Στην ανάγκη ο νέος φορέας της Κεντροαριστεράς να προχωρήσει σε προγραμματικό συνέδριο μετά την εκλογή αρχηγού αναφέρεται ο Νίκος Ανδρουλάκης και προσθέτει ότι θέτει υποψηφιότητα επιθυμώντας να διευρύνει τα όρια της παράταξης με ανανέωση και αλλαγή νοοτροπίας.
Με δύο συνεντεύξεις του που δημοσιεύτηκαν την Κυριακή, στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα, ο κ. Ανδρουλάκης επισημαίνει ότι ο νέος φορέας δεν πρέπει να είναι δεκανίκι κανενός, ούτε απλό συμπλήρωμα κυβερνητικών σχημάτων.
Ακόμη, δεν αποκλείει τη συμμετοχή σε κυβέρνηση με προϋπόθεση την ύπαρξη προγραμματικής συμφωνίας μεταξύ των κομμάτων που θα συμμετέχουν για να μην περιοριστεί σε μια «απλή μοιρασιά θέσεων εξουσίας». «Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να απορρίπτουμε κάθετα το ενδεχόμενο συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά αυτή η επιλογή δεν μπορεί να τίθεται διαζευκτικά σήμερα, δυο χρόνια πριν από τις εκλογές», επισημαίνει.
Oπως επισημαίνει, «μετά από χρόνια εσωστρέφειας, ο προοδευτικός χώρος έχει ανάγκη από ένα δημιουργικό σοκ, από αλλαγή γενιάς που θα φέρει μπροστά νέους ανθρώπους, απαλλαγμένους από βαρίδια.
» Η επιλογή μου να θέσω υποψηφιότητα για την ηγεσία του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς υπαγορεύεται από την επιθυμία μου να διερευνώ τα όρια της παράταξης μέσω μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής πρότασης. Ευελπιστώ να συνεισφέρω στη συγκρότηση μιας παράταξης που θα συνιστά βαθιά τομή στη συνέχεια του προοδευτικού χώρου. Οι πολίτες που θα συμμετέχουν στην εκλογή ηγεσίας θα μας αξιολογήσουν όλους, επιλέγοντας εκείνον που εκφράζει νέες ιδέες, που προσδίδει δυναμική στην παράταξη και που δημιουργεί νέες προοπτικές».
Σχετικά με το μέλλον της παράταξης και των κομμάτων που θα την αποτελούν, υπενθυμίζει το παράδειγμα της ιταλικής Ελιάς που εξελίχτηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα (PD). «Εκτιμώ ότι εκ των πραγμάτων οι εξελίξεις θα οδηγήσουν προς αυτή την κατεύθυνση και στην περίπτωση του νέου φορέα. Πρέπει επίσης να προχωρήσουμε στο ιδρυτικό συνέδριο του νέου φορέα το γρηγορότερο δυνατόν. Η σύνθεση του πρέπει να προκύψει από καθολική ψηφοφορία όλων των ανθρώπων που θα ψηφίσουν στις 12 και 19 Νοεμβρίου ως συνιδρυτές του νέου φορέα. Το συνέδριο δεν πρέπει να είναι ένα συνέδριο ποσοστώσεων και πολυκομματικών συσχετισμών, αλλά πραγματικά ανοιχτό και δημοκρατικό, το οποίο θα καθορίσει τα επόμενα βήματα».
Για τους συνυποψήφιους του υπογραμμίζει ότι έχει διαφορές σε πολιτικό και όχι προσωπικό επίπεδο «για αυτό και πιστεύω ότι την επόμενη μέρα θα προχωρήσουμε όλοι μαζί, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εκλογών.
» Το ζητούμενο όμως σήμερα είναι η αλλαγή των πρακτικών και των λογικών που μας έφεραν στην τωρινή κατάσταση. Αυτός ο στόχος εξυπηρετείται καλύτερα μέσω της αλλαγής γενιάς και παραδείγματος. Αλλαγή γενιάς σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας και ότι τελειώνουμε με τη δημαγωγία και το πελατειακό κράτος.
Για την ανανέωση, που θεωρεί αναγκαία, επισημαίνει ότι «η ανανέωση προσώπων, ιδεών και κομμάτων συνιστά αναγεννητική διαδικασία. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος της αποτελμάτωσης και της στασιμότητας. Επιθυμία μου είναι η οικοδόμηση μιας μεγάλης προοδευτικής παράταξης στην οποία θα υπάρχει χώρος για όλους: Από τη γενιά των γονιών μας μέχρι και τη γενιά των παιδιών μας».
«Διαδικασίες ΑΣΕΠ για όλες τις υπεύθυνες θέσεις»
Σχετικά με τη διαχείριση της κρίσης επισημαίνει ότι «όλοι συμφωνούν ότι η οικονομική προσαρμογή, παρά το κοινωνικό της κόστος, έχει σχεδόν πραγματοποιηθεί. Αυτό που είναι εξαιρετικά δύσκολο είναι να δημιουργήσουμε θεσμούς που θα εξασφαλίζουν την αξιοκρατία, τη διαφάνεια και τις ίσες ευκαιρίες για όλους. Να σταματήσει επιτέλους το φαινόμενο της επέλασης των κομματικών στρατών στο Δημόσιο με κάθε αλλαγή κυβέρνησης.
» Για αυτό προτείνω να εφαρμόσουμε διαδικασίες ΑΣΕΠ για την επιλογή όλων των θέσεων ευθύνης στο δημόσιο τομέα, και μάλιστα με συγκεκριμένη θητεία ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχεια του κράτους μετά από κάθε εκλογική διαδικασία. Ταυτόχρονα, πρέπει να υπάρξει μια νέα σχέση μεταξύ του κράτους και των επιχειρήσεων που θα βασίζεται σε ξεκάθαρους κανόνες. Δεν είναι δυνατόν το κράτος να περιορίζει το δικαίωμα άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά πρέπει και οι επιχειρήσεις να σέβονται τους νόμους. Δεν είναι δυνατόν κάποιοι να έχουν τα κέρδη στο εξωτερικό και τις ζημιές στην Ελλάδα».
Θέτει ακόμη σαν βασικό στόχο την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, «γιατί αν δεν το αντιμετωπίσουμε τίποτα άλλο δεν θα έχει σημασία».
«Να μην ξανακυβερνήσουμε με κόμματα των άκρων»
Σε σχετικά με την κυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο, τονίζει ότι «θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει χωρίς τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ μια και δεν υπήρχε θέμα κυβερνητικής πλειοψηφίας.
» Σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, λάθος ήταν η συμφωνία του 4-2-1 που δημιούργησε κάκιστες εντυπώσεις, εντός και εκτός του κόμματος, και λειτούργησε αποπροσανατολιστικά εκείνη την εποχή. Είχα εκφράσει τις επιφυλάξεις μου ήδη από τότε και με δικό μου ψήφισμα στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το 2013 καθιερώθηκε το ασυμβίβαστο μεταξύ κράτους και κόμματος ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα διορισμένο έμμισθο στέλεχος, σε θέση προέδρου ή διευθύνοντος συμβούλου ή διοικητή κρατικού οργανισμού, να θέσει υποψηφιότητα στην Κ.Ε.
» Αυτές οι θέσεις μου δεν είναι σημερινές, τις έχω θέσει και στα τελευταία τρία συνέδρια του ΠΑΣΟΚ. Δεν τα αναφέρω σήμερα για να ξύσουμε παλιές πληγές αλλά για αντλήσουμε ασφαλή συμπεράσματα για το μέλλον: Ότι δεν πρέπει να ξανακυβερνήσουμε με κόμματα των άκρων και ότι κάθε κυβερνητική συνεργασία πρέπει να βασίζεται σε ξεκάθαρη προγραμματική συμφωνία χωρίς πελατειακούς όρους διανομής εξουσίας».
«Ο νέος φορέας να μην είναι δεκανίκι»
Από την άλλη πλευρά, για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση σημειώνει ότι «η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες, γιατί η πολιτική ήττα έχει ήδη συντελεσθεί μετά τις παλινωδίες της διαπραγμάτευσης, θα προέλθει από την ψήφο των πολιτών και όχι από σενάρια μετεκλογικών συνεργασιών μεταξύ των κομμάτων.
» Ο νέος φορέας δεν πρέπει να είναι δεκανίκι κανενός. Οφείλουμε να διεκδικήσουμε τη θετική ψήφο προτίμησης των πολιτών και όχι να πολιτευόμαστε ως απλό συμπλήρωμα κυβερνητικών σχημάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να απορρίπτουμε κάθετα το ενδεχόμενο συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά αυτή η επιλογή δεν μπορεί να τίθεται διαζευκτικά σήμερα, δυο χρόνια πριν από τις εκλογές. Σε ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα τα κόμματα επιλέγουν εάν θα συμμετάσχουν στην επόμενη κυβέρνηση στο μέσον της τρέχουσας κοινοβουλευτικής θητείας; Στις άλλες χώρες η συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας είναι μια σύνθετη διαδικασία που συχνά διαρκεί και αρκετούς μήνες μέχρι να οριστικοποιηθεί το προγραμματικό πλαίσιο λειτουργίας και οι υπόλοιπες λεπτομέρειες.
» Το ερώτημα, λοιπόν, δεν έχει πολιτική ουσία σήμερα. Ακόμα περισσότερο όμως αποτελεί περιφρόνηση της επιλογής που θα κληθούν να κάνουν οι ψηφοφόροι το 2019. ‘Αρα, η συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας είναι θεμιτή επιλογή εφόσον υπαγορεύεται από τον συσχετισμό των κοινοβουλευτικών δυναμένων όπως προκύπτει από την εκφρασμένη βούληση των ψηφοφόρων και σε αυτή συμμετέχουν δημοκρατικά κόμματα του συνταγματικού τόξου. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, πρέπει να έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη προγραμματικής συμφωνίας μεταξύ των κομμάτων που συμμετέχουν για να μην περιοριστεί σε μια απλή μοιρασιά θέσεων εξουσίας. Εάν δεν καταφέρουμε να εκπληρώσουμε αυτούς τους όρους τότε είναι πολύ προτιμότερο να περιοριστούμε στον ρόλο της λογικής αντιπολίτευσης».
Σχετικά με τις πρωτοβουλίες αναζωογόνησης του ευρωπαϊκού οράματος, ο Νίκος Ανδρουλάκης σημειώνει ότι «είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται στην πολιτική ενοποίηση. Οι προτάσεις του προέδρου Μακρόν όπως και οι αντίστοιχες του προέδρου Γιούνκερ κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Και οι δυο εκφράζουν την αγωνία τους για το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται χωρίς σημαντικές αλλαγές που θα της δώσουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στα πραγματικά προβλήματα των Ευρωπαίων πολιτών τού σήμερα.
» Οι ηγέτες των κρατών-μελών πρέπει να καταλάβουν ότι στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον καμία χώρα δεν μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά από μόνη της, ούτε καν η Γερμανία. Θέλω να ελπίζω ότι τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα δεν θα μας αποπροσανατολίσουν από την μεγάλη εικόνα».
Σε ερώτημα, τέλος, για το αν θα παραιτηθεί από την θέση του στην Ευρωβουλή σε περίπτωση εκλογής του στην ηγεσία του φορέα, εξηγεί ότι «στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουμε πολλούς ευρωβουλευτές που ηγούνται κομμάτων στη χώρα τους. Σε κάθε περίπτωση, η θέση του ευρωβουλευτή είναι κοινοβουλευτική, δεν πρόκειται για δημόσιο αξίωμα με καθήκοντα ουδετερότητας. Θα πράξω, λοιπόν όπως και οι υπόλοιποι που κατέχουν ανάλογες θέσεις σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News