Το τελευταίο τετράμηνο, έχουν σημειωθεί παραπάνω από εκατό καταγεγραμμένα κρούσματα ιλαράς στη χώρα μας. Μιας και οι περισσότεροι από εμάς έχουμε την τάση είτε να δικαιολογούμε είτε να μηδενίζουμε τα πράγματα, πρέπει να ειπωθεί πως τα πολλαπλά κρούσματα την τελευταία περίοδο, εμφανίζονται σε διαφορετικές τοποθεσίες της Ευρώπης και όχι αποκλειστικά στην Ελλάδα. Δεν αποτελεί λοιπόν άλλο ένα «ελληνικό πρόβλημα». Αυτό που ωστόσο, φέρει το πατροπαράδοτο ελληνικό στοιχείο, είναι η δυναμική των κινημάτων που αντιτίθενται στον εμβολιασμό των νέων παιδιών.
Το κίνημα «Δεν εμβολιάζομαι» προστίθεται στη μακροσκελή λίστα των κινημάτων του «Δεν». Εξετάζοντάς το γραμματικά, το αρνητικό μόριο «δεν» τοποθετεί κάποιον κατευθείαν στην πλευρά των αντιρρησιών. Συνείδησης ή όχι, μικρό ρόλο παίζει για τη γραμματική. Δικαιολογημένα ή όχι, πάλι μικρό ρόλο παίζει για μία άψυχη γραμματική ανάγνωση. Στο ίδιο κύμα, περίπου, κινείται κι η ελληνική Πολιτεία. Τυπικά, ως μία σύγχρονη δημοκρατία, παρέχει το δικαίωμα της υποστήριξης και συμμετοχής σε τέτοιου λογής κινήματα σε κάθε πολίτη. Κινήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κινήματα περιβαλλοντισμού, κινήματα του «δεν» -στην προκειμένη περίπτωση- και ούτω καθεξής.
Παρόλα αυτά, όπως είναι λογικό, ένα κίνημα τύπου «Δεν εμβολιάζομαι», τραβά αμέσως την προσοχή μας, καθώς αναφέρεται στο σημαντικότερο ανθρώπινο αγαθό, την υγεία. Μετρώντας εκατοντάδες μέλη στο Facebook, χιλιάδες μέλη στο υπόλοιπο ελληνικό διαδίκτυο και δεκάδες χιλιάδες βωβούς και μη υποστηρικτές σε πόλεις και χωριά, το κίνημα, προτρέπει στην απόρριψη των εμβολίων. Όντας και στην επικαιρότητα, ειδικότερα των εμβολίων για την αποτροπή της ιλαράς. Βέβαια, αν και αδιανόητο σε πρώτη ανάγνωση, γίνεται κατανοητό πως κανένα κράτος και καμία δύναμη σε μία σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν έχει το δικαίωμα να τραβά το αφτί του οποιουδήποτε με σκοπό να σύρει το παιδί του στο πλησιέστερο κέντρο εμβολιασμού.
Ισως πάλι, σε ό,τι αφορά την υγεία, τα δεδομένα να αλλάζουν κάπως. Καθώς όμως πάντα απαιτείται η εξέταση της γνώμης της «άλλης πλευράς», είναι χρήσιμο να σταθεί κανείς στα επιχειρήματα αυτού του κινήματος. Υποστηρίζει χαρακτηριστικά πως:
α. Παρά την ύπαρξη εμβολίων, ο παιδικός καρκίνος και ο αυτισμός έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια
Η εξήγηση περί ουδεμίας σύνδεσης των εμβολίων με τον παιδικό καρκίνο και τον αυτισμό λογικά θα υπερκάλυπτε τις ανησυχίες τους, σε λογική βάση.
β. Βαρέα χημικά όπως ο μόλυβδος και το κάδμιο χρησιμοποιούνται σε παιδικά εμβόλια
Κανένας -επιστημονικά καταρτισμένος- χημικός ή γιατρός δε θα υπέγραφε την παραπάνω δήλωση.
γ. Ολα τα εμβόλια αναστέλλουν-καταστρέφουν την ικανότητα του οργανισμού να συνθέσει τη βιταμίνη D
Το συγκεκριμένο γεγονός θα οδηγούσε σε πλήρη έξαρση των διαταραχών που σχετίζονται με την έλλειψη βιταμίνης D στο σύνολο του εμβολιασμένου πληθυσμού της χώρας μας. Η απάντηση είναι και πάλι απλή, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται.
