Ο πρώτος ήταν ο Κώστας Νεστορίδης, ο μετέπειτα θρυλικός «Νέστορας» της ΑΕΚ, το 1955. Αργότερα ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, από τη Νέα Σμύρνη προς το Εβερεστ της δόξας, κι άλλες μεγάλες μορφές του ελληνικού ποδοσφαίρου: ο Τάκης Παπουλίδης (1963), ο Θωμάς Μαύρος (1975), ο Νίκος Αναστόπουλος (1981), ο Δημήτρης Σαραβάκος (1984). Για πάνω από 60 χρόνια, ο Πανιώνιος αποτελεί μια αστείρευτη πηγή ταλέντων που πρωταγωνιστούν στα γήπεδα, όμως όχι με τη δική του φανέλα. Με εξαίρεση τον Στάθη Χάιτα -τη δεκαετία των ’60s- όλοι οι κορυφαίοι παίκτες που ανέδειξε, έγραψαν ιστορία με τα χρώματα της ΑΕΚ, του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού, δευτερευόντως του ΠΑΟΚ και -βεβαίως- της Εθνικής Ελλάδος.
Στην αρχή, έτυχε. Ο Μαύρος, ο Αναστόπουλος, ο Σαραβάκος, μεγάλωσαν στις γύρω γειτονιές και, επειδή ο Πανιώνιος ήταν η σπουδαιότερη ομάδα της περιοχής, τον διάλεξαν για να στεγάσει τα όνειρά τους. Υστερα, όμως, πέτυχε. Αυτή την παράδοση που δημιουργήθηκε τυχαία, οι επόμενοι τη συνέχισαν συνειδητά, πιο οργανωμένα. Την έκαναν κουλτούρα του συλλόγου, και μ’ αυτήν πορεύεται έκτοτε ο «Ιστορικός». Κανένα άλλο κλαμπ στην Ελλάδα δεν έχει παράγει τρεις ενδεκάδες ποδοσφαιριστών επιπέδου εθνικής ομάδας.
Το «εργοστάσιο» της Νέας Σμύρνης δεν κατασκευάζει μόνο, αλλά και… επιδιορθώνει παίκτες που κάποια στιγμή στην καριέρα τους έχασαν τον δρόμο τους. Δεκάδες νέα παιδιά που δεν «χώρεσαν» στις ομάδες τους, αναζητούν εκεί τη δεύτερη ευκαιρία τους. Ολα αυτά τα χρόνια, ο Πανιώνιος μάζεψε δεκάδες ποδοσφαιριστές που έμειναν ελεύθεροι από άλλους συλλόγους -από τα αζήτητα, κυριολεκτικώς- και τους ανέστησε. Είτε από επιλογή είτε από ανάγκη (επειδή έζησε μεγάλες οικονομικές συμφορές), επένδυσε στις Ακαδημίες του αλλά και σε φθηνούς νεαρούς που τα στελέχη του ξεχώρισαν ταξιδεύοντας σε όλη την Ελλάδα. Ετρεχαν -και εξακολουθούν να το κάνουν- πίσω από κάθε πληροφορία για κάποιον «κρυμμένο θησαυρό» που έφτανε στ’ αυτιά τους. Στις αλάνες των μικρών κατηγοριών εντόπισαν αληθινά διαμάντια.
Τμήμα scouting διαθέτουν όλες οι ομάδες – ίσως πολυπληθέστερο και με περισσότερα μέσα από εκείνο του Πανιώνιου. Αυτό που τους λείπει, όμως, είναι η «πολιτική βούληση» να τα καλλιεργήσουν. Η υπομονή και η τεχνογνωσία. Ετσι, την ώρα που οι περισσότεροι σύλλογοι -ακόμα και οι μικρομεσαίοι- άφηναν στο περιθώριο κάποιο αξιόλογο ελληνόπουλο προτιμώντας να στηριχτούν στα αμφιβόλου ποιότητας… delivery των ατζέντηδων από το εξωτερικό, ο Πανιώνιος «μαγείρευε» ο ίδιος το μέλλον του. Στις 5 Μαρτίου 2016, στο παιχνίδι με τον Πλατανιά στα Χανιά, στη 18αδα του Ουζουνίδη (που ακόμη δεν είχε αποχωρήσει) υπήρχαν 17 έλληνες ποδοσφαιριστές. Ο Αργεντινός Βιγιάλμπα ήταν ο μοναδικός ξένος (ο Ανσαριφάρντ απουσίαζε λόγω τιμωρίας).
