Είναι τα βραβεία Οσκαρ του ΝΒΑ. Συνήθως απονέμονται αμέσως μετά τη regular season κάθε χρονιάς. Εφέτος άργησαν λιγάκι. Βρήκαν τους «αστέρες» του μπάσκετ στις διακοπές τους – και τον Γιάννη Αντετοκούνμπο στην Ελλάδα, για τα «Antetokounbros». Ετσι, ο «δικός μας» το έμαθε στις 4 τα ξημερώματα: κατέκτησε τον τίτλο του «Πιο Βελτιωμένου Παίκτη» («Most Improved Player») στο αμερικανικό πρωτάθλημα. Στον Κόσμο, δηλαδή. Μετά την επιλογή του στη δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ και τη συμμετοχή του στο All-Star Game, ο «Greek Freak» πάτησε ακόμα μία κορυφή.
Σε αυτή την κατηγορία, οι υποψήφιοι ήταν τρεις. Ο Αντετοκούνμπο δεν κέρδισε, απλώς. Σάρωσε. Συγκέντρωσε 428 βαθμούς (ήταν η πρώτη επιλογή των 66 από τους 80 δημοσιογράφους που έλαβαν μέρος στην ψηφοφορία), έναντι 161 βαθμών του δεύτερου Νίκολα Γιόκιτς (των Νάγκετς) και 113 του τρίτου Ρούντι Γκομπέρ (του Γάλλου των Τζαζ). Ευχαρίστησε με ένα μήνυμά του που ανέβηκε στον ιστότοπο των Μιλγουόκι Μπακς, στο οποίο -πάλι- δεν ξέχασε την Ελλάδα: «Πρώτα απ’ όλα να ευχαριστήσω τους συμπαίκτες μου, διότι χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσα να πάρω αυτό το βραβείο. Ευχαριστώ τους προπονητές μου, τους Ελληνες, τους οπαδούς των Μπακς, την οικογένειά μου που είναι εδώ και με υποστηρίζει».
Το βραβείο του «Πιο Βελτιωμένου Παίκτη» του ανήκε δικαιωματικά, έπειτα από τις σχεδόν εξωπραγματικές επιδόσεις του στη διάρκεια της σεζόν. Θυμηθείτε τι πέτυχε: Σε 80 αγώνες είχε, κατά μέσον όρο, 22,9 πόντους (56,3% στα δίποντα, 27,2% στα τρίποντα, 77% στις βολές), 8,8 ριμπάουντ, 5,4 ασίστ, 1,6 κλεψίματα και 1,9 κοψίματα ανά 35,6 λεπτά συμμετοχής. Ηγήθηκε των Μπακς και στις πέντε βασικές στατιστικές κατηγορίες – κάτι που τελευταίος είχε κατορθώσει ο ΛεΜπρόν Τζέιμς το 2008-2009. Και το πιο φοβερό; Τερμάτισε στο Top-20 του ΝΒΑ στους πόντους, στα ριμπάουντ, στις ασίστ, στις τάπες και στα κλεψίματα. Αυτό δεν το είχε καταφέρει κανείς στα χρονικά, από τότε (1973) που οι αριθμολάγνοι Αμερικανοί άρχισαν να μετράνε τα πάντα σε έναν αγώνα. Κανείς. Ούτε ο Τζόρνταν, ούτε ο Καρίμ, ούτε ο Μάτζικ…
Στις μόλις τέσσερις σεζόν του στο ΝΒΑ, ο «Giannis» έχει κάνει άλματα. Από τη λοταρία του Draft, σε ρολίστα. Μετά, βασικός. Στη συνέχεια, πρωταγωνιστής, franchise player, All-Star και «αυτός που θα πάρει το τελευταίο σουτ». Την περασμένη Ανοιξη πήρε από το χεράκι τους Μπακς, μία ομάδα με ταλέντο επιπέδου Ευρωλίγκας και προπονητή… ανύπαρκτο στο κοουτσάρισμα, και την οδήγησε στα play-offs. Ηταν το πιο σημαντικό εφετινό του παράσημο: μία ομάδα «μόνος του». Είναι απίστευτο, πως ένας 22χρονος έχει τόσο σημαντική επίδραση στο παιχνίδι της ομάδας του. Ο δείκτης της αποτελεσματικότητας τον κατατάσσει στην έκτη θέση μεταξύ όλων των παικτών του εφετινού ΝΒΑ, πίσω από τον Ουέστμπρουκ, τον Χάρντεν, τον Τάουνς, τον Ντέιβις και τον ΛεΜπρόν. Τεράστια πρόοδος, για έναν παίκτη που καθυστέρησε πάρα πολύ να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπάσκετ, και που δεν είχε αγωνιστεί σε υψηλό επίπεδο (κολεγιακό, επαγγελματικά πρωταθλήματα Α’ Κατηγορίας) πριν από το Draft.
Αυτά τα αλλεπάλληλα limit-ups του Γιάννη στην κορυφαία βιομηχανία μπασκετικού θεάματος δεν έχουν προηγούμενο. Η απάντηση στο πώς τα καταφέρνει, βρίσκεται στα δύο χαρακτηριστικά του που τον κάνουν να ξεχωρίζει: το πρώτο είναι η σωματοδομή του. Διαθέτει το καλύτερο κορμί στο ΝΒΑ, και ένα άνοιγμα χεριών που κρύβει τον ορίζοντα. Το δεύτερο, η δίψα του για διάκριση. Τον περασμένο μήνα ο Κέβιν Γκαρνέτ παραδέχτηκε, στην τηλεοπτική του εκπομπή, ότι παρατηρεί στον Γιάννη το ίδιο βλέμμα που είχε εκείνος. «Κοιτάζει γύρω του, αλλά δεν βλέπει κανέναν. Τα μάτια του στάζουν θέληση και πάθος για τη νίκη».
Είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Το επιτελείο των Μπακς έκανε εκπληκτική δουλειά με τον «μικρό». Τι θα συνέβαινε, άραγε, εάν είχε μείνει στην Ελλάδα; Πιθανότατα, θα γινόταν «ένας από τους πολλούς». Δεν έμεινε, όμως. Οπότε, το ερώτημα αλλάζει: πόσο, ακόμα, μπορεί να προοδεύσει; Πόσο πιο ψηλά μπορεί να φτάσει; Πού βρίσκεται η «οροφή» του; Ρώτησαν, προσφάτως, τον προπονητή του στους Μπακς, Τζέισον Κιντ. Εκείνος το σκέφτηκε λίγο, και απάντησε: «Αυτό που με τρομάζει, είναι η ηλικία του. Είναι μόλις 22 ετών».
Αυτή είναι η πραγματικότητα – και είναι, όντως, «τρομακτική»: ο Γιάννης καταφέρνει να κυριαρχεί στο καλύτερο πρωτάθλημα του Κόσμου, αν και έχει τεράστια περιθώρια βελτίωσης σε επιμέρους τομείς του παιχνιδιού του. Ιδίως στο τρίποντο, και στο σουτ από μέση απόσταση. Ο ΛεΜπρον, για παράδειγμα, άλλαξε εντελώς επίπεδο όταν έβαλε το σουτ στο ρεπερτόριό του. Στη rookie χρονιά του, είχε ευστοχία 29% στα τρίποντα. Από τη σεζόν 2008-2009 κι έπειτα, δεν έπεσε ποτέ κάτω από το 33%. Στην ηλικία του Γιάννη (22), ο Τζόρνταν είχε 16%. Ο Κόμπι Μπράιαντ, 25%. Ο Μάτζικ Τζόνσον ξεπέρασε το 30% στα 29 του. Το καλό σουτ ωριμάζει αργά. Αλλά, φαντάζεστε τι έχει να γίνει, όταν το σημερινό 27% του Αντετοκούνμπο στα τρίποντα ανέβει στο 33%; Οταν θα βάζει ένα στα τρία; Θα είναι «unguardable», όπως λένε οι αναλυτές των αγώνων του ΝΒΑ. Σε ελεύθερη μετάφραση, δεν θα μπορεί να τον σταματήσει κανείς.
Στον κόσμο του αμερικανικού μπάσκετ είναι κοινό μυστικό: το καλό σουτ είναι αυτό που θα του χαρίσει το «βασίλειο» του ΝΒΑ. Εάν καταφέρει κι αυτό (να απειλεί από την περιφέρεια), τότε θα φτάσει στο επίπεδο των πέντε κορυφαίων παικτών του Πρωταθλήματος – ενδεχομένως να χτυπήσει την πόρτα των καλύτερων όλων των εποχών. Και δεν θ’ αργήσει, να είστε σίγουροι. Επειδή στις προπονήσεις δουλεύει τόσο σκληρά, όσο κανείς. Τη σεζόν 2013-2014, την πρώτη του στο ΝΒΑ, ο Αντετοκούνμπο ήταν ο χειρότερος σουτέρ έπειτα από ντρίμπλα, από μέση απόσταση, σε ολόκληρο το Πρωτάθλημα. Στα εφετινά play-offs, ήταν ο δεύτερος πιο αποτελεσματικός σε αυτή την κατηγορία. «It’s coming» και το μακρινό σουτ, απάντησε ο ίδιος όταν τον ρώτησαν. «Ερχεται».
Στο πίσω μισό του γηπέδου παραμένει ένας παίκτης που χαρίζει απλόχερα κατοχές στην ομάδα του. Σύμφωνα με τον πιο αξιόπιστο συντελεστή άμυνας που έχουν καταφέρει να κωδικοποιήσουν οι Αμερικανοί, τον «Defensive Win Shares», ο οποίος στην ουσία υπολογίζει τον αριθμό των νικών που μπορεί να χαρίσει σε μια ομάδα η αμυντική επίδοση του παίκτη, ο Γιάννης είναι τέταρτος στο ΝΒΑ, πίσω από τρεις παίκτες των Ουόριορς (Tόμπσον, Κάρι και Γκριν). Το ποσοστό ευστοχίας των αντιπάλων των Μπακς πέφτει κατά 4,8%, όταν ο Γιάννης βρίσκεται στο παρκέ.
Από τη δεύτερη κατηγορία της Ελλάδας, στην «ελίτ» του ΝΒΑ μέσα σε μία πενταετία. Δεν υπάρχει τέτοιο προηγούμενο – πιθανόν να μην υπάρξει και… επόμενο. Ο Γιάννης απέχει πολύ, ακόμα, από την τελειότητα – κι όμως, όλος ο μπασκετικός κόσμος μιλάει γι’ αυτόν. Κανένας δεν μπορεί να φανταστεί, τι άλλο μας επιφυλάσσει αυτό το «θαύμα της φύσης» τα επόμενα χρόνια, καθώς θα εξελίσσεται. «Θέλω να γίνω ο καλύτερος. Νοιώθω ο καλύτερος – κι αφού το νοιώθω, θα γίνω», είπε το περασμένο Σάββατο στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Από κάποιον άλλον αθλητή, θα ακουγόταν κάπως αλαζονικό. Από το στόμα του Αντετοκούνμπο, όμως, ηχεί σαν υπόσχεση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News