«Πώς και δεν έπαιξες στο ΝΒΑ;». Είναι η πιο ενοχλητική ερώτηση που μπορεί να κάνει άνθρωπος στον Νίκο Γκάλη. Ακόμη και σήμερα, στα 60 του, αυτή η συζήτηση αγγίζει ευαίσθητες χορδές του. Το ανεκπλήρωτο αμερικανικό του όνειρο είναι το μεγάλο του απωθημένο. Περισσότερο και από το Ευρωπαϊκό που δεν κατάφερε να κατακτήσει με τη φανέλα του Αρη. Εάν οι Σέλτικς του είχαν δώσει την ευκαιρία που άξιζε, ο μύθος του θα ήταν ασύνορος. Η Ελλάδα, όμως, δεν θα είχε γνωρίσει τον μπασκετικό «Θεό» της.
Το 1979 ο Νικ είχε ολοκληρώσει τη θητεία του στο Σίτον Χολ ως τρίτος σκόρερ του κολεγιακού πρωταθλήματος. Τρίτος σε ολόκληρη την Αμερική, με μέσο όρο 27,5 πόντους, πίσω από τον Λάρι Μπερντ (τότε παίκτη του Ιντιάνα Στέιτ), που είχε 28,6 πόντους – σιγά τη διαφορά. Στο draft του ΝΒΑ, ο Μπερντ επιλέχθηκε από τη Βοστώνη στο Νο 6. Ο Γκάλης, στο Νο 68. Το ύψος του (1,83) δεν γέμιζε το μάτι, αλλά το χειρότερο ήταν πως ο ατζέντης του, Μπιλ Μάντεν, τον είχε συμβουλεύσει να μην προπονηθεί σε καμία ομάδα του ΝΒΑ πριν από το draft και να συμμετάσχει, απλώς, σε διάφορα camps και σε αγώνες επιλέκτων. Εγκλημα. Ο πιο διάσημος μάνατζερ στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή αδιαφόρησε εντελώς για τον σγουρομάλλη νεαρό από το Νιού Τζέρσεϊ, καθώς είχε αφοσιωθεί στις ετοιμασίες για την παγκόσμια περιοδεία της Νταϊάνα Ρος, η οποία είχε -μόλις- γίνει πελάτης του.
Ακόμη και χωρίς το παραμικρό promotion, το ταλέντο του Γκάλη ξεχώριζε. Ετσι, ο προπονητής των Μπόστον Σέλτικς, Μπιλ Φιτς, τον επέλεξε -κοντά στον Μπερντ- και τον κάλεσε στο camp των Σέλτικς. Τότε, μία δεύτερη ατυχία χτύπησε την πόρτα του «γκάνγκστερ». Τραυματίστηκε στον αστράγαλο, κι έπρεπε να μείνει εκτός προπονήσεων για μερικές εβδομάδες. Ο Φιτς δεν μπορούσε να τον περιμένει. «Εκοψε» τον Γκάλη και έδωσε το συμβόλαιό του στον Τζέραλντ Χέντερσον. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ρώτησαν τον πατριάρχη των Μπόστον Σέλτικς, Ρεντ Αουερμπαχ, ποιο ήταν το μεγαλύτερο λάθος στην καριέρα του ως πρόεδρος των Σέλτικς, παραδέχτηκε χωρίς δισταγμό: «Το ότι δεν υπογράψαμε συμβόλαιο με τον Νικ Γκάλις».
Ο Γκάλης ήρθε στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1979, με αυτόν τον καημό. Με τη φιλοδοξία να κατακτήσει τον κόσμο της πορτοκαλί μπάλας, έστω κι αν έπρεπε να δώσει τις μαγικές του παραστάσεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την κεντρική σκηνή, σε μία χώρα που ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε ότι παίζει μπάσκετ, προτού του ρίξει την ιδέα ένας φίλος του. Επί 14 χρόνια έκανε την Ευρώπη να παραμιλάει με τα «θαύματά» του- ως παίκτης του Αρη, της Εθνικής ομάδας και του Παναθηναϊκού- και η φήμη του ταξίδεψε αντιστρόφως, προς τις ΗΠΑ. Ο Νικ «επέστρεψε» εκεί που του έκλεισαν την πόρτα, όχι ως παίκτης αλλά ως φαινόμενο.
Η είσοδός του στο πάνθεον του παγκοσμίου μπάσκετ, για ‘κείνον δεν είναι, απλώς, η υψίστη τιμή που θα μπορούσε να γνωρίσει. Είναι η απόλυτη δικαίωση. Η «συγγνώμη» που του όφειλε η Ιστορία. Λίγοι καταφέρνουν να μπουν στο Hall of Fame, και ο Γκάλης το κατόρθωσε με τον δυσκολότερο τρόπο: χωρίς να έχει αγωνιστεί στο ΝΒΑ. Βεβαίως, είναι ο πρώτος έλληνας μπασκετμπολίστας που περνά στην αιωνιότητα του αθλήματος. Και ο μοναδικός εν ζωή στα χρονικά του κολεγίου του, από το 1908 που το Σίτον Χολ πρωτόπαιξε μπάσκετ. Δίπλα του, στην αποψινή τελετή, θα βρίσκονται και αρκετοί παλιοί του συμπαίκτες, σε ένα ιδιότυπο reunion έπειτα από 38 ολόκληρα χρόνια. Ανάμεσά τους, ο πρώτος του προπονητής, Μπιλ Ράφτερι, ο οποίος σήμερα είναι σχολιαστής του τηλεοπτικού δικτύου CBS. Από τη γιορτή θα λείπει μόνον ο Χάουαρντ ΜακΝιλ, ο οποίος έπαιξε και στον Αρη παρέα με τον Γκάλη, το 1983. Εχει έναν πολύ σοβαρό λόγο: Βρίσκεται στη φυλακή, καταδικασμένος για φόνο.
Στην τελετή απονομής του δαχτυλιδιού του Hall of Fame -ξημερώματα Σαββάτου (01.30-03.30) στην Ελλάδα- τον Γκάλη θα παρουσιάσει στους υψηλούς προσκεκλημένους και στο κοινό ο Μπομπ ΜακΑντού, ένας από τους ιστορικούς του αντιπάλους στα ευρωπαϊκά παρκέ στη δεκαετία των ’80s, στις επικές μάχες του Αρη με την Τρέισερ Μιλάνο. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Hall Of Fame, κάθε νέος εισαγόμενος συνοδεύεται από ένα παλαιότερο μέλος της επιλογής του, και ο Νικ διάλεξε τον ΜακAντού.
Ο Γκάλης είχε προταθεί για πρώτη φορά για το Hall of Fame -έναν θεσμό που μετρά πάνω από μισό αιώνα ζωής- πριν από τέσσερα χρόνια. Τότε, το 2013, προτιμήθηκε ο θρυλικός Βραζιλιάνος Οσκάρ Σμιντ. Το 2014, ο εκλεκτός για την κατηγορία των «international» (των διεθνών παικτών) ήταν ο σπουδαίος Λιθουανός Σαρούνας Μαρτσουλιόνις. Το 2015 ο Λίντσεϊ Γκέιζ και πέρυσι ο Γιάο Μινγκ. Εφέτος ήταν η σειρά του Νικ. Εάν είχε παίξει στο ΝΒΑ, πιθανότατα δεν θα χρειαζόταν να περιμένει τόσο πολύ. Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, θα κέρδιζε την αθλητική του αθανασία ως ένας από τους πολλούς καταπληκτικούς παίκτες του «μαγικού κόσμου». Ενώ τώρα… Τώρα, για όσους γνωρίζουν καλά τα κατορθώματά του, το Hall of Fame είναι μικρό για να χωρέσει το μεγαλείο του.
Ο Γκάλης δεν είναι τα οκτώ του Πρωταθλήματα στην Ελλάδα, οι 18 φορές που βγήκε πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος, του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, του Ευρωμπάσκετ ή του Μουντομπάσκετ, οι 62 πόντοι που πέτυχε σε έναν ελληνικό αγώνα και οι 57 σε έναν ευρωπαϊκό, ή ο αξεπέραστος μέσος όρος των 31,2 πόντων σε τελική φάση Ευρωμπάσκετ. Ο Γκάλης δεν είναι οι νίκες του, τα τρόπαια και τα ρεκόρ του. Ολοι οι αριθμοί του μαζί δεν μπορούν να περιγράψουν το τεράστιο μέγεθός του. Ο Γκάλης είναι ο αθλητής που έστρεψε μια ολόκληρη χώρα προς το άθλημά του, που έβαλε το μπάσκετ σε κάθε ελληνικό σπίτι, που θεμελίωσε μια ευρωπαϊκή υπερδύναμη του σπορ, η οποία -με τα πάνω της και τα κάτω της- αντέχει επί τρεις δεκαετίες.
Ελάχιστοι μπασκετμπολίστες στον κόσμο υπήρξαν τόσο επιδραστικοί, στην εποχή τους, όσο εκείνος. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, αν οι «άθλοι» του έχουν γίνει αντιληπτοί από τα μεγάλα κεφάλια του αμερικανικού μπάσκετ, που σήμερα τον τιμούν στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης με μία ανιστόρητη καθυστέρηση. Αλλά, δεν πειράζει. Εστω κι έτσι, ο Γκάλης κλείνει ένα κεφάλαιο που εδώ και 40 χρόνια τον «πονά». Τόσο πολύ, ώστε αυτή είναι μόλις η δεύτερη φορά που επισκέπτεται τη γενέτειρά του μέσα σε 25 χρόνια. Η προηγούμενη ήταν στην κηδεία της μητέρας του, το 1993.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News