Οι δύο απόπειρες εξόδου στις αγορές -και του 2014 και η σημερινή- έχουν μια οικονομική και μια πολιτική διάσταση. Η πρώτη έχει σχέση με το κόστος και η δεύτερη με την επιρροή που θα έχουν, αν έχουν, στις πολιτικές εξελίξεις.
Για να μετρήσει κανείς το κόστος και να κάνει συγκρίσεις υπάρχουν δύο τρόποι:
Πρώτον, σε σχέση με τον τρόπο δανεισμού που έχουμε μετά το 2010, από τα ευρωπαϊκά κράτη και το ΔΝΤ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τρόπος αυτός ήταν (και είναι, ειδικά σήμερα) πολύ φθηνότερος, σχεδόν τέσσερις φορές κάτω από αυτόν που δίνουν σήμερα οι αγορές. Επομένως, από καθαρά οικονομική σκοπιά δεν συμφέρει η «έξοδος». Ούτε το 2014 συνέφερε ούτε σήμερα. Επειδή, όμως, τα Μνημόνια κάποτε (πρέπει να) τελειώνουν και, κυρίως, έχουν πολύ υψηλό κοινωνικό και πολιτικό κόστος, η απόπειρα εξόδου στις αγορές και η επιστροφή στην «κανονικότητα» είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Δεύτερον, η σύγκριση γίνεται με το δανεισμό άλλων ομοιοπαθών χωρών, όπως η Πορτογαλία και η Κύπρος. Και είναι συντριπτικά εις βάρος μας, καθώς η διαφορά του επιτοκίου είναι μεγάλη. Και αυτό είναι το στοίχημα. Αν μέχρι τη λήξη του ισχύοντος Μνημονίου (Αύγουστος 2018), το επιτόκιο έχει πέσει στο μισό, ώστε να πλησιάζει αυτό των άλλων χωρών, τότε θα μπορούμε να μιλάμε για επιστροφή στην «κανονικότητα». Επομένως, υπάρχει ακόμα δρόμος, τουλάχιστον ενός χρόνου, μέχρι να φανεί αν θα φτάσουμε εκεί ή θα πισωγυρίσουμε.
Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι απόπειρες εξόδου στις αγορές δεν σημαίνουν και έξοδο από την κρίση. Τα περί του αντιθέτου λεγόμενα (εδώ για το 2014 και εδώ για τα σημερινά) δεν αποτυπώνουν την πραγματικότητα. Για όποιον αμφιβάλλει, οι εκτιμήσεις των, κατά τεκμήριο, αντικειμενικότερων αρμοδίων αποτελούν πολύτιμο βοήθημα (εδώ).
Αυτή είναι εν συντομία η οικονομική διάσταση της εξόδου στις αγορές. Ας αποπειραθούμε τώρα να δούμε και την πολιτική της διάσταση. Το 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά είχε σχεδόν σταθεροποιήσει την οικονομία, επιχείρησε και την έξοδο στις αγορές τον μήνα Απρίλιο. Αλλά αυτό δεν είχε κανένα πολιτικό αντίκρυσμα στις κάλπες που στήθηκαν εννιά μήνες αργότερα. Η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ήταν «αλλού».
Σήμερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο χορεύει στο ρυθμό που βαράνε τα νταούλια των αγορών, αλλά ελπίζει σε αυτές για να ολοκληρώσει τη φιλοτέχνηση του αριστερού success story και να πάει με αυτό στις κάλπες. To κατέστησε σαφές ο Τσίπρας με τη βραδινή συνέντευξή του στον ALPHA. Θεωρητικά έχει περισσότερες πιθανότητες να το πετύχει απ’ όσες είχε η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014. Η διεθνής συγκυρία είναι καλύτερη, η οικονομία δεν παράγει πλέον έλλειμμα, δεν έχει απέναντί της έξαλλη αντιπολίτευση, όπως αυτή που έκανε ο κ. Τσίπρας.
Ομως, αυτά δεν αρκούν για να αποκτήσει και πολιτικό πλεονέκτημα. Ο κ. Τσίπρας και ο συν αυτώ γνωρίζουν ότι θα ηττηθούν στις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν. Και ότι ο συνεταίρος τους Πάνος Καμμένος θα κινδυνεύσει με πολιτική εξαφάνιση. Βασικός τους στόχος θα είναι να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρός παίκτης στην αντιπολίτευση.
Σε κάθε περίπτωση, αν όλα κυλήσουν ομαλά, η χώρα εισέρχεται σε περίοδο πολιτικής «κανονικότητας». Μετά την οριστική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, πάνω από το 85% των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούνται στη Βουλή έχουν τον ίδιο, πάνω κάτω, προσανατολισμό, πολιτικό και οικονομικό. Oι όποιες «αυταπάτες» εξέλιπαν οριστικά με τα τωρινά αριστερά νταούλια υπέρ των αγορών.
Αυτό είναι, ίσως, το μοναδικό αδιαμφισβήτητο κέρδος που αφήνει η κρίση από το 2009 μέχρι σήμερα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News