Αυτό το καλοκαίρι ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς δαπάνησε για μετεγγραφές τα λιγότερα από κάθε άλλη χρονιά. Εάν προσμετρηθούν και οι πωλήσεις παικτών, σχεδόν τα μισά απ’ όσα έδωσαν οι δυο «κυρίες» του Μάντσεστερ. Ο ρώσος μεγιστάνας είχε κάθε καλή διάθεση να ανοίξει το πορτοφόλι του, όμως ο νέος προπονητής της ομάδας του, Αντόνιο Κόντε, τον διαβεβαίωσε πως η περυσινή Τσέλσι -η οποία τερμάτισε δέκατη στην Αγγλία- δεν ήταν για πέταμα, όπως πολλοί είχαν πιστέψει.
Ο ιταλός τεχνικός ζήτησε τρεις εξαιρετικούς -και ακριβούς- ποδοσφαιριστές: τον βέλγο φορ Μισί Μπατσουαγί από τη Μαρσέιγ, με 39 εκατ. ευρώ, το «πνευμόνι» της πρωταθλήτριας Λέστερ, Ενγκολό Καντέ, με 35 εκατ. ευρώ, και τον αμυντικό της Παρί, Νταβίντ Λουίζ, με 38,5 εκατ. ευρώ. Ό,τι άλλο χρειαζόταν, ήταν βέβαιος πως θα το έβρισκε στα «σκουπίδια» που άφησε φεύγοντας από το Λονδίνο -τον Δεκέμβριο του 2015- ο Ζοσέ Μουρίνιο.
Εκείνη την εποχή, που η Τσέλσι απείχε μόλις έναν βαθμό από τη ζώνη του υποβιβασμού, οι δυο πιο λαμπεροί «αστέρες» της -ο Ντιέγο Κόστα και ο Εντέν Αζάρ- ήταν η προσωποποίηση της κατάρρευσης της πρωταθλήτριας Αγγλίας. Ο Μουρίνιο δεν είχε διστάσει να τους… βγάλει στη σέντρα, έπειτα από κάποιες «ανεξήγητες» ήττες. Στα χέρια του Κόντε, όμως, αυτοί οι δυο έχουν πετύχει 20 από τα 33 γκολ της ομάδας τους. Επειδή παίζουν, πάλι, (και) για τον προπονητή τους.
Το γκολ της χθεσινής (Κυριακή) δύσκολης νίκης της Τσέλσι επί της φημισμένης για την άμυνά της Γουέστ Μπρομ (1-0) συνοψίζει -σε δευτερόλεπτα- το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Κόντε. Ο Κόστα κυνήγησε μια θεωρητικά χαμένη μπαλιά με το πείσμα του πρωτάρη, έβγαλε τον αμυντικό (ΜακΟλεϊ) εκτός μάχης με ένα τέλειο τζαρτζάρισμα κοντά στην πλάγια γραμμή, μπήκε στην αντίπαλη περιοχή και με άψογο πλασέ από δύσκολη γωνία έστειλε την μπάλα στα δίχτυα. Ο ισπανο-βραζιλιάνος φορ δεν είναι ο μοναδικός παίκτης της Τσέλσι που «τρώει σίδερα» από την ημέρα που ο Ιταλός τεχνικός αφίχθη στο Λονδίνο.
Ο Κόντε ζητά από τους παίκτες του σκληρή δουλειά, πειθαρχία και αφοσίωση. Τους θέλει «καμικάζι» στο γήπεδο, διαφορετικά τους αγνοεί – όπως φάνηκε και όταν «έκοψε» από το Euro τον Μπαλοτέλι και τον Κασάνο, ως τεχνικός της Ιταλίας. Συχνά εφευρίσκει εχθρούς -εξωτερικές προκλήσεις- για να τους δώσει επιπλέον κίνητρο, και απαιτεί τυφλή υπακοή στο πλάνο της ομάδας. Είναι μονίμως οργισμένος, ιδιαιτέρως εκδηλωτικός και ξεχειλίζει από πάθος για τη νίκη. Σε όλα αυτά, μοιάζει πολύ με τον Μουρίνιο. Αλλά δεν έχει τον αρνητισμό και την αλαζονεία του «Special One». Κι αυτό είναι που κάνει τους ποδοσφαