Ο παππούς δεν μου έλεγε ποτέ παραμύθια. Μόνο λίγες ιστορίες από τη ζωή του. Η πρώτη ανάμνηση που έχω από αυτόν δεν είναι μια εικόνα. Είναι η φωνή του να μου λέει για τα κρυοπαγήματα που έπαθε στο μέτωπο στην Αλβανία όπου υπηρέτησε. Κάποιοι έχασαν τα άκρα τους… Μου έλεγε πώς τα ξεπέρασε, όλα τα κόλπα για να τα αποφύγω, ξανά και ξανά. «Ατιμο πράγμα τα κρυοπαγήματα, να τα προσέχεις!».
Τον άκουγα με περιέργεια και μαζί τρόμο. Οι περιγραφές του ήταν κομμάτι μπρουταλιστικές για εμένα. «Τι λες στα παιδιά, τι πας και θυμάσαι τώρα; Λες και θα τους χρειαστεί να ξέρουν πώς να μην πάθουν κρυοπαγήματα Γιώργο», εκνευριζόταν η γιαγιά μου.
Αυτή την εικόνα, στο σπίτι στο χωριό –ακολουθούσε συνήθως υπενθύμιση για τις δυο κρυψώνες που είχε το σπίτι για να κρύβονται οι κυνηγημένοι στην Κατοχή και αργότερα- είναι από αυτές που καθόρισαν την παιδική μου φαντασία και οικογενειακή αφήγηση. Την Κυριακή, είδα τη φωτογραφία του μικρού κοριτσιού με τα κρυοπαγήματα στα πόδια. Eνα προσφυγόπουλο που περπατώντας επί μέρες στα χιόνια πέρασε από τη FYROM στη Σερβία. Παραμορφωμένα τα πόδια του, πληγές απερίγραπτες αποκαλύπτονται στη φωτογραφία που έδωσαν στη δημοσιότητα οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα.
Και φυσικά σκέφτηκα αυτομάτως τις συμβουλές του παππού μου. Αυτές που ήταν αδιανόητο να χρειαστεί η γενιά μου και πόσω μάλλον οι επόμενες, σε έναν κόσμο σύγχρονο, ανοιχτών συνόρων, ευημερίας, δυνατοτήτων. Οι παππούδες, οι γονείς μας, έμοιαζαν περήφανοι που έφαγαν αυτοί το βόλι για χάρη μας. Πέρασαν φτώχια και πολέμους και κακουχίες ναι, αλλά εμείς και τα παιδιά μας θα είχαμε μια καλύτερη ζωή. Εκαναν το χρέος τους. Και μας κοιτούσαν με την αίσθηση πως άξιζε τον κόπο.
Και τώρα, ο φόβος, η ανάγκη, η ανασφάλεια, η απελπισία, η αβεβαιότητα, ο διωγμός, η φτώχεια είναι και πάλι εδώ. Μαζί και τα κρυοπαγήματα, στα πόδια παιδιών σε έναν πόλεμο που μας βρίσκει παροπλισμένους, παραζαλισμένους. Ανέτοιμους να φάμε το βόλι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News