Παρουσιάζοντας μόνο κάποια από τα επιχειρήματα των μελών του κινήματος, ο οποιοσδήποτε συνειδητοποιεί πολλά. Ο καθένας μέχρι εκεί που φθάνει το ενδιαφέρον του για το θέμα. Προσωπικά, θα τασσόμουν στους αδιάφορους, εάν η ιστορία αυτή περιελάμβανε αποκλειστικά ενήλικους πολίτες, οι οποίοι άλλωστε διαθέτουν το περιθώριο πληροφόρησης και ανάπτυξης της ελεύθερης τους σκέψης. Τη στιγμή ωστόσο που εμπλέκονται παιδιά, η αδιαφορία δίνει τη θέση της σε άλλα (συν)αισθήματα. Βάζοντας τον εαυτό μου στη θέση ενός παιδιού το οποίο μεγαλώνει με γονείς του «δεν», αναρωτιέμαι ως ποιο σημείο θα έφθαναν οι δικές μου προσωπικές άμυνες απέναντι σε γονείς για τους οποίους η υγεία μου, αποτελεί αρένα πρακτικής άσκησης των σαθρών και απαρχαιωμένων απόψεων τους.
Σε μία χώρα όπου πολιτικά κινήματα με επικεφαλής «δισεκατομμυριούχους» -και βάλε- καταζητούμενους, διαθέτουν γραφεία σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, χρηματοδοτούμενα από τα χιλιάδες μέλη τους και ταυτόχρονα, το 26% των πολιτών πιστεύουν στους καθημερινούς αεροψεκασμούς, η ύπαρξη τέτοιων και άλλων παρόμοιων κινημάτων δεν σοκάρει την πλειοψηφία. Όμως, το πρόβλημα είναι υπαρκτό εφόσον το γενικεύσουμε σε όρους άσκησης της πολιτικής. Κάποια στιγμή καλούμαστε να επιλέξουμε, τόσο εμείς που συμμετέχουμε στο δικαίωμα του εκλέγειν, όσο και οι υπόλοιποι, που περνούν επιτυχημένα στην αντίπερα όχθη του εκλέγεσθαι, τι είδους πολιτική θέλουμε. Οι παράμετροι, χιλιάδες, αλλά το βασικό ερώτημα ένα: πολιτική που νοιάζεται, συμμερίζεται και ενίοτε εξυπηρετεί τις απόψεις του καφενείου ή μία πολιτική σοβαρή, απαγκιστρωμένη από την εξάρτηση των ιδεοληψιών και των εμμονών;
Ως άτομα, είμαστε εθισμένοι σε ένα αυτοματοποιημένο σύστημα απόδοσης ευθυνών σε τρίτους. Ουκ ολίγα τα σχόλια κατακεραύνωσης της «ολιγωρίας της πολιτείας και του κράτους στο θέμα της ιλαράς!» από πολίτες, οι οποίοι πλανώνται πως επιτέλεσαν (και σήμερα) το καθήκον τους ως ένορκοι του πολυάσχολου λαϊκού δικαστηρίου της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τις δεκάδες ανακοινώσεις και παρακλήσεις φορέων (κρατικών και μη) για άμεση πρόληψη σε παιδιά με ανεπαρκές επίπεδο εμβολιασμού. Εξίσου κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη βάση σε εκείνους που απέτρεπαν άλλους και κυρίως, τα ίδια τους τα παιδιά, από τον εμβολιασμό, λόγω του ότι “η νέα τάξη πραγμάτων και οι φαρμακοβιομηχανίες δηλητηριάζουν τα παιδιά μας!”
Ασχετα με την κριτική και τη συζήτηση ωστόσο, πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών, στην περίπτωση των παιδιών, οι γονείς έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Αλλωστε, εάν δεν πειστούν οι ίδιοι, όλα τα υπόλοιπα παραμένουν θεωρητικές συζητήσεις δίχως πραγματικό αντίκτυπο. Οπως είπε κι ένας κύριος που καθόταν πίσω μου στο λεωφορείο, «τα παιδιά δε χρειάζονται τα εμβόλια, έχουν την Παναγία να τους φυλάει!». Ευτυχώς για τους ίδιους, το θεμελιώδες δικαίωμα στην Άγνοια τους απαλλάσσει από κάθε ευθύνη(;)
* Ο Αλέξανδρος Ραπακούσιος είναι δευτεροετής φοιτητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News