Τα τελευταία χρόνια ο Πανιώνιος έχει απλώσει τα δίχτυα του και στο εξωτερικό, καταφέρνοντας να… ψαρέψει λαβράκια που στην Πλατεία ανέβασαν κατακόρυφα τις μετοχές τους. Τέτοιος ήταν ο Ολιβιέ Μπουμάλ, για τον οποίο ο Παναθηναϊκός πλήρωσε -τον περασμένο Ιανουάριο- 550.000 ευρώ. Τέτοιος είναι και ο Καρίμ Ανσαριφάρντ, ο οποίος χθες (Παρασκευή) πουλήθηκε στον Ολυμπιακό έναντι 400.000 ευρώ. Οταν αφίχθη στη Νέα Σμύρνη, ως ελεύθερος από την ισπανική Οσασούνα, η μετεγγραφή του είχε γίνει ανέκδοτο: «ιρανός ποδοσφαιριστής». Οπως ακριβώς του συμπατριώτη του, Μασούντ Σοτζαέι, που σήμερα -παρά τα 32 του χρόνια- ενδιαφέρει τον Παναθηναϊκό.
Ο Πανιώνιος έχει επιλέξει ξένους παίκτες με εξαιρετικά ποσοστά επιτυχίας, είτε απευθείας από το εξωτερικό είτε από άλλη ελληνική ομάδα. Η κορυφαία επιλογή του ήταν, ασφαλώς, ο αλγερινός επιθετικός Ράφικ Τζεμπούρ. Τον απέκτησε, σχεδόν τζάμπα, τον Ιανουάριο του 2007 και τον Αύγουστο του 2008 τον πούλησε στην ΑΕΚ έναντι σχεδόν τριών εκατομμυρίων ευρώ – το μεγαλύτερο ποσό που έχει εισπράξει ποτέ από την παραχώρηση ποδοσφαιριστή του. Αλλες κορυφαίες πωλήσεις του, τα τελευταία χρόνια, ήταν αυτές του Νίκου Σπυρόπουλου (2 εκατ. ευρώ) και του 17χρονου Ευαγγέλου (300.000) στον Παναθηναϊκό, του Μάκου (850.000) και του Μπακασέτα (300.000) στην ΑΕΚ, του Χατζηϊσαΐα (550.000) στον ΠΑΟΚ, και των Κολοβού (750.000), Μανιάτη (500.000), Σάμαρη (400.000) και Σιόβα (350.000) στον Ολυμπιακό.
Μέχρι το 2010, η ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός ήταν οι καλύτεροι πελάτες του. Τότε, όμως, οι μετεγγραφές των Μανιάτη και Κουμορτζί από τον Πανιώνιο στον Ολυμπιακό, και η αντίστροφη διαδρομή του Μήτρογλου, εγκαινίασαν μια νέα εποχή στις σχέσεις των δύο συλλόγων, πίσω από την οποία κρυβόταν η προσωπική φιλία του μεγαλομετόχου και προέδρου του Ολυμπιακού, Βαγγέλη Μαρινάκη, με τον τότε πρόεδρο της ΠΑΕ και του Ερασιτέχνη Πανιώνιου, Γεράσιμο Βεντούρη. Από τον Ιανουάριο του 2011, ο Ολυμπιακός έχει αποκτήσει έξι παίκτες από τον «Ιστορικό», ο οποίος έχει εισπράξει γι’ αυτούς πάνω από 2.500.000 ευρώ, ενώ το καλοκαίρι θα ακολουθήσουν ο Σιώπης και ο Ρισβάνης. Απ’ όλους αυτούς, πιο ψηλά έφτασε ο Ανδρέας Σάμαρης, ο οποίος τον Αύγουστο του 2014 πήγε στην Μπενφίκα (από τον Ολυμπιακό), αντί 10 εκατ. ευρώ.
