Η Δήμητρα Τριανταφύλλου είναι Θεσσαλονικιά, φίλη μου, κι ο πρώτος άνθρωπος που είδα να δραστηριοποιείται εθελοντικά για τους πρόσφυγες της Ειδομένης. Έσπευσε στα κέντρα φιλοξενίας όταν αυτά άρχισαν να δημιουργούνται γύρω από τη Θεσσαλονίκη και γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά τα προβλήματα του κάθε ενός από αυτά. Ήταν από παλιά εθελόντρια. Αρχικά αιμοδότρια, αργότερα εθελόντρια στο Χαμόγελο του Παιδιού, ενώ παράλληλα έδειχνε γενικά ενδιαφέρον για οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τις γυναίκες και τα παιδιά. Τελείωσε το Γαλλικό σχολείο, σπούδασε στην Αμερική και τη Μεγάλη Βρετανία διοίκηση επιχειρήσεων, εργάστηκε στην οικογενειακή επιχείρηση, αλλά η κρίση πάγωσε την επαγγελματική της δραστηριότητα.
Μια μέρα ξύπνησε χωρίς να έχει δουλειά να κάνει και χωρίς καμιά διάθεση να κάθεται στο σπίτι της παρέα με τις πρωινές εκπομπές. «Είχα διαβάσει τα βιβλία μου, είχα πιει τους καφέδες μου κι αποφάσισα να κάνω κάτι. Πήγα στην Ειδομένη». Μόνη της, στην αρχή περιδιάβαινε κι έβλεπε, αλλά χρειαζόταν και συνεργάτες προκειμένου να μπορέσει να προσφέρει. Κάτι, οτιδήποτε. Να μοιράσει, να ζεστάνει ένα παιδί, να απαλύνει ένα πόνο, κάτι να κάνει. «Βρήκα μια ομάδα εθελοντών από την ανατολική Θεσσαλονίκη και πηγαίναμε δυο φορές την εβδομάδα πράγματα που συγκεντρώναμε από δωρεές. Έχοντας περισσότερο χρόνο από τους άλλους, πήγαινα και μόνη μου έχοντας φορτώσει το αυτοκίνητο. Πέρσι το φθινόπωρο έφταναν στην Ειδομένη και περνούσαν καθημερινά πολλές χιλιάδες άνθρωποι τα σύνορα. Το ρεκόρ έγινε στις 22 Οκτωβρίου, με 10.850 άτομα. Όλοι αυτοί χρειάζονταν ένα σάντουιτς, ένα ζεστό τσάι, μια μερίδα μαγειρεμένο φαγητό».
Τη θυμάμαι να μου εξηγεί την εποχή εκείνη όλες τις πατέντες που εφεύρισκε η ίδια καθώς και άλλες εθελόντριες για να μεταφέρουν φαγητό στην Ειδομένη σε ατομικές μερίδες. Τι να φτιάξεις που να αντέξει τόσες ώρες, πώς να το συσκευάσεις, πώς να το φυλάξεις, πώς να το μοιράσεις… «Δεν μπορώ να κάνω αυτό που κάνεις», της έλεγα. «Κι εγώ δεν μπορούσα. Μέχρι που μπόρεσα», μου απαντούσε.
Επέστρεφε πολλές φορές τα ξημερώματα στη Θεσσαλονίκη, γιατί στην Ειδομένη υπήρχαν πολλοί εθελοντές ως το απόγευμα, αλλά αργότερα αραίωναν δραματικά. Η Δήμητρα καθόταν όσο άντεχε. «Κάποιος έπρεπε να βρίσκεται εκεί για να τους δίνει κάτι να φαν και να πιουν. Πολλές φορές, επίσης, μετέφερα κόσμο στη Θεσσαλονίκη». Διακινδυνεύοντας, φυσικά, γιατί σε μια τραβηγμένη περίπτωση προσπάθειας επιβολής του νόμου θα μπορούσε να κατηγορηθεί για παράνομη μεταφορά.
Μια μέρα μου τηλεφώνησε ανήσυχη. Ήταν από τις πρώτες περιπτώσεις ανθρώπων που δέχτηκαν να φιλοξενήσουν πρόσφυγες στα σπίτια τους, ίσως και η πρώτη. Μέσω μιας ΜκΟ, βρήκε μια οικογένεια και τους πήρε στο σπίτι της, παραχωρώντας τους ένα χώρο για να μείνουν. Ωστόσο, ανακάλυψε ότι παρά τις διαβεβαιώσεις της ΜκΟ δεν είχαν κάνει αίτηση ασύλου, κάτι που αποτελούσε προϋπόθεση για να είναι νόμιμη η φιλοξενία. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να της δημιουργήσει μπελάδες. Ευτυχώς, δεν έγινε κάτι τέτοιο τελικά.
Τη ρωτώ αν φοβήθηκε ποτέ. «Όχι, δεν φοβήθηκα. Τρόμαξα όμως. Τρόμαξα με πράγματα που είδα, τρόμαξα με τα μωρά που ήταν μέσα στην υγρασία τυλιγμένα με τις κουβερτούλες από αλουμίνιο, τρόμαξα με παιδιά με ματωμένα κεφάλια που τα γυρνούσαν πίσω οι Σκοπιανοί. Τρόμαξα με τους Ιρανούς που έραψαν τα στόματά τους, μου ζητούσαν να φωνάξω κάποιον να τους βγάλει φωτογραφίες. Μέχρι το πρωί είχαν γίνει πάνω από 10 εκείνοι που έραβαν το στόμα τους και με το ζόρι ο γιατρός της Praxis τους έπεισε να βάλουν Betadine για να μη μολυνθούν».
Έφτασε κάποια στιγμή που δεν μπορούσε να περάσει στο σπίτι της από τις κούτες με είδη που μάζευε. Έκανε συνεχώς εκκλήσεις μέσω facebook για παιδικές κρέμες, ειδικά γάλατα, συγκεκριμένα φάρμακα. Έτσι, αξιοποίησε κάποιους χώρους ιδιοκτησίας της οικογένειάς της προκειμένου να μπορεί να αποθηκεύει είδη για αναξιοπαθούντες, και ίδρυσε την εθελοντική ομάδα «Άνθρωπος σε Ανάγκη στη Δυτική Θεσσαλονίκη».
Η Δήμητρα Τριανταφύλλου είναι από τους ανθρώπους οι οποίοι κατάφεραν να κινητοποιήσουν πάρα πολλούς συμπολίτες μας, να τους κάνουν εθελοντές. Έχει ξεφορτώσει κοντέινερ με βοήθεια από το εξωτερικό. «Αυτοί οι άνθρωποι, οι πρόσφυγες, είχαν κάποτε σπίτια, δουλειές, τηλεοράσεις, σαλόνια, φίλους, σχολεία κι έμειναν με δυο σακούλες στα χέρια να γυρνούν μέσα στις λάσπες. Ήταν σαν εσένα κι εμένα. Πώς μπορείς να μην τους βοηθήσεις;»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News