Ουσιαστικά ήταν η τελευταία μου μέρα. Από τη μια χαιρόμουν, είχα βαρεθεί να λειτουργώ ως ρεπόρτερ σε συνθήκες απαγορεύσεων και φόβου. Από την άλλη λυπόμουν, δεν είχα δει την Κούβα που θα έβλεπε ένας τουρίστας. Ο Μανόλο μού πρότεινε να πάμε να δω πώς κατασκευάζονται τα πούρα. «Ωραία ιδέα!». Νέο εργοστάσιο Partagas (από το 2012) στο κέντρο της Αβάνας. Βγάλαμε εισιτήρια από ένα ξενοδοχείο μακριά από το εργοστάσιο (αυτό δεν το κατάλαβα) και φτάσαμε σε ένα εντυπωσιακό και καλοσυντηρημένο κτίριο του 1902 που φέρει το όνομα Pollack, πρώην αποθήκη καπνού που άνηκε στον διάσημο εξαγωγέα καπνού, Mark A. Pollack μέχρι το 1946 που πέθανε, και μετά στον γιο του (κρατικοποιήθηκε από την Επανάσταση και η οικογένεια Pollack εγκατέλειψε το νησί).
Αφήσαμε τις φωτογραφικές μηχανές στην είσοδο καθώς «απαγορεύεται η φωτογράφιση», αλλά όχι και τα κινητά καθώς «επιτρέπεται με αυτά, αλλά απολύτως διακριτικά» (ούτε αυτό το κατάλαβα). Περιμέναμε δέκα λεπτά προκειμένου να συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός επισκεπτών για να σχηματίσουμε ομάδα με αρχηγό τον ξεναγό (εδώ ο ξεναγός είναι απαραίτητα κρατικός). Ανεβήκαμε δυο ορόφους και φτάσαμε στο χώρο παραγωγής. Οι εικόνες ήταν συγκλονιστικές. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι ένα διάσημο πούρο “Cohiba Behike 54” που κοστίζει πάνω από 50 ευρώ το ένα, κατασκευάζεται από την αρχή ως το τέλος από μια ειδικά εκπαιδευμένη γυναίκα (ή άνδρα) με μισθό 25 ευρώ το μήνα (συν ένα πούρο την ημέρα).
Γι’ αυτό και προσπαθούν να ζήσουν όπως μπορούν. Σε ένα από τα πλάνα που τράβηξα φαίνεται ένας κουβανός να σηκώνει και να μας δείχνει κρυφά ένα χαρτί που έγραφε “5χ20” (τα πέντε πούρα είκοσι ευρώ, πολύ καλή τιμή, και θα έχεις να λες ότι τα αγόρασες μέσα από την παραγωγή). Κι αν τον πιάσουν; Την πάτησε!
Αφήσαμε το εργοστάσιο αναζητώντας το επόμενο μέρος για επίσκεψη. Μανόλο: «θες να πάμε για μπάνιο;» «Πλάκα κάνεις. Δεν μπορώ τα ταξίδια». «Σε 15 λεπτά θα είμαστε εκεί». «Πού;». «Μπες μέσα στο ταξί».
Μπήκαμε σε ένα Moskvitch της δεκαετίας του ’70 με προορισμό την κοντινότερη παραλία. Δεκαπέντε λεπτά; Λάθος! Το αυτοκίνητο χάλασε στο δρόμο.
-Και τώρα;
-Μάλλον θα το φτιάξει.
-Άνοιξε το παράθυρο, σκάω.
-Είναι χαλασμένο, δεν ανοίγει.
-Βρε τι μας βρήκε.
Πάνω που λέγαμε να εγκαταλείψουμε το σκάφος, ο οδηγός μπήκε μέσα. «Το έφτιαξα, φύγαμε!».
-Κύριε πόσο κοστίζει αυτό το αυτοκίνητο;
-Γύρω στις 14 χιλιάδες ευρώ.
Καθ’ οδόν προς την παραλία σκεφτόμουν τι δάκρυα θα χύσουν αυτοί οι άνθρωποι τη μέρα που θα ανοίξει η αγορά αυτοκινήτου. Ούτε για σίδερα δεν θα τα παίρνουν. Από την άλλη, οι πλείστοι θα χαρούν καθώς θα μπορέσουν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.
Φτάσαμε στην παραλία. Ουάου! Τι παράδεισος είναι αυτός. Γαλαζοπράσινα πεντακάθαρα νερά. Λευκή άμμος, φοίνικες, ελάχιστοι τουρίστες και ένας Κουβανός ψαροντουφεκάς με τα χταπόδια του.
Η θερμοκρασία του νερού ήταν ίδια με την δική μας τέλη Αυγούστου (ίσως και παραπάνω). Πρώτη φορά μπάνιο στη ζωή μου 7 Δεκεμβρίου. Περίεργη αίσθηση.
«Το σύστημα υποκρίνεται ότι μας πληρώνει και εμείς υποκρινόμαστε ότι δουλεύουμε»
Ακριβώς από πάνω είχε μια καντίνα. Κάτσαμε να πιούμε μια μπύρα και να πάρω δυο μπουκάλια νερό για το δρόμο. Σηκώθηκε ο Μανόλο να τα πάρει. Περίμενε γύρω στα 5 λεπτά. Ήταν καμιά δεκαριά υπάλληλοι, αλλά κανείς δεν τον εξυπηρετούσε. Πηγαινοέρχονταν, αλλά κανείς δεν πήγαινε στο ταμείο. Ήταν σχεδόν κωμική η σκηνή. Με τα πολλά πήρε τις μπύρες αλλά νερό «δεν έχει».
-Τι δεν έχει. Νάτα δεν τα βλέπεις;
-Του το είπα, αλλά λέει θα τα ανοίξει πιο μετά.
Τα νερά ήταν δίπλα στο ταμείο, στο ένα μέτρο, μέσα σε πλαστικό περιτύλιγμα. Έτσι έκανες και τα έβγαζες. Κι όμως δεν άπλωσε το χέρι του.
-Μα γιατί συμβαίνει όλο αυτό;
-Υπάρχει ένα ειρωνικό ρητό που το ξέρουν και το λένε –σε όποιον εμπιστεύονται βέβαια- όλοι οι Κουβανοί: «Το σύστημα υποκρίνεται ότι μας πληρώνει και εμείς υποκρινόμαστε ότι δουλεύουμε» (“el sistema pretende que nos paga y nosotros pretendemos trabajar”). Σε βοηθάει καθόλου να καταλάβεις;
-Αν με βοηθάει λέει… καλύτερο και από ανάλυση κοινωνικού επιστήμονα!
Απολαύσαμε το τοπίο, είχαμε μετά από λίγο και επίσκεψη από μια καλλίγραμμη για τα γνωστά… (πού μας βρήκε στη μέση τού πουθενά;). Όταν πήγα στην τουαλέτα να πλυθώ, το χερούλι έλειπε. Το είχε μια υπάλληλος από την οποία έπρεπε να το ζητήσεις και αυτή με τη σειρά της να σου ζητήσει λεφτά. Με τσίμπησε και ένα κουνούπι στην πλάτη που το ένιωσα σαν να με τρυπάει βελόνα. Τέλος πάντων… καλά ήταν.
Επιστροφή, πάλι με το ίδιο αυτοκίνητο, στο ξενοδοχείο. Τελευταίο ραντεβού με τον Μανόλο την επόμενη μέρα για να με βοηθήσει να βάλω σε μια τάξη τις μνήμες μου.
Ξεκουράστηκα λίγο και βγήκα για την στερνή νυχτερινή βόλτα στην πόλη.
Περπάτησα ώρα πολλή σε σκοτεινά σοκάκια και πλατείες. Δεν ένιωθα πια φόβο, όπως στην αρχή. Καθώς πέφτει το φως του ήλιου ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης ένα σιωπηλό μελίσσι ανθρώπων. Κάθονται στα πεζούλια, οι περισσότεροι αμίλητοι, μέσα σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι. Σε κοιτούν που περνάς. Το νιώθεις. Αν τους κοιτάξεις κι εσύ θα σου μιλήσουν, θα σε πλησιάσουν. Κάτι θα σου προσφέρουν, κάτι θα σου ζητήσουν. Δεν θα σε πειράξουν. Το παραεμπόριο και ο αγοραίος έρωτας (γυναικείος και ανδρικός) είναι παντού, σε κάθε γωνιά. Αλλά ακόμα κι αν νομίζεις ότι είσαι κάπου μόνος, θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά σου. Άλλωστε εσένα ψάχνει.
Επίλογος πριν από το τέλος
Κάθισα σε ένα καφέ μιας πλατείας. Μια μπάντα δίπλα έπαιζε το “Hasta Siempre Comandante”, το τραγούδι για τον Τσε. Αυτός “έφυγε” νωρίς, και πιο νωρίς παράτησε την εξουσία και πήρε τα βουνά για νέες επαναστάσεις. Με είκοσι νοματαίους πήγε στη Βολιβία να τα βάλει με τη CIA και έναν ολόκληρο στρατό. Εντελώς κουζουλός! Κι όμως, δεν μπορούμε να τον κρίνουμε με όρους τού σήμερα, κλέβουμε εκκλησία. Όπως και να ’χει καλοτύχισε να πεθάνει νέος όταν το άστρο του μεσουρανούσε λαμπερό. Μπορεί να έπεσε στην πλάνη (τωρινή κρίση), αλλά δεν ξέπεσε στη φθορά. Μάλλον θα τον αγαπούσαν οι θεοί («ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος»). Οι περισσότεροι Κουβανοί σέβονται το μύθο του. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Τα πραγματικά γεγονότα, που συνθέτουν την πορεία και την προσωπικότητά του χάνονται ανάμεσα σε έναν «ηρωικό θάνατο» και μια διάσημη φωτογραφία (του Αλμπέρτο Κόρντα).
Ο Φιδέλ (έτσι είναι το σωστό, και όχι “Φιντέλ” που τον έγραφα μέχρι τώρα), είναι άλλη περίπτωση. Ξεκίνησε ως απελευθερωτής με υποσχέσεις «ελεύθερων εκλογών», έγινε μετριοπαθής κομμουνιστής και σιγά σιγά έπαψε να έχει αμφιβολίες και ερωτεύθηκε τις βεβαιότητες, δηλαδή έγινε «σκληρός δικτάτορας». Λέξεις του Τσόμσκι, που τα βιβλία του πωλούνται ελεύθερα στην Κούβα καθώς μέμφεται την στάση των ΗΠΑ και αναγνωρίζει αρκετά θετικά στο καθεστώς. «Μετάβαση στο σοσιαλισμό; Δεν μπορούμε καν να μιλάμε για κάτι τέτοιο. Οι συνθήκες το κατέστησαν αδύνατο και δεν γνωρίζουμε εάν υπήρχε τέτοια πρόθεση». Κι αυτές δικές του είναι. Άρα;
Στο Μουσείο της Επανάστασης, διαβάζοντας ένας σύνθημα μού λύθηκαν πολλές απορίες: «Η Επανάσταση έβαλε τέλος στην αποικιοκρατία και νεοαποικιοκρατία 450 ετών». Το καθεστώς λοιπόν δεν περιορίζεται στον θρίαμβο της ανατροπής Μπατίστα, αλλά απονέμει στον εαυτό του έναν εθνικό ρόλο υψηλής σπουδαιότητας: «Διώξαμε τους δυνάστες Ισπανούς και Αμερικάνους, είμαστε η συνέχεια του Χοσέ Μαρτί». Όσο κι αν μπορεί να σοκάρει αυτό, ο Μαρτί (εθνικός ήρωας της Κούβας –κάθε πλατεία κι ένα άγαλμά του) είναι γι’ αυτούς ο δικός μας Ρήγας, και ο Φιδέλ ο Κολοκοτρώνης που μας απελευθέρωσε από τέσσερις αιώνες δουλείας. Με αυτό το αφήγημα μεγάλωσαν οι Κουβανοί από το 1959 και μετά. Στους τόπους δουλειάς, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια.
Βέβαια οι δικοί μας επαναστάτες αφού έκαναν τη “δουλειά” τους με τα όπλα, στη συνέχεια παρέδωσαν την ισχύ αυτών στους πολιτικούς. Ο Κάστρο τα κράτησε. Εδώ το πράγμα μπερδεύτηκε. Η επανάσταση δεν κατάφερε να εκτονωθεί, απέκτησε στατικά χαρακτηριστικά, έπαψε να επικοινωνεί με τη ροή της ιστορίας. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης είχε έναν κάποιο λόγο ύπαρξης, στη συνέχεια δύσκολα κάποιος θα βρει το λόγο να λειτουργεί ως «απόλυτη αλήθεια». Η ρομαντική, αλλά απόλυτα αλτρουιστική, θέση του Τσε «ό,τι τρώω εγώ θα τρώνε και οι εργάτες» φαντάζει σκληρή και απάνθρωπη ειρωνεία στην Κούβα των 25 ευρώ μισθό. Ακριβώς γιατί το επόμενο ερώτημα είναι αμείλικτο: ζουν με 25 ευρώ και δελτίο τροφίμων οι χιλιάδες αξιωματούχοι του κρατικού και του κομματικού μηχανισμού;
Τα εντελώς φθαρμένα και εγκαταλελειμμένα κτίρια κρύβουν, θαρρώ, μια ενδιαφέρουσα αλήθεια. Ο Κάστρο στα πρώτα δυο χρόνια της Επανάστασης προχώρησε σε ένα τολμηρό ανθρωπιστικό πείραμα: έδωσε σε όλους σπίτια. Κανείς στο δρόμο, κανείς στο ενοίκιο. Ήταν μεγάλο δώρο! Ήταν όμως και κατάρα. Δεν αντιλήφθηκε πως οι τοίχοι και τα κεραμίδια είναι ζωντανοί οργανισμοί. Για να παραμείνουν ως είχαν στην αρχή θέλουν συντήρηση, δηλαδή χρήματα. Με μερικά πέσος το μήνα και δελτίο τροφίμων δεν αλλάζεις στέγη και παράθυρα, ούτε βάφεις τοίχους.
Και τότε γιατί δεν εξεγείρονται οι Κουβανοί και αφήνουν μόνο τις “Κυρίες στα Λευκά” (μητέρες, σύζυγοι και συγγενείς πολιτικών κρατουμένων) να διαδηλώνουν κάθε τρεις και λίγο στην Αβάνα; Πρώτον, γιατί το παραμύθι είναι ωραίο, έχει όμορφες λέξεις και χρόνια τώρα υπόσχεται καλό τέλος –σχεδόν σε κοιμίζει. Δεύτερον, γιατί οι Κουβανοί δεν έχουν δημοκρατική παιδεία (αλήθεια πότε ψήφισαν για τελευταία φορά σε ελεύθερες εκλογές;). Τρίτον, γιατί τον Κάστρο δεν τον μισούν, απλά δεν τον θέλουν. Το μίσος είναι κινητήριος μοχλός της ιστορίας. Η δυσαρέσκεια, άντε και η αντιπάθεια, δεν φτάνουν. Και βέβαια, κάνουν υπομονή «πού θα πάει γέρασε, θα πεθάνει (και πέθανε), άρα κάτι μπορεί να αλλάξει». Και αλλάζει. Άνθρωποι που πηγαινοέρχονται στην Κούβα το βεβαιώνουν. Αργά, αλλά αλλάζει.
Κάπου λέει ο Φρόιντ ότι η σύγκριση με αυτόν που βρίσκεται σε καλύτερη θέση είναι πηγή δυστυχίας γι’ αυτόν που βρίσκεται σε χειρότερη. Δηλαδή η άγνοια σώζει. Αν μπορούσε το καθεστώς να κλείσει όλες τις διόδους επικοινωνίας με τον δυτικό τρόπο ζωής θα μπορούσε κάπως να κάνει πιο ανεκτό το βάρος της ανέχειας του Κουβανού, καθώς θα ζούσε στην πλάνη του «όλοι έτσι ζουν». Όμως δεν μπορεί πια. Ο τουρισμός, το ιντερνέτ (όλοι οι νέοι μπαίνουν μέσα από τα ελάχιστα wifi hotspots), τα βίντεο των συγγενών στο εξωτερικό, η κλεφτή ματιά στην δορυφορική στα τουριστικά σημεία κ.α., αναγκαία τους προσφέρει την οδυνηρή σύγκριση, που λέει ο Φρόιντ. Τα νέα μαθαίνονται γρήγορα. Ο μέσος Γάλλος- Ισπανός- Έλληνας, έχει αυτοκίνητο και πάει 15 μέρες διακοπές το χρόνο. Είναι βαρύ το τίμημα της γνώσης. Γι’ αυτό οι περισσότεροι που ρωτάς σου λένε πως «παλιά ήταν καλύτερα». Αυτό όμως δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία καθώς δεν υπάρχουν θεαματικές διαφορές στη ζωή του μέσου Κουβανού, π.χ. από 1980 όταν ο Κάστρο άνοιξε τα σύνορα και μέσα σε πέντε μήνες έφυγαν 125.000 άνθρωποι (γνωστό ως “Mariel boatlift”). Και η “έξοδος” συνεχίζεται αμείωτη. Όσο γι’ αυτούς που μένουν πίσω, κάτι φαίνεται πως… οργανώνουν. Η “αντεπανάσταση” είναι στα σκαριά. Οι πρώτες εστίες “φωτιάς” που θα αναγκάσουν σε υποχώρηση το “σύστημα” είναι ορατές. Να μια εστία.
Αυτό το μαγαζάκι-τρύπα με μπιχλιμπίδια είναι η πρώτη δειλή έκφραση ελευθερίας του Κουβανού. Βέβαια είναι αλήθεια ότι το καθεστώς τού την παραχώρησε τα τελευταία χρόνια πιστεύοντας ότι αυτό δεν είναι καπιταλισμός. Νομίζω ότι σφάλει. Η απόσταση που χωρίζει αυτή την “τρύπα” από την πρώτη ιδιωτική βιοτεχνία τουριστικών ειδών είναι μικρή. Όπως και αυτή από το πρώτο ιδιωτικό παντοπωλείο (βλ. σούπερ μάρκετ).
Με αυτές τις σκέψεις πέρασε η ώρα στην πλατεία. Πλήρωσα τον καφέ, δεν περίμενα απόδειξη, και έφυγα.
7η ημέρα. Τέλος
Αργά το μεσημέρι πιάσαμε μια γωνιά με τον Μανόλο στην καφετέρια του ξενοδοχείου και εκεί κάναμε μια μεγάλη κουβέντα, κάτι σαν απολογισμό του ταξιδιού μου. Είναι πολύτιμη η ματιά του θεατή. Λύσαμε και την παρεξήγηση στη συνάντηση με τον Σεργκέι. Του ζήτησα συγγνώμη, ακαριαία το ίδιο έκανε κι εκείνος. Του χρωστάω πολλά. Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε όλο αυτό που διαβάσατε και είδατε. Θα υπήρχε κάτι άλλο, καλύτερο ή χειρότερο, όχι αυτό.
Ήταν αργά το απόγευμα, είχε αρχίσει να νυχτώνει. Μπήκαμε στο ταξί για το αεροδρόμιο. Πριν, σήκωσα τα μάτια να χαιρετίσω την πρώτη μου εικόνα. Ήταν εκεί, όπως άλλωστε και κάθε μέρα. Η κυρία με το λευκό μαντήλι και την κόκκινη μπλούζα.
Στο δρόμο ρώτησα τον Χόρχε τι θέλει να πω στους Έλληνες για την Κούβα. Μου είπε: «να τους πεις ότι η ζωή γι’ αυτούς όταν θα έρθουν εδώ ως επισκέπτες θα είναι καλή. Για μας είναι χάλια».
Πέρασα τον έλεγχο αποσκευών. Μου κράτησαν τον αναπτήρα, έναν πλαστικό ρόνσον. «Not permitted» λέει. Ειδικός κανονισμός των αεροδρομίων τους. Τέλος πάντων, δεν χάθηκε ο κόσμος. Χάθηκε όμως όταν στο βάθος της αίθουσας είχε δωμάτιο για καπνιστές. Αυτός ήταν μεγάλος γρίφος, ίσως ο μεγαλύτερος του ταξιδιού: «Πώς ανάβεις τσιγάρο χωρίς αναπτήρα;». Αυτό ρώτησα και τον ευγενέστατο Κουβανό υπεύθυνο. «Όλοι αυτό ρωτάτε, δεν υπάρχει απάντηση» και έβαλε τα γέλια. «Ε τότε τι το θέλετε το καπνιστήριο;» Μέχρι να φύγω κάθε φορά που με έβλεπε έβαζε τα γέλια.
Φτάνουν επτά μέρες για να γνωρίσεις την Κούβα; Όχι βέβαια. Ούτε 7 ούτε 77. Μακριά λοιπόν από μένα η ταμπέλα του “κουβανολόγου” με την οποία επιστρέφουν οι περισσότεροι. Ήταν μια εμπειρία-έρευνα-οδοιπορικό (πείτε το όπως θέλετε) πρώτα για να απαντήσω σε λίγα δικά μου βασικά ερωτήματα. Και ιδού οι απαντήσεις:
- Η Επανάσταση του ’59 είναι ιστορικά δικαιωμένη στο πλαίσιο της εποχής. Με απλά λόγια: καλώς έγινε.
- Το σύστημα δεν δουλεύει. Πιο απλά: δεν παράγεται πλούτος.
- Το κράτος διακηρύττει ότι δίνει το βασικό πλαίσιο (δουλειά-τροφή-υγεία-παιδεία) για να ζει ο πολίτης καλά. Το «καλά» είναι συζητήσιμο, αλλά ακόμα κι έτσι δεν υπάρχει ο “αναπτήρας” (ελευθερία, πολιτική και οικονομική).
- Το καθεστώς είναι δικτατορία (χωρίς αστερίσκους).
Άρα; Όχι, εδώ δεν γελάμε.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξανάρθω. Όταν ο Σεργκέι δεν θα φοβάται να δείξει το πρόσωπό του.
Τέλος
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News