Στις 4 του περασμένου Ιανουαρίου οι οπαδοί της Ρεάλ Μαδρίτης «πάγωσαν» στο άκουσμα της είδησης: ένας προπονητής που δεν είχε ξαναδουλέψει ως πρώτος, επρόκειτο να αναλάβει καπετάνιος στο μεγαλύτερο καράβι του ποδοσφαιρικού κόσμου, το οποίο κινδύνευε να ναυαγήσει. Εκείνη την εποχή η ομάδα βρισκόταν πέντε βαθμούς πίσω στο Πρωτάθλημα, ζοριζόταν στο Champions League και είχε αποκλειστεί από το Κύπελλο Ισπανίας – εξ’ αιτίας εκείνης της απίθανης γκάφας της να χρησιμοποιήσει σε αγώνα τιμωρημένο παίκτη της (τον Τσέρισεβ).
Επιπλέον, ο Κριστιάνο είχε ξενερώσει με την προνομιακή μεταχείριση του Μπέιλ, ο Μπέιλ ήθελε να φύγει (επειδή απολύθηκε ο Ράφα Μπενίτεθ, που τον είχε περί πολλού), ο Καρίμ Μπενζεμά είχε μπλεξίματα με τη γαλλική δικαιοσύνη, ενώ οι μεσο-επιθετικοί το θεωρούσαν… ντροπή να μαρκάρουν. Το τελευταίο πράγμα που έλειπε σε αυτή την ομάδα, της οποίας οι «αστέρες» έβλεπαν ο ένας τον άλλον με μισό μάτι, ήταν ο μαθητευόμενος τεχνικός που θα μάθαινε «στου κασίδη το κεφάλι».
Αν δεν λεγόταν Ζινεντίν Ζιντάν, το πρωί της Τρίτης 7 Ιανουαρίου 2016 στο αθλητικό κέντρο «Αλφρέδο Ντι Στέφανο» θα είχαμε… δράματα. Οι χιλιάδες φίλοι του συλλόγου που συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν την πρώτη του προπόνηση, θα τα είχαν κάνει «γυαλιά καρφιά». Τους συγκράτησε ο απεριόριστος σεβασμός τους προς τον πρώην ποδοσφαιριστή που δόξασε τη λευκή φανέλα. Ακριβώς σε αυτή τη λατρεία τους για τον «Ζιζού» πόνταρε ο πανέξυπνος Πέρεθ. Καθώς το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ρεάλ -τότε- ήταν ο διχασμός (με τον ίδιο και τον Ρονάλντο να δέχονται την πιο σκληρή κριτική για τα χάλια της ομάδας), ο πρόεδρος αναζητούσε μια προσωπικότητα που θα μπορούσε να ενώσει τον σύλλογο. Ετσι ανέλαβε αυτό το τεράστιο ρίσκο: να παραδώσει το τιμόνι στον Ζιντάν, που είχε κυβερνήσει μόνον την Castilla (τη δεύτερη ομάδα της Ρεάλ), χωρίς συγκλονιστική επιτυχία.
Παρά τους (δικαιολογημένους) δισταγμούς τους, οι οπαδοί καλοδέχτηκαν τον σπουδαίο Γάλλο, αν και ούτε ο πιο αισιόδοξος απ’ αυτούς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα κατόρθωνε ο «Ζιζού» μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Το περασμένο Σάββατο, ακριβώς έναν χρόνο έπειτα από εκείνη την πρώτη του εμφάνιση ως προπονητής, η Ρεάλ έφτασε σε ένα σερί 39 διαδοχικών αγώνων χωρίς ήττα, ισοφαρίζοντας το ισπανικό ρεκόρ που κατέχει από πέρυσι η Μπαρτσελόνα. Στο μεταξύ, κατέκτησε ένα Champions League, ένα Super Cup Ευρώπης κι ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων, με μόλις δυο ήττες σε 53 αγώνες μέσα στο 2016. Και σήμερα, βρίσκεται πέντε βαθμούς μπροστά από την Μπαρτσελόνα, έχοντας παίξει ένα ματς λιγότερο.
Σε αυτό το τελευταίο της -μέχρι σήμερα- παιχνίδι (5-0 τη Γρανάδα), ο Καζεμίρο, ο βραζιλιάνος αμυντικός μέσος, πέτυχε το πρώτο του γκολ εφέτος. Πλέον, από ολόκληρο το ρόστερ της «Βασίλισσας» -συμπεριλαμβανομένων και των πιτσιρικάδων- δεν έχει σκοράρει μόνον ο Φάμπιο Κοεντράο. Μόνο δυο παίκτες της -πάλι ο Κοεντράο και ο Ματέο Κόβατσιτς- δεν έχουν μοιράσει έστω μια ασίστ (πάσα για γκολ). Και σε αυτή την εκπληκτική πορεία της, σε όλες τις διοργανώσεις, έχουν χρησιμοποιηθεί και οι 24 διαθέσιμοι παίκτες – μεταξύ των οποίων και ο γιος του προπονητή, Εντσο Ζιντάν. Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν τον πλουραλισμό της Ρεάλ, αλλά και το μεγαλύτερο επίτευγμα του «Ζιζού» σε αυτές τις 365 μέρες: παρέλαβε δυο ντουζίνες εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές που δεν νικούσαν όσο συχνά έπρεπε, και τους μετέτρεψε σε μια εξαιρετική ομάδα που δεν χάνει.
Με το μέγεθός του και τη βαριά ιστορία του -ιδίως στο βασίλειο της Ρεάλ-, ο Ζιντάν ηρέμησε τον Ρονάλντο, «ανέβασε» τον Μπέιλ και έπεισε τον Μπενζεμά ότι η λύση στα προβλήματά του βρίσκεται στο γήπεδο
Η πρώτη (και μοναδική) ήττα του Ζιντάν στο ισπανικό πρωτάθλημα, στις 27 Φεβρουαρίου 2016 (0-1 από την Ατλέτικο Μαδρίτης στο «Μπερναμπέου»), ήταν η αφετηρία της μεγάλης αλλαγής. Εκείνο το παιχνίδι τον έκανε να αντιληφθεί, τι πήγαινε στραβά. Η πανάκριβη «τριπλέτα» της επίθεσης -Ρονάλντο, Μπέιλ, Μπενζεμά- ήταν αποτελεσματική και θεαματική, οι μέσοι την τροφοδοτούσαν γενναιόδωρα για να σκοράρει, όμως κανένας… κερατάς δεν μάρκαρε. Ο Γάλλος θυσίασε έναν δημιουργικό μέσο, τον Χάμες Ροδρίγκες -το καμάρι του προέδρου-, και έβαλε στη θέση του έναν «κόφτη», τον άτεχνο αλλά πολύτιμο Καζεμίρο. Αντικατέστησε έναν «επιθετικό» μπακ (τον Ντανίλο) με έναν πιο «αμυντικό» (τον Καρβαχάλ), άλλαξε το σύστημα, και βρήκε την τέλεια ισορροπία άμυνας – επίθεσης, παιχνιδιού κατοχής και αντεπίθεσης.
Η σπουδαιότερη αλλαγή συνέβη στα αποδυτήρια. Ο Ζιντάν επανέφερε την αυτοπεποίθηση και -το κυριότερο- διόρθωσε τη νοοτροπία των παικτών του. Αρκούσε αυτό το βλέμμα του -του πάθους για τη νίκη, του έρωτα για το ποδόσφαιρο- που τον χαρακτήριζε από τη δική του εποχή στα γήπεδα, για να τους κάνει πιο μαχητικούς, ομαδικούς και λιγότερο «μπλαζέ» στους αγώνες. Οσοι τον πρόλαβαν να παίζει, θα θυμούνται τη φανέλα του μούσκεμα στον ιδρώτα. Κανένας άλλος ποδοσφαιριστής τέτοιας κλάσης δεν μόχθησε στο τερέν όσο εκείνος. Αυτή την αίσθηση του χρέους -να αγωνίζεσαι με όλες σου τις δυνάμεις- που είχε ο ίδιος, εύκολα την επέβαλε στους παίκτες του. Θα καταντούσε… γραφικός, όποιος τολμούσε μπροστά στον «Ζιζού» να περιοριστεί στην επίδειξη της εξαιρετικότητάς του.
Κανένας δεν γνωρίζει την ψυχοσύνθεση των σταρ, όσο ένας σταρ μεγαλύτερος από εκείνους. Με το μέγεθός του και τη βαριά ιστορία του -ιδίως στο βασίλειο της Ρεάλ-, ο Ζιντάν ηρέμησε τον Ρονάλντο, «ανέβασε» τον Μπέιλ και έπεισε τον Μπενζεμά ότι η λύση στα προβλήματά του βρίσκεται στο γήπεδο. Τα πρώτα καλά αποτελέσματα τον βοήθησαν να περάσει στον σύλλογο τους κανόνες του. Από την ημέρα που την παρέλαβε μέχρι το τέλος της σεζόν, η δική του Ρεάλ μέτρησε, σε 27 παιχνίδια, 22 νίκες, τρεις ισοπαλίες και μόλις δυο ήττες, σε όλες τις διοργανώσεις. Για έναν βαθμό δεν κατάφερε να αρπάξει μέσα από τα χέρια της Μπαρτσελόνα, ένα Πρωτάθλημα που όλοι θεωρούσαν χαμένο. Στις 6 Απριλίου έχασε για τελευταία φορά (2-0 από τη Βόλφσμπουργκ, στη Γερμανία, για τους «8» του Champions League). Τον Μάιο, στο «Σαν Σίρο», έγινε μόλις ο τρίτος προπονητής που κατακτά τη Μεγάλη Κούπα στην πρώτη του χρονιά – και ο έβδομος που τη σηκώνει ως παίκτης και ως τεχνικός. Το καλοκαίρι έφερε στον σύλλογο το τρίτο του ευρωπαϊκό Super Cup και, πριν από μερικές εβδομάδες, το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Συλλόγων.
Οι αριθμοί λένε ότι είναι ο καλύτερος προπονητής στα χρονικά του ισπανικού πρωταθλήματος. Στους 33 πρώτους αγώνες του συγκέντρωσε 86 βαθμούς, ξεπερνώντας τον Μιγκέλ Μουνιόθ -άλλοτε τεχνικό της Ρεάλ- αλλά και τους Πεπ Γκουαρντιόλα και Ζοσέ Μουρίνιο. Σε 54 αγώνες ως προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης, μετράει 41 νίκες, 11 ισοπαλίες και δύο ήττες, με γκολ 154 υπέρ και 50 κατά.
Παρά τους πολλούς και σημαντικούς τραυματισμούς στην πορεία (Κέιλορ Νάβας, Σέρχιο Ράμος, Πέπε, Λούκα Μόντριτς, Κριστιάνο Ρονάλντο, Καρίμ Μπενζεμά και Γκάρεθ Μπέιλ), ο Ζιντάν πέτυχε σχεδόν τα πάντα, με τον δικό του -ασυνήθιστο για την κουλτούρα των «Blancos»- κυνικό αλλά αποτελεσματικό τρόπο. Πάνω απ’ όλα, κέρδισε την τυφλή πίστη των πάντων. Οταν, στις 24 Σεπτεμβρίου 2016, τόλμησε να αποσύρει τον Ρονάλντο από τον αγώνα με τη Λας Πάλμας (2-2), η AS -στην ηλεκτρονική της έκδοση- κάλεσε τους οπαδούς της Ρεάλ να διαλέξουν… στρατόπεδο. Σε ποσοστό 84% απάντησαν ότι συντάσσονται με τον «Ζιζού». Για πρώτη φορά από τότε που ο Πορτογάλος αφίχθη στη Μαδρίτη, όλοι αναγνώρισαν το αυτονόητο δικαίωμα του προπονητή να αποφασίζει ποιος και πότε θα παίζει. Ακόμα και ο… ασυγκράτητος πρόεδρος Πέρεθ, ποτέ δεν παρενέβη στη δουλειά του.
Τώρα ο Ζιντάν -που «πολλοί πίστευαν ότι δεν θα μπορέσει, καν, να γίνει προπονητής», όπως είπε προ ημερών ο Κάρλο Αντσελότι- έχει βάλει πλώρη για το (μέχρι σήμερα) ακατόρθωτο: να γίνει ο πρώτος που θα κατακτήσει το Champions League για δεύτερη διαδοχική σεζόν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News