Συνολικά 27 παίκτες του Πανιώνιου -μαζί με τους καπαρωμένους για το καλοκαίρι- μετακόμισαν από την «Πλατεία» στην ΑΕΚ (9), τον Παναθηναϊκό (7), τον Ολυμπιακό (8) και τον ΠΑΟΚ (3) μετά το 2005. Μόνο μια σεζόν, το 2006-2007, ο Πανιώνιος δεν τροφοδότησε κάποιον από τους τέσσερις «μεγάλους». Αλλά την τελευταία διετία, μέχρι το προσεχές καλοκαίρι, οι «φευγάτοι» μπορεί να συμπληρώνουν ενδεκάδα. Είναι η κακή μοίρα του Πανιωνίου, η άλλη όψη του success story του: η οικονομική αδυναμία του να τους κρατήσει στην ομάδα του, η ανάγκη του να τους πουλήσει για να επιζήσει. Κάποιες φορές, στο παρελθόν, «όσο όσο». Μάλιστα, αρκετοί εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις δύσκολες συγκυρίες και έφυγαν ως ελεύθεροι, ξεπληρώνοντας με αχαριστία τη δυνατότητα που τους έδωσε ο Πανιώνιος να απογειώσουν την καριέρα τους. Είναι και το μεγάλο παράπονο των οπαδών του. «Αν είχαμε σε τίτλους τους παίκτες που έχουμε αναδείξει, θα ξεπερνούσαμε τη Ρεάλ, την Μπαρτσελόνα και τη Μίλαν μαζί», είχε πει κάποτε ο Γιάννης Αναγνωστόπουλος.
Αλλά, το νερό που ποτίζει τα ταλέντα, εκεί στη Νέα Σμύρνη, θα πρέπει να είναι θαυματουργό. Πρώτα απ’ όλα, επειδή ζωντανεύει ακόμη και ποδοσφαιριστές που άλλοι σύλλογοι θεωρούσαν «τελειωμένους». Ο Ρισβάνης είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Ξεπετάχτηκε από τις Ακαδημίες του Παναθηναϊκού, κατάφερε να φτάσει ώς την πρώτη ομάδα (επί Αναστασίου), κι έπειτα έχασε τη θέση του. Κατέληξε στον Πανιώνιο, οι μετοχές του έκαναν limit up, και η επόμενη σεζόν θα τον βρει στον Ολυμπιακό.
Δεύτερον, επειδή οι παίκτες που προέρχονται από τον Πανιώνιο, συνήθως «πιάνουν» και στο υψηλότερο επίπεδο – κάτι που σπανίως συμβαίνει με τα ταλέντα άλλων συλλόγων. Η εξήγηση βρίσκεται σε μια αντίφαση που χαρακτηρίζει τον «Ιστορικό»: αν και δεν διαθέτει τα χρήματα, τους τίτλους και τον πολύ κόσμο της μεγάλης ομάδας, έχει τις απαιτήσεις της μεγάλης ομάδας, την πίεση, τη «βαριά» φανέλα. Κάποτε, ο Μανιάτης έφυγε ως αρχηγός του Πανιώνιου, για να πάει στον Ολυμπιακό, κι έγινε αρχηγός και εκεί.
Τα καθαρά κέρδη του Πανιώνιου από τις πωλήσεις ποδοσφαιριστών του, διαχρονικά, εκτιμώνται στα 11 εκατομμύρια ευρώ. Τα λεφτά είναι πολλά και δεν δικαιολογούν την οικονομική κατάντια του συλλόγου, παρά μόνον αν πιστέψουμε τις φήμες περί κακοδιαχείρισης. Οι οπαδοί του, πάντως, οι περισσότεροι, έχουν πειστεί. Γι’ αυτό απέχουν, εδώ και πολλά χρόνια, από ένα γήπεδο που οι «μπαλαδόροι» τιμούν όσο λίγα στην Ελλάδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News