Όταν το ρυθμικό στρατιωτικό Radetzky Marsch (του Γιόχαν Στράους πρεσβύτερου, που πρωτακούστηκε το 1848 χάρη στον στρατάρχη Γιόζεφ Βέντσελ, Κόμητα Ραντέτσκι φον Ράντετς) θα ηχεί –και φέτος- και θα χειροκροτείται στην «χρυσή» Μεγάλη Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής της Βιέννης και αυτός ο ρυθμός θα περνάει στις μικρές οθόνες 50 εκατ. τηλεθεατών σε 90 χώρες του κόσμου (σ.σ. στην Ελλάδα στις 12:15 της Κυριακής, από τη συχνότητα της ΕΡΤ), πόσοι άραγε θα θυμούνται ότι η περίφημη Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία από την αυστριακή πρωτεύουσα είναι κληρονομιά ναζιστική; Σαν το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, δηλαδή, για να μπούμε και στα ημέτερα πεδία.
Όπως οι Ναζί «αναδόμησαν» το Νοσοκομείο του Βαρόνου Χιρς -όπως λεγόταν μέχρι τις αρχές του ’40, στολίδι ογκώδες σε μια συνοικία εβραϊκή που σβήστηκε από το χάρτη- και του έδωσαν το όνομα του πατέρα της Ιατρικής, Ιπποκράτη, κληρονομιά που διατηρήθηκε και μετά την Κατοχή, έτσι και η Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία. Και χειρότερα.
Δεν μιλάμε για μύθους, που επικράτησαν λανθασμένα, εξαιτίας… συναφειών, όπως η στρεβλή θεώρηση ότι ο Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν Ναζί, μόνον και μόνον επειδή δήλωνε ο Αδόλφος Χίτλερ ότι λάτρευε τη μουσική του, η οποία ενσωμάτωνε τα άρια ιδεώδη του Εθνικοσοσιαλισμού. Μιλάμε για το αποτέλεσμα μιας μεγάλης ιστορικής έρευνας, που άρχισε να αποδίδει καρπούς από τη δεκαετία του ’60 (και συνεχίζει μέχρι σήμερα), όταν δηλαδή ιστορικοί κατάφεραν να έχουν πρόσβαση στο άδυτο της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης, ήτοι στο ογκωδέστατο αρχείο της.
Ας πιάσουμε όμως τα πράγματα από την προϊστορία τους. Η μουσική οικογένεια Στράους ήταν αγαπημένη των Αυστριακών και ιδιαίτερα των Βιεννέζων από το γύρισμα του 20ού αιώνα, για τα βαλσάκια και τις πόλκες της, που έφτασαν -τουριστικά- να γίνουν μουσικό σήμα κατατεθέν της Βιέννης και εν γένει της Αυστρίας. Η έγκριτη και έγκυρη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, που είχε στο ρεπερτόριό της σημαντικούς συνθέτες της κλασικής και ρομαντικής, αλλά και της τότε σύγχρονης μουσικής φιλολογίας, έργα δηλαδή «βαριά» και λόγια (Λιστ, Βάγκνερ και Μπραμς κυρίως), στη δεκαετία του ’20 δεν είχε ούτε καν σκεφθεί να εγκαταλείψει το (μουσικό) σνομπισμό της, από την κορυφή των τριών καλύτερων ορχηστρών της υφηλίου, για χάρη «ελαφρών» συνθέσεων του Γιόχαν Στράους του Πρεσβύτερου, του Νεότερου ή του Έντβαρντ Στράους.
Πρωτοχρονιάτικες συναυλίες οργανώνονταν παρόλα αυτά, με λόγια έργα, από το 1838. Από το 1928 έως και το 1935 έργα Στράους ακούστηκαν σε πέντε πρωτοχρονιάτικες συναυλίες στην Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής (Musikverein), από ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Γιόχαν Στράους του Γ’. Και μάλιστα με μια σημαντική καινοτομία: μεταδίδονταν ζωντανά στον αέρα του Radio Verkehrs AG (RAVAG), ήτοι του ραδιοφώνου με τα νέα για την κυκλοφορία στη Βιέννη. Ραδιοσταθμός που σύντομα μετεξελίχθηκε στον ιστορικό και αγαπημένο των Βιεννέζων Radio Wien, που είχε συνδρομή δύο σελίνια το μήνα για κάθε κάτοχο ραδιοφώνου. Αυτός ο εορτασμός δε είχε προστεθεί στους διακοσμητικούς πολυελαίους, που άναβαν, από το 12ο αιώνα ακόμη, πάνω από το Graben, τον κεντρικό πεζόδρομο (πλέον), πάνω από το ρέμα που είχαν ταφεί τα χιλιάδες θύματα επιδημίας πανώλης του 17ου αιώνα και από την οποία κατάφερε –ριγμένος μεταξύ πτωμάτων- να επιβιώσει ο πολιούχος Άγιος Αυγουστίνος. Αλλά και στον Χορό των ντεμπιτάν στην Κρατική Όπερα της Βιέννης, που αργότερα υποδέχτηκε και τη νεότερη παράδοση της Όπερας να ανεβάσει πανηγυρικά την οπερέτα «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους Β’, παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Η ιδέα για μια συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης με δημοφιλή έργα της οικογένειας Στράους -και μόνον με αυτά- έπεσε σε χρόνια σκοτεινά. Με πρωτεργάτη τον έπαρχο του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού (γκαουλάιτερ) στη Βιέννη, Μπάλντουρ φον Σίραχ, το 1939 υλοποιήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου, από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα, πιστή στις επιταγές του γκαουλάιτερ και του Εθνικοσοσιαλισμού, με μαέστρο τον Κλέμενς Κράους (1893-1954, ειδικό στους Στράους στο περίφημο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ), στο πλαίσιο της «εθνικής» -ή μήπως εθνικιστικής;- ανάτασης εν μέσω ανόδου του ναζισμού. Ο ίδιος ο Γιόχαν Στράους υιός, του οποίου έργα -αποκλειστικά και μόνον- ακούστηκαν σε εκείνη την πρώτη «έκτακτη» Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία, είχε διευθύνει τη Φιλαρμονική της Βιέννης, το 1873, στην πολύχρυση αίθουσα του Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής, στην πρεμιέρα του έργου του «Βιεννέζικο αίμα» (WienerBlut) και λίγο αργότερα σε μια συναυλία με έργα του πατέρα του και του Γιόζεφ Λάνερ, μαζί με το δικό του περίφημο «Γαλάζιο Δούναβη», στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τη Διεθνή Κινεζική Έκθεση της Βιέννης.
Ως αναβίωση της πρεμιέρας παρουσιάστηκε από τους οργανωτές μιας παράδοσης, που έμελλε να κρατήσει πάνω από 75 χρόνια, η πρωτοχρονιάτικη πανηγυρική συναυλία, παρουσία πολλών στελεχών και του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Και βέβαια από τότε οι μεγάλες οικογένειες αριστοκρατών της Αυστρίας φρόντισαν να «κρατούν» (όπως και στον Χορό της Όπερας ή στη «Νυχτερίδα», που πρωτοπαρουσιάστηκε στην τότε Όπερα της Αυλής, λίγο προτού ο υιός Στράους πεθάνει από πνευμονία, το 1899) θεωρεία ή ειδικές θέσεις στην αίθουσα, που παραδοσιακά περνούσαν στους απογόνους τους.
Τα έσοδα από την πρώτη «έκτακτη» συναυλία, που επισήμως ξεκίνησε την παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, περνώντας σε εκατομμύρια οθόνες χάρη στην τηλεοπτική πλέον μετάδοση (πολύ πρόσφατα σε εικόνα ύψιστης ποιότητας 4k), στις 31 Δεκεμβρίου του 1939, ανακοινώθηκε ότι θα διατεθούν στο πρόγραμμα Kriegswinterhilfswerk, για τη θέρμανση των απόρων, με στόχο να μετατεθεί το κέντρο βάρους από την ναζιστική έμπνευση.
Η συναυλία δεν οργανώθηκε την επόμενη χρονιά και -έκπληξη!- η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, που άλλοτε σνομπάριζε τη μουσική οικογένεια, ονόμασε «Συναυλία Γιόχαν Στράους» την πρωτοχρονιάτικη μουσική της εκδήλωση, υπό τον Κλέμενς Κράους στη χρυσή αίθουσα, την 1η Ιανουαρίου του 1941 και τη μετέδωσε μέσω του «προσαρτημένου» ραδιοφωνικού δικτύου της Großdeutscher Rundfunk (Μεγα-Γερμανικής Ραδιοφωνίας, αν θέλετε). Οι συμμαχικές δυνάμεις μετά τον πόλεμο έθεσαν βέτο και απαγόρευσαν στον Κράους, ως συνεργάτη των ναζί, να διευθύνει το 1946 και 1947.
Ακολούθησαν ο Βίλι Μποσκόβσκι, από το 1980 ο Λορίν Μαζέλ, ο (κοζανίτικης καταγωγής) Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, ο Κλάουντιο Άμπαντο, ο Ζούμπιν Μέτα, ο Ρικάρντο Μούτι, ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, ο Σέιζι Οζάουα, ο Νικολάους Αρνονκούρ και άλλοι, μέχρι την Πρωτοχρονιά του 2017, που το πόντιουμ παίρνει ο – νεότερος στην ιστορία της πρωτοχρονιάτικης μουσικής παράδοσης – 35χρονος Βενεζουελάνος Γκουστάβο Ντουνταμέλ.
Πέρα από τις χαριτωμένες πινελιές της ιστορίας, όπως ότι τα κοστούμια του μπαλέτου της Κρατικής Όπερας της Βιέννης που χορεύει ζωντανά για την τηλεοπτική μετάδοση τα τελευταία χρόνια σχεδίασε το 2013 η Βίβιαν Γουέστγουντ ή ότι τα λουλούδια με τα οποία κοσμήθηκε η χρυσή αίθουσα από το 1980 έως το 2013 ήταν προσφορά του ιταλικού Σαν Ρέμο, η ναζιστικής έμπνευσης παράδοση έχει πολλές «μαύρες» πλευρές. Που θα έμεναν στο σκοτάδι, αν στη δεκαετία του ’60 ιστορικοί της Αυστρίας δεν έπαιρναν το πράσινο φως -ύστερα από χρόνια αντίστασης των ιθυνόντων- να μπουν στο αρχείο της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης και να τις φωτίσουν.
Μέχρι την πρώτη επίσημη ιστορική έρευνα το διοικητικό συμβούλιο της ορχήστρας, με τη συναίνεση των σνομπ 130 μουσικών της (καμία γυναίκα δεν μετείχε στο σχήμα!), είχε αποφασίσει το 1942 να τιμήσει τον Μπάλντουρ φον Σίραχ, τον γκαουλάιτερ των ναζί στη Βιέννη που αποδείχθηκε ότι είχε στείλει πάνω από 65.000 εβραίους και αριστεριστές ή ομοφυλόφιλους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, με το δαχτυλίδι της. Το δαχτυλίδι φαίνεται ότι χάθηκε αλλά η ορχήστρα δεν δίστασε να το αντικαταστήσει και να τιμήσει με αυτό ξανά τον φον Σίραχ, όταν εκείνος βγήκε, είκοσι χρόνια μετά, από τις φυλακές του Σπαντάου, όπου είχε οδηγηθεί για «εγκλήματα σε βάρος της ανθρωπότητας». Η αποκάλυψη αυτών των κινήσεων της Φιλαρμονικής από τους ιστορικούς μπορεί και να τους έφερε σε δύσκολη θέση, αλλά χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αναιρέσουν την τιμητική προσφορά τους. Όχι μόνον για τον φον Έρλαχ, αλλά και σε άλλους πέντε σφαγείς των ναζί, όπως ο «χασάπης της Ολλανδίας» Άρτουρ Σέις-Ίνκουαρτ ή ο επικεφαλής των Σιδηροδρόμων του Ράιχ, που σχεδίαζε τις διαδρομές προς το Άουσβιτς.
Εντυπωσιακό: Οι τιμητικές ανακλήθηκαν από την Φιλαρμονική μόλις το 2013 και μέχρι τότε αρκετοί από τους καταδικασμένους για εγκλήματα σε βάρος της ανθρωπότητας δεν δίσταζαν να καταλαμβάνουν περίοπτες θέσεις στην χρυσή αίθουσα του βιεννέζικου Συλλόγου Φίλων της Μουσικής. Εκεί όπου με τα χρόνια τα εισιτήρια έφτασαν να κοστίζουν 1.100 ευρώ (χώρια οι προμήθειες ή η μαύρη αγορά, που εκτινάσσει τις τιμές στα ύψη).
Όχι ότι η φημισμένη Φιλαρμονική της Βιέννης ήταν άμεμπτη στα υπόλοιπα και έφταιγε μόνον η αγάπη προς τον Εθνικοσοσιαλισμό, την οποία τα μέλη της, εν χορώ, την εξέφρασαν δια στόματος του μαέστρου τους Καρλ Μπεμ όταν ρωτήθηκαν για το Anschluss, την Προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία – η απάντηση ήταν «100 τοις εκατό Ναι», όπως την κατέγραψαν οι ιστορικοί. Μόνοι τους είχαν θεσπίσει και έναν κανονισμό που απαγόρευε σε γυναίκες μουσικούς να ενώσουν τις νότες τους με τους 130 άνδρες μουσικούς της ορχήστρας.
Αν δεν φτάναμε δε στα χρόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα είχαν συμμορφωθεί -στον σεξισμό τους- και δη με ένα τσουχτερό πρόστιμο 2,9 εκατ. ευρώ. Ακόμη και έτσι έφτασε ένα από τα πλέον διάσημα μουσικά σχήματα εν έτη 2016 να μετράει μόλις εφτά γυναίκες μουσικούς στο σώμα του. Άραγε, θα τα σκεφτεί ή θα τα θυμηθεί κάποιος όλα αυτά την ώρα που το Radetzky Marsch θα κλείνει πανηγυρικά τη φετινή Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Βιέννης;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News