Βλέπεις τον παίκτη της αγαπημένης σου ομάδας να πέφτει στην αντίπαλη περιοχή και τινάζεσαι όρθιος: Πέναλτι! Το δίνει. Μέχρι να κοπάσουν οι διαμαρτυρίες πέφτει το πρώτο replay. Μπορεί και να μην ήταν… Επειτα το ξαναβλέπεις, από άλλη λήψη. Μάλλον δεν ήταν… Στο μεταξύ, η μπάλα έχει στηθεί στην άσπρη βούλα. Ο «δικός σου» παίρνει φόρα. ΓΚΟΟΟΟΛ! Δεν έχει, πια, καμία σημασία αν ο διαιτητής έκανε λάθος – αρκεί το λάθος του να μην αδίκησε εσένα. Τώρα που το ξανασκέφτεσαι, καλύτερα να μην ήταν πέναλτι.
Ετσι δεν σε κέρδιζαν οι άλλοι τόσα χρόνια; Με τον ίδιο, ακριβώς, τρόπο δεν έχασες τόσες νίκες που άξιζες, τόσους τίτλους που δεν σε άφησαν, καν, να διεκδικήσεις; Πολύ καλά τους έκανες, λοιπόν. Κι αν αυτοί δεν είναι οι «άλλοι», που σε… έσφαζαν στο γόνατο, η ουσία δεν αλλάζει. Σου αρέσει που μπορείς να νικάς όπως, κάποτε, εκείνοι. Που, τώρα, είσαι εσύ ο ισχυρός. Αυτός που οι διαιτητές σέβονται ή φοβούνται. Γιατί, εδώ και δυο δεκαετίες, έτσι σε έμαθαν: η πραγματική δύναμη δεν είναι η καλή ομάδα, αλλά ο έλεγχος της διαιτησίας. Αυτός δίνει τους τίτλους.
Το αμφισβητούμενο πέναλτι – αποβολή που «σφύριξε» την Τετάρτη στο ΟΑΚΑ ο Τάσος Σιδηρόπουλος, δεν ξεσήκωσε τόσο θόρυβο επειδή χωρίς αυτό η ΑΕΚ δεν θα νικούσε και ο Πλατανιάς δεν θα έχανε, αλλά γιατί όλοι το εξέλαβαν ως μια σαφέστατη ένδειξη πως άλλαξαν τα «κόζια»*.
Ως μεμονωμένο περιστατικό, δεν λέει απολύτως τίποτα. Αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες: στην Ισπανία -όπου εφέτος το κακό έχει παραγίνει-, στην Αγγλία, στο Champions League και στα Παγκόσμια Κύπελλα. Αποκτά σημασία μόνον αν το αθροίσεις σε προηγούμενα «λάθη» -με ή χωρίς εισαγωγικά- όπως αυτά του Μάνταλου (του διαιτητή) στο πρόσφατο ντέρμπι ΑΕΚ – Ολυμπιακός. Αλλά κι αν το αντιπαραβάλεις με το ένα -και μοναδικό- πέναλτι που έχει δοθεί στον Ολυμπιακό στους 41 τελευταίους αγώνες του, από την 1η Φεβρουαρίου 2016 κι έπειτα.
Λόγω της αίσθησης -ή της παραίσθησης- ότι το παρασκήνιο άλλαξε άρχοντα και πήγε αλλού να προσκυνήσει, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. «Αφήστε την κλάψα για τη διαιτησία και φτιάξτε ομάδα», απαντούσε ο Ολυμπιακός στους αντιπάλους του που φώναζαν ότι αδικούνται. Προσφάτως, όμως, ιδίως μετά το ντέρμπι με την ΑΕΚ, άλλαξε τακτική. Με μπροστάρηδες τον αντιπρόεδρό του, Σάββα Θεοδωρίδη, και τον εκπρόσωπό του στα media, Κώστα Καραπαπά, μπήκε… με φόρα στο κλαμπ των ομάδων που τόσα χρόνια δεν άφηναν το παραμικρό διαιτητικό λάθος να «πέσει κάτω». Οπως και οι άλλοι παλαιότερα, ο Ολυμπιακός δεν φαίνεται να πιστεύει ότι αυτά τα λάθη μπορεί να είναι «ανθρώπινα». Γι’ αυτό απαίτησε για τον Μάνταλο, και τώρα για τον Σιδηρόπουλο, να «πάνε σπίτι τους». Κάτι που δεν έλεγε, τότε, για τους Σπάθες, τους Παπάδες, τους Γιάχους, τους Βοσκάκηδες, τους Δημητρόπουλους, τους Αρετόπουλους ή τους Δελφάκηδες, που προτιμούσαν να περπατήσουν σε αναμμένα κάρβουνα παρά να τον αδικήσουν.
Οι ΑΕΚτσήδες, από την άλλη, που χρόνια τώρα διαδήλωναν την απαίτησή τους για το περιβόητο «50-50», έπαψαν να… κολλάνε στα ποσοστά. Μια γρήγορη ματιά στα social media δείχνει πόσο πολύ τους ικανοποιεί, στη συντριπτική τους πλειονότητα, η ιδέα ότι η διαιτησία μπορεί -επιτέλους- να έπεσε στην «αγκαλιά» του δικού τους προέδρου. Πλέον, δεν τους αρκεί να μην αδικούνται. Θέλουν να «εκδικηθούν». Να πληρώσουν τους ολυμπιακούς με το ίδιο νόμισμα. Η αίσθηση ότι η νίκη είναι πιο γλυκιά «στο 91′ με γκολ οφ-σάιντ» έχει περάσει, δυστυχώς, στην κουλτούρα της νέας γενιάς φιλάθλων.
Αλλά, τι έχει -πραγματικά- συμβεί με τη διαιτησία; Τίποτα περισσότερο από αυτό που πάντοτε συνέβαινε: ένας ρέφερι που σέβεται τον εαυτό του και θέλει να φτάσει την καριέρα του μακριά, οφείλει να γνωρίζει, ανά πάσα στιγμή, πού φυσάει ο άνεμος – και να πράττει αναλόγως. Αντιθέτως με ό,τι πιστεύει ο πολύς κόσμος, οι διαιτητές δεν παίρνουν βαλίτσες με λεφτά για να «σφυρίξουν» υπέρ της μιας ή της άλλης ομάδας. Ούτε, καν, συγκεκριμένες εντολές, από την ΕΠΟ, την ΚΕΔ (Κεντρική Επιτροπή Διαιτησίας) ή οποιονδήποτε άλλον, για συγκεκριμένα παιχνίδια. Γι’ αυτό και στις εκατοντάδες συνομιλίες που παγιδεύτηκαν στο πλαίσιο της έρευνας για τα «στημένα» του 2008-2011 δεν βρέθηκε ούτε μια -για δείγμα- τέτοια ξεκάθαρη οδηγία. Απλώς ψυχανεμίζονται ποιος είναι στα πράγματα, κάθε φορά, και προς τα πού πρέπει να στρέψουν την εύνοιά τους.
Ο Ολυμπιακός «χαλάει τον κόσμο» και η ΑΕΚ το απολαμβάνει, ακριβώς επειδή διαιτησίες σαν αυτές του Μάνταλου και του Σιδηρόπουλου δείχνουν τη φορά του ανέμου για τους υπόλοιπους. Ο Ολυμπιακός δεν θέλει, με τίποτα, να εξαπλωθεί η εντύπωση ότι, πλέον, η καριέρα ενός διαιτητή δεν εξαρτάται από τις δικές του διαθέσεις. Την ΑΕΚ τη βολεύει να φαίνεται ότι ευνοείται, διότι έτσι περνάει το «μήνυμα» ότι, τώρα, αυτή είναι η ισχυρή. Κάποτε οι διαιτητές «έσπρωχναν» τον Παναθηναϊκό, μόνο και μόνο επειδή ο Γιώργος Βαρδινογιάννης συντηρούσε τον αστικό μύθο πως εκείνος αποφάσιζε ποιοι ρέφερι θα γίνουν διεθνείς.
Ο Σιδηρόπουλος, που έδωσε το επίμαχο πέναλτι, είναι το τυπικό παράδειγμα του πώς σκέφτονται οι διαιτητές. Πριν από μερικά χρόνια αποφάσισε να κατέβει από το «άρμα» του Ολυμπιακού και να κάνει καριέρα ως αντισυστημικός. Είναι η εποχή που τηλεφωνεί στον Σάββα Θεοδωρίδη και του λέει (στη μαγνητοφωνημένη συνομιλία τους) να μην πιστεύει όσα ακούγονται γι’ αυτόν. Η ΚΕΔ του Σαρρή και του Γκιρτζίκη δεν τον όριζε σχεδόν ποτέ σε σημαντικό αγώνα του Ολυμπιακού, όμως κέρδισε την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση όλων των… σφαγιασθέντων της τελευταίας εικοσαετίας. Οταν «γύρισε το φύλλο» στην ΕΠΟ, κοτζάμ υπουργός (ο Κοντονής) δεν άφηνε να γίνει ο τελικός του Κυπέλλου, αν δεν τον διηύθυνε «ο καλύτερος έλληνας διαιτητής». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν μέτριο ρέφερι που όλοι -πλην του Ολυμπιακού- του συγχωρούσαν κάθε του λάθος. Ακόμα και όταν «έσφαξε» την ΑΕΚ στην Τούμπα, ο Δημήτρης Μελισσανίδης του έδωσε συγχαρητήρια.
Ο Σιδηρόπουλος, που άνοιξε δρόμο στην ΑΕΚ για να νικήσει τον Πλατανιά, είναι ο ίδιος άνθρωπος που δεν της έδωσε εκείνο το πέναλτι – «μαρς» (στον Σιμόες) στην ήττα της από τον ΠΑΟΚ. Θέλοντας να κρατάει ευχαριστημένους, και την ΑΕΚ, και τον ΠΑΟΚ, και τον Παναθηναϊκό, τις χειρότερες διαιτησίες του τις έχει κάνει σε αγώνες αυτών των τριών ομάδων. Είναι το μεγάλο πρόβλημα (σχεδόν) όλων των ελλήνων ρέφερι: ανάμεσα σε αυτό που βλέπουν και σε αυτό που σφυρίζουν, δεν παρεμβάλλονται μόνον οι κανονισμοί και η διαιτητική κρίση, αλλά και οι ισορροπίες που, κάθε φορά, θέλουν να κρατήσουν.
Για μια φάση που χρειάζεσαι τρία replay για να τη ξεδιαλύνεις, ο ντόρος ήταν δυσανάλογα μεγάλος. Αλλά, ο καβγάς δεν είναι για το πέναλτι. Είναι γι’ αυτές τις ισορροπίες που διαταράχθηκαν τελευταία, και κάθε μεγαλοπαράγοντας πολεμάει να φέρει στα μέτρα του.
* Χαρτοπαικτικός όρος που σημαίνει το «ατού», το «χρώμα» που έχει συμφωνηθεί να κερδίζει τα υπόλοιπα σε ένα παιχνίδι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News