Δεκάδες άνθρωποι στη Σιβηρία ταξίδεψαν προς τον Δημιουργό τους έχοντας κατεβάσει μονορούφι μία λοσιόν σώματος με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ και πολύ συμφέρουσα τιμή έναντι της βότκας. Ο Ηλίας Αναστασιάδης έκανε κάτι αντίστοιχο την εποχή που τζόγαρε. Στοιχημάτιζε σε εικονικές κυνοδρομίες. Τάιζε έναν σκύλο που δεν υπήρχε. Υπάρχει, τουλάχιστον, γιατρειά για αυτό το πράγμα;
Δεν τον ρώτησα αυτό, αλλά κάτι άλλο. «Μαθαίνεις ότι σε τρεις μήνες πεθαίνεις. Και εσύ έχεις να τζογάρεις πάνω από χρόνο. Δεν θα πας να παίξεις μία Γ’ Κορέας, έτσι για το ξεχαρμάνιασμα;» Το σκέφτηκε όσο κρατάει ένα χάχανο. «Οχι, πάει τελείωσε για μένα». Και τότε αρχίσαμε να συζητάμε στα σοβαρά.
Ο Ηλίας Αναστασιάδης είναι δημοσιογράφος. Αντικειμενικά καλός γραφιάς, σε βαθμό που λες ότι, εντάξει, αν το παλικάρι γράφει έτσι στα 33 του, στα 50 του δεν θα δουλεύει σε υπολογιστή, αλλά σε αργαλειό, να βγαίνει όμορφο το εργόχειρο. Και σε γενικές γραμμές, τα κομμάτια που έχουν γραφτεί για τον Ηλία είναι πολύ καλά. Καλογραμμένα και ατμοσφαιρικά. Αυτό συμβαίνει επειδή η περίπτωση του σε παίρνει από το χέρι και σου υπαγορεύει όσα θα γράψεις για αυτήν.
Ο Αναστασιάδης, λοιπόν, έγινε γνωστός σε αυτό που λένε ευρύ κοινό, όταν κυκλοφόρησε η «Δευτέρα», το βιβλίο που έγραψε για την εξάρτηση και την απεξάρτηση από τον τζόγο. Το ξεκίνησα χαλαρά ένα Σάββατο πρωί και σε τρεις ώρες του έστειλα μήνυμα για να τον γεμίσω τύψεις επειδή μου ρουφούσε το ρεπό. Διότι ο τύπος δεν έστησε, απλώς, την αφήγησή του πάνω σε μία ιστορία εξάρτησης και απεξάρτησης. Αυτό το έχουν κάνει και άλλοι, δίνοντας στον αναγνώστη ένα drone για να τους δει όσο βρίσκονται σε μία ταράτσα και φωνάζουν ότι είναι καλά. Βαρετό. Ο Αναστασιάδης έφτιαξε τόσο ωραία την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος, ώστε μετά από μερικές σελίδες νομίζεις ότι διαβάζεις μυθοπλασία με στοιχεία νουάρ: τζόγος, τσακισμένες ζωές, γκόμενες. Μπα, καμία σχέση με τον αληθινό κόσμο. Μιλάμε για μιζέρια. Ο Ηλίας δεν έπαιζε καν σε τσόχα για να φανταστείς την εικόνα με τον καπνό που σκεπάζει τα κεφάλια και ντύνει το φως λίγο πιο πάνω. Κλασικό αρρωστάκι του τζόγου ήταν, από αυτά που τους φεύγει η ζωή και το χρήμα μπροστά σε μία οθόνη. «Επαιζα για να παίξω. Για τη λύσσα με την οποία επιστρέφεις, θέλοντας να κερδίσεις αυτά που έχασες».
Προσπαθώ να το καταλάβω. Δεν είναι εύκολο αν και έχω υπάρξει εξαρτημένος χρήστης, ως καπνιστής. Ο τζόγος, λένε, είναι το χειρότερο ναρκωτικό, η μεγαλύτερη εξάρτηση. Δεν υπάρχει ουσία για να κόψεις. Δεν είναι η χημεία ο εχθρός σου. Δεν παλεύεις με το σώμα και τη στέρηση, αλλά με τη ψυχή, με τον εαυτό σου. «Είναι ένας βίαιος ψυχικός πόνος» λέει ο Αναστασιάδης. Και ναι, η συμπεριφορά παραπέμπει σε τελειωμένο πρεζόνι: λες ψέματα για να βρεις λεφτά και η ζωή σου παίρνει χρώμα και πρόσημο από το υπόλοιπο στο λογαριασμό. Δεν το κάνεις για τα λεφτά. Το κάνεις για κάτι που δεν μπορείς να εξηγήσεις εύκολα, για αυτό είναι και εθιστικό.
Οι καπνιστές λένε ότι δεν μπορούν να ευχαριστηθούν τις απολαύσεις της ζωής χωρίς τσιγάρο. Αυτή είναι η παγίδα που στήνει η εξάρτηση για να μη μείνει νηστικιά. Θέλεις να αισθανθείς απόλαυση από ένα ποτό; Εντάξει, αλλά πρώτα θα δώσεις στον οργανισμό σου την πρέζα του και μετά εκείνος θα σου χαρίσει το αίσθημα της ικανοποίησης. Αντίστοιχα λειτουργεί και ο τζογαδόρος, απλώς γελοιοποιείται περισσότερο: βλέπει οιωνούς, βρίσκει προφητείες του γέροντα, πείθει τον εαυτό του πως το σύμπαν έχει πέσει στα τέσσερα και περιμένει να του δοθεί.
Ναι, αλλά πώς φτάνεις εκεί κάτω; Γεννιέσαι ή γίνεσαι; Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί κάποιοι άνθρωποι μπορούν να καπνίσουν ένα-δύο τσιγάρα κάθε Σάββατο και μετά να μην το βάζουν στο στόμα τους. Προφανώς την ίδια ζήλια έχει ο αλκοολικός για εμάς που μένουμε στα δύο ποτά και ο τζογαδόρος για όσους βάζουμε ένα παρολί για την πλάκα. Ο Αναστασιάδης έγινε τζογαδόρος επειδή έπαιζε και ο πατέρας του. Εκανε τον τζόγο παλτό και τις αδυναμίες του κουμπότρυπες. Και ο μπαμπάς δεν διαολόστειλε εγκαίρως τον γιο, αντιθέτως ευνόησε την επαφή του με το «σπορ», προφανώς για να οικοδομήσει μία συμμαχία στο σπίτι, για να το κάνει να φαίνεται φυσιολογικό. Εχασε, βέβαια, την επιχείρησή του. Αλλά έτσι είναι αυτά. Ο καπνιστής θα ρισκάρει καρδιά, ο αλκοολικός το συκώτι και ο τζογαδόρος την περιουσία του.
Που λέτε, ξέρω ανθρώπους, μερικοί είναι ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμοι, που παίζουν ένα χιλιάρικο τη μπιλιά ή έχουν χάσει όσα έβγαλαν μία ζωή στις οπλές ενός αλόγου με εξωτικό όνομα. Νομίζω ότι το κοινό τους σημείο είναι ο φόβος. Ολοι τους κάτι φοβούνται. Παλιά έλεγα ότι είναι η πλήξη. Τώρα είμαι σίγουρος πως είναι ο φόβος. Εκεί πρέπει να βρίσκεται και το κλειδί στα Προγράμματα απεξάρτησης. Βρίσκεις τι ακριβώς σου καλύπτει ο τζόγος και διαπιστώνεις ότι δεν είσαι μόνος. Ο Αναστασιάδης περιγράφει εξαιρετικά τον κόσμο των Προγραμμάτων και ιδιαίτερα παραστατικά τις φιγούρες που συνάντησε εκεί μέσα. Και το καλύτερο που έχει η αφήγησή του είναι ο υποδόριος σαρκασμός, ο κυνισμός του δημοσιογράφου που ξέρει πως πάνω από όλα προέχει να περιγράψει σωστά την εικόνα. Κάπως έτσι, καταφέρνει και παίρνει αποστάσεις και από τον ίδιο του τον εαυτό του καθώς τον φωτίζει από διαφορετικές γωνίες. Θα σου δείξει τον τζογαδόρο Λιάκο, αλλά ποτέ, μα ποτέ, δεν θα βγάλει από πάνω του τη στάμπα του μαλάκα. Ο Ηλίας ξέρει πλέον για ποιο λόγο έπαιζε. Αν ξαναπαίξει θα είναι για κάτι άλλο. Προφανώς από διάθεση αυτοκαταστροφής. Εχω δε την αίσθηση ότι με το βιβλίο είναι σαν και μας, τους πρώην καπνιστές, που, στους πρώτους μήνες διακοπής, κάνουμε αντικαπνιστικό κήρυγμα, μόνο και μόνο για να τα ακούμε οι ίδιοι. Το βιβλίο είναι ακόμα μία δικλείδα ασφαλείας.
Τον ρώτησα αν θέλει να βοηθήσει και άλλους ανθρώπους να κόψουν τον τζόγο. Η απάντηση του με ενθουσίασε: «Οχι, μου είναι αδιάφορο να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο. Θέλω να γράψω βιβλία». Επιτέλους, ένας ειλικρινής άνθρωπος εκεί έξω. Λογικά θα γράψει, αν και, φυσικά, δεν θα είναι το ίδιο εύκολο. Αλλο να γράφεις για τη ζωή σου και άλλο να αφηγείσαι ή να κατασκευάζεις ζωές άλλων. Το γαμώτο σε αυτό είναι πως αν ξανακυλήσει στο πάθος, θα γράψει ακόμα καλύτερα.
Η «Δευτέρα» κυκλοφορεί από την Key Books
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News