Μία από τις ενημερωτικές πινακίδες, στο Μουσείο Magritte, στις Βρυξέλλες, σου αποκαλύπτει τη σχέση του βέλγου ζωγράφου με τον Αλέξανδρο Ιόλα: «Τhe majority of painted works are destined for Belgian clients but Alexandre Iolas continues to promote Magritte by means of exhibitions in Europe and America».
Είναι φανερό ότι, από το 1964, ο έλληνας συλλέκτης προωθεί τον Ρενέ Μαγκρίτ κυρίως στην Αμερική και γίνεται ο βασικός «αυτουργός» για τη διάδοση του έργου του.
Σου δημιουργεί, οπωσδήποτε, διάφορους συνειρμούς το γεγονός ότι ο Ιόλας είχε τόσο μεγάλη επίδραση στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια τέχνη. Και ταυτόχρονα, σου προκαλεί αγανάκτηση και οργή το πώς αντιμετωπίστηκε από την ελληνική πραγματικότητα, στη δεκαετία του ’80.
Για τους περισσότερους Eλληνες, ο Ιόλας δεν ήταν τίποτε άλλο από ένας φαιδρός ομοφυλόφιλος, που διοργάνωνε όργια και κατουρούσε σε ουρές τραπεζών… Ο πόλεμος που δέχτηκε, ειδικά τα τελευταία χρόνια της ζωής του από τον αυριανισμό, ήταν παρόμοιος με του Χατζηδάκι και πολλών άλλων Ελλήνων που δεν χωρούσαν στην ιδεολογία της πρωτόγονης και χυδαίας βαρβαρότητας του Κουρή και ολόκληρης της «πασοκαρίας» της εποχής. Με αποτέλεσμα, η απαξίωση του συλλέκτη, να οδηγήσει στην μετά θάνατον, λεηλασία της βίλας του στην Αγία Παρασκευή και στο πλιάτσικο σπουδαίων έργων τέχνης, μεταξύ των οποίων και κάποιων «Magritte».
Το ζήτημα βέβαια εδώ, δεν είναι μόνο ο Μαγκρίτ και ο Ιόλας αλλά το διαβρωτικό ρεύμα του αυριανισμού στον πολιτισμό και στην πολιτική της Μεταπολίτευσης. Είναι πραγματικά, ένα ιστορικό φαινόμενο που θα έπρεπε να μελετηθεί διεξοδικά στο μέλλον, δεδομένου πως τις συνέπειές του τις βλέπουμε και σήμερα.
Ο αυριανισμός υπήρξε ένα από τα πιο σηπτικά είδη ολοκληρωτισμού, αν σκεφτεί κανείς ότι απλώθηκε ταυτόχρονα με τον πασοκικό λαϊκισμό και δημιούργησε τον «νεοφασίστα» Ελληνα των ποικίλων χρωμάτων και αποχρώσεων.
Αυτόν που δεν μπορεί να συμπορευτεί με καμία αστική κουλτούρα αλλά επιθυμεί υποσυνείδητα την βαρβαρότητα της δήθεν «παράδοσης» ως άλλοθι για την παραβατικότητά του.
Θα ήταν βέβαια, χρήσιμο, να καταγράψουμε, το ρόλο του Μαγκρίτ και του Ιόλα, στον κόσμο της τέχνης και των κοινωνιών που τους κεφαλαιοποιούν πολιτισμικά. Συνυπολογίζοντας και το ενδιαφέρον που προκαλείται σε όλο και περισσότερους συνειδητοποιημένους ανθρώπους, για τον πλούτο της κληρονομιάς τους. Και για να γίνει εύκολα αντιληπτό αυτό, μπορεί κανείς να σκεφτεί τι αισθανόταν ο κάτοικος της Αθήνας, παρατηρώντας, το 1890, τον κατάμαυρο Παρθενώνα και τι αισθάνεται τώρα. Πόσοι άνθρωποι δούλεψαν -σε σχολεία, σε αφηγήσεις και σε αίθουσες τέχνης- για να περάσει στη συνείδηση των Ελλήνων ότι αυτές οι κολώνες εκεί πάνω είναι το σπουδαιότερο μνημείο του κόσμου…
Δεν υπάρχει πραγματικότητα αν δεν υπάρχει συνείδηση. Και δεν υπάρχει συνείδηση αν δεν βρεθεί τρόπος προστασίας από τους βαρβάρους. Ο Ιόλας, ο Μαγκρίτ και κάθε άλλο αποτύπωμα της ανθρώπινης δημιουργίας θα αποτελούν πάντα στόχους της βαρβαρότητας και του πρωτογονισμού. Ο ιός του αυριανισμού, όμως, στη δική μας περίπτωση, συνεχίζει ακόμα και σήμερα, να μεταλλάσσεται σε άλλες μορφές χυδαιότητας. Σε περίπτερα, σε οθόνες, σε δίκτυα, σε πλατείες, σε κόμματα και σε κοινοβούλια.
«Ο άνθρωπος με το καπέλο είναι ο κος Μέσος Ορος», έλεγε ο Μαγκρίτ, «σε όλη την ανωνυμία του (…) Κι εγώ φοράω καπέλο. Δεν έχω καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να ξεχωρίσω από το πλήθος». Με αυτόν τον μέσο όρο έχουμε πρόβλημα στην Ελλάδα. Αν μπορέσουμε κάποτε, να τον αλλάξουμε, κανένας «φασισμός» δεν θα βρει χώρο για να σταθεί δίπλα του και να τον αλώσει…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News