεός κοιτούσα μαγεμένος τα χέρια της να ταξιδεύουν κατά μήκος όλου του πιάνου. Ένιωθα τις νότες να περιπλανώνται στο σαλόνι, όλες τις συγχορδίες να κυματίζουν ανάμεσά μας. Μέσα από τις χορδές του αναδυόταν μια μελωδία πρωτάκουστη, σαν να δραπέτευσε από κάποιον παραμυθένιο κόσμο. Το τραγούδι απλό, παιδικό, μα η μουσική του συγκλονιστική, η ουσία, η ερμηνεία του μοναδική.
Γύρω μου υπήρχε σιγή από παιδικές φωνούλες. Ενστικτωδώς γύρισα το βλέμμα μου για να δω την αντίδραση της μικρής ηρωίδας. Την περίμενα να έχει φύγει παρασυρόμενη από την παιδική παρέα. Κι όμως βρισκόταν πίσω μου, καθισμένη στην μικρή πολυθρόνα. Την κοίταξα με ένα χαμόγελο, μα ακαριαία μου έφυγε η διάθεση για πείραγμα. Εστίασα στο λεπτοκαμωμένο πρόσωπο της. Η προσοχή μου καρφώθηκε στα δύο της ματάκια. Ήταν θολά, γυαλιστερά. Ήταν βουρκωμένα….
Το αθόρυβο διάφανο δάκρυ στο κόκκινο μάγουλό της ήταν σαν ένα μικρό παρεστιγμένο. Κοιτούσε με προσοχή τα δάκτυλα της μητέρας της, καθώς ταυτόχρονα έσφιγγε στην αγκαλιά της περισσότερο τον μικρό της αρκούδο, σαν να προσπαθούσε να του πει. «Πρόσεχε τώρα, η μαμά ζωντανεύει το πιάνο! Άκου τη μουσική, νιώσε την μελωδία». Η μικρή έκλεισε τα βλέφαρά της σαν να ήθελε να φανταστεί το παραμύθι που άκουγε. Σε μια στιγμή σκούπισε πάνω στο λούτρινο παιχνιδάκι της τα δάκρυα της και συνέχισε το μουσικό όνειρο.
Εγώ, στο ενδιάμεσο δυο γεγονότων, δύο αισθημάτων. Από την μια ο θαυμασμός από την άλλη η έκπληξη. Η μητέρα έβαζε πάθος ακουμπώντας τα πλήκτρα και η κόρη έβγαζε συναίσθημα. Μια αμοιβαία σχέση μια αρμονική – μελωδική επικοινωνία. Άραγε τι ένιωθε αυτό το μικρό κοριτσάκι, πώς ερμήνευε τις νότες χωρίς να ξέρει τι είναι πεντάγραμμο, μισό, ολόκληρο και ύφεση; Ίσως έπλαθε την μελωδία μέσα στο δικό της φανταστικό πεντάγραμμο. Τοποθετούσε τα παρεστιγμένα και τις διέσεις σε μια δική της ερμηνεία.
Το μόνο που ξέρω είναι, ότι έμαθα τι είναι συναίσθημα και μουσική. Κατάλαβα ότι όλη η γνώση και οι θεωρίες των μεγαλύτερων μουσικών μπορεί να χωρέσουν και στο πιο μικροκαμωμένο παιδάκι. Όλο το συναίσθημα μπορεί να συμπυκνωθεί σε ένα μελωδικό δάκρυ και όλη η μουσική σε μία νότα, μία στιγμή, σε μια ιστορία μιας μικρής συγκινημένης κούκλας…
* O Δημήτρης Κασιάρας είναι πρωτοετής φοιτητής Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News