Ο επίλογος ήταν πολύ φτωχός για μία τέτοια καριέρα, για έναν τέτοιο παίκτη. Γράφτηκε τα ξημερώματα της Δευτέρας (για την Ελλάδα) στην ποδοσφαιρική εξορία της Νέας Υόρκης, όπου ο Αντρέα Πίρλο αγωνιζόταν τα δυόμισι τελευταία χρόνια. Στα 38 του μπήκε ως αλλαγή -στις καθυστερήσεις- στο ακροτελεύτιο παιχνίδι του με τη φανέλα της Νιού Γιόρκ Σίτι και σε λίγα λεπτά αποχαιρέτησε τα γήπεδα στα οποία δοξάστηκε, από τα 16 του, όσο λίγοι συνάδελφοί του. Εκείνος το επέλεξε, να αποχωρήσει τόσο αθόρυβα. Αλλωστε, στα 22 χρόνια που μεσουράνησε στο διεθνές ποδόσφαιρο, ο κατά πολλούς σπουδαιότερος χαφ που ανέδειξε η Ιταλία ήταν ένας απίστευτα cool τύπος. Ακόμη κι όταν ο Κόσμος γκρεμιζόταν γύρω του.
Δεν ήταν από τους παίκτες που περιμένεις να λατρέψει η εξέδρα. Ηταν κοντούλης. Δεν ήταν δυνατός, ούτε ιδιαιτέρως γρήγορος. Σιχαινόταν το «σταριλίκι» – δεν είχε, καν, λογαριασμούς στο Facebook ή το Twitter. Απέφευγε τις συνεντεύξεις, τις κοσμικές εμφανίσεις, περιφρονούσε το lifestyle, τη μόδα του τατουάζ – τα ονόματα του γιου και της κόρης του είναι τα μόνα τατού στο κορμί του. Γκολ δεν έβαζε πολλά. Αλλά, αγαπήθηκε πολύ από το παγκόσμιο ποδοσφαιρικό κοινό επειδή έκανε το παιχνίδι να φαίνεται τόσο απλό, τόσο όμορφο. Με μια του μπαλιά, η ομάδα του -η Ρετζίνα, η Μπρέσια, η Ιντερ, η Μίλαν, η Γιουβέντους και η εθνική Ιταλίας- έλυνε τον γρίφο του γκολ.
Το YouTube είναι γεμάτο από τέτοιες χαρακτηριστικές στιγμές της ποδοσφαιρικής του ευφυίας. Από τις περίφημες εκτελέσεις του στα φάουλ και στα πέναλτι, τις μακρινές πάσες ακριβείας, τις ασίστ που παρέλυαν τις αντίπαλες άμυνες, τις ψύχραιμες επιλογές του σε αγώνες αφόρητης πίεσης. Ο «μαέστρος» ξεπέρασε τα όρια της ποδοσφαιρικής αναγνώρισης. Κατάφερε να ταυτίσει το όνομά του με τη θέση στην οποία μεγαλούργησε. Πολλές ομάδες σε όλο τον Κόσμο προσπάθησαν να βρουν έναν ποδοσφαιρικό σωσία του, κάποιον που θα δημιουργεί φάσεις, παίζοντας μπροστά από τους κεντρικούς αμυντικούς και στέλνοντας την μπάλα… συστημένη στους επιθετικούς. Πίρλο, όμως, ήταν μόνον ένας.
Στα πρώτα του βήματα, στις ακαδημίες της Μπρέσια, αγωνιζόταν ως «δεκάρι». Το ίδιο και στην πρώτη ομάδα του συλλόγου, με την οποία πρωτόπαιξε το 1995, σε ηλικία μόλις 16 ετών. Ηταν τόσο καλός, που προκάλεσε το ενδιαφέρον του τότε προπονητή της Ιντερ, Μιρτσέα Λουτσέσκου (πατέρα του σημερινού τεχνικού του ΠΑΟΚ), ο οποίος τον πήρε στο Μιλάνο. Αλλά, απ’ όλες τις ομάδες του Κόσμου, μόνον η Ιντερ δεν κατάλαβε την αξία του. Και τον έστελνε δανεικό «εδώ κι εκεί»: στη Ρετζίνα και την Μπρέσια.
Στην Μπρέσια συνάντησε την καλή νεράιδα της καριέρας του, τον προπονητή Κάρλο Ματζόνε. Καθώς η θέση του επιτελικού μέσου ήταν καπαρωμένη, ο Ματζόνε τον καθιέρωσε ως αμυντικό χαφ – πλέι μέικερ, διαπιστώνοντας την εκπληκτική του ικανότητα στη μακρινή μπαλιά. Αυτό ήταν! Στον νέο του ρόλο ο μικρός άρχισε να διαπρέπει, μπαίνοντας στο μάτι της Μίλαν. Το 2001 η Ιντερ έκανε «χαρακίρι», παραχωρώντας τον παίκτη στη μεγάλη της αντίπαλο για μερικά εκατομμύρια ευρώ.
Στο Μιλανέλο, ο Πίρλο βρήκε τον δεύτερο μέντορα της καριέρας του, τον Κάρλο Αντσελότι, που του έδειξε τυφλή εμπιστοσύνη, παρά τον υπερπληθυσμό των «σούπερ σταρ» που υπήρχαν τότε στην ομάδα του Μπερλουσκόνι. Στο «Σαν Σίρο» έμεινε δέκα χρόνια, κατέκτησε δύο Champions League, δύο Πρωταθλήματα Ιταλίας και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο συλλόγων, κι αγαπήθηκε παράφορα από τους «Ροσονέρι». Το παράδοξο είναι, ότι οι οπαδοί της Μίλαν εξακολούθησαν να τον λατρεύουν και μετά το 2011, όταν ζήτησε να φύγει με προορισμό τη Γιουβέντους.
Μία τέτοια απόφαση ήθελε μεγάλα «καρύδια» επειδή, εκείνη την εποχή, η Γιουβέντους παρέπαιε. Ο Πίρλο κόντευε τα 32, όμως δεν δίστασε να απεμπολήσει το ασφαλές περιβάλλον της υπερομάδας του «Καβαλιέρε» και να συνδέσει το μέλλον του με έναν σύλλογο που προσπαθούσε να συνέλθει από την περιπέτεια του υποβιβασμού του – και μετρούσε πέντε χρόνια χωρίς τίτλο. Τώρα, εκ των υστέρων, όλοι αντιλαμβάνονται γιατί το τόλμησε: ήθελε να ξεχωρίσει (και) για τις ηγετικές του ικανότητες. Να δοκιμάσει την υπέρτατη πρόκληση: να οδηγήσει ξανά στην κορυφή μία ομάδα που είχε χάσει τον δρόμο της.
Μόνον ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν, ο εμβληματικός τερματοφύλακας της Γιούβε και της εθνικής Ιταλίας, είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή τη σημασία αυτής της μετακίνησης που δεν ήταν, καν, μετεγγραφή. «Οταν έμαθα ότι τον αποκτήσαμε, ως ελεύθερο παίκτη, σκέφτηκα πως υπάρχει Θεός. Στο δικό μου μυαλό, επρόκειτο για τη μετεγγραφή του αιώνα», εξομολογήθηκε έπειτα από πολύ καιρό. Το ποδοσφαιρικό ένστικτο του Μπουφόν δεν λάθεψε. Ο Πίρλο οδήγησε τη «Γηραιά Κυρία» σε τέσσερα Πρωταθλήματα (σε ισάριθμες σεζόν) και σε έναν (χαμένο) τελικό Champions League, το 2015. Εκείνη ήταν και η τελευταία του παράσταση στην κεντρική ποδοσφαιρική σκηνή. Αμέσως μετά αναχώρησε για τη Νέα Υόρκη, αναζητώντας μία πιο ήρεμη ζωή μέχρι να συνταξιοδοτηθεί.
Κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, ποια ακριβώς ήταν η στιγμή που ο Πίρλο πέρασε από τη διάσταση του εγχώριου πρωταγωνιστή σε εκείνη του διεθνούς σταρ των γηπέδων. Ηταν η κατάκτηση του Μουντιάλ από την Ιταλία (2006); Ηταν το πέναλτι «α λα Πανένκα» που εκτέλεσε στο Euro του 2012; Ηταν η αυτοβιογραφία του, που μεταφράστηκε στα αγγλικά κι έγινε μπεστ-σέλερ, διανθισμένη με βρωμόλογα απ’ αυτά που ενθουσιάζουν το βρετανικό κοινό; Τέλος πάντων, τις καλύτερες παραστάσεις του μας τις χάρισε με τη φανέλα της «Σκουάντρα Ατζούρα»: 116 εμφανίσεις (13 γκολ) γεμάτες εκπληκτικές εμπνεύσεις από έναν ποδοσφαιριστή που έπαιζε περισσότερο με το μυαλό και λιγότερο με τα πόδια. Με έναν παγκόσμιο τίτλο κι έναν ευρωπαϊκό τελικό.
Το μεγαλύτερο κομπλιμάν του το ‘χει κάνει ο Τζενάρο Γκατούζο, συμπαίκτης του στη Μίλαν και στην εθνική ομάδα της Ιταλίας για πάνω από μία δεκαετία: «Οταν παρακολουθώ τον Πίρλο να παίζει, να έχει την μπάλα στα πόδια του, πολλές φορές αναρωτιέμαι εάν θα έπρεπε να θεωρούμαι κι εγώ ποδοσφαιριστής».
Εξι μήνες μετά το «αντίο» του Φραντσέσκο Τότι ήρθε η σειρά του Πίρλο να ρίξει την αυλαία της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Δεν θα τον ξανασυναντήσουμε στα γήπεδα, παρά μόνον ως θεατή. Το έχει ξεκαθαρίσει, άλλωστε, από καιρό: «Οταν σταματήσω το ποδόσφαιρο, δεν δίνω ούτε μία πιθανότητα να γίνω προπονητής. Θα ζήσω μία πολύ ήσυχη ιδιωτική ζωή». Αυτό ήθελε πάντα. Να απολαμβάνει το κρασί του, να περνάει ατέλειωτες ώρες με τα παιδιά του μπροστά στο Playstation, και να κάνει τις «πλάκες» του. Από τα πειράγματά του δεν ξέφευγε ούτε ο Αντριάνο Γκαλιάνι, ο πανίσχυρος αντιπρόεδρος της Μίλαν του Μπερλουσκόνι.
Αλλά ο Χρόνος δεν αστειεύεται. Ο Πίρλο χωρίζει από την αγαπημένη του μπάλα, επειδή οι πόνοι στο κορμί του είναι καθημερινοί, πια. Δεν τον αφήνουν να ευχαριστηθεί το παιχνίδι. Το μόνο που δεν θα του λείψει, είναι το «ζέσταμα» πριν από τους αγώνες. «Το μισώ με κάθε κύτταρο της ύπαρξής μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία του. «Για την ακρίβεια, με αηδιάζει. Δεν είναι παρά ο αυνανισμός των γυμναστών, ο τρόπος τους να διασκεδάζουν σε βάρος των ποδοσφαιριστών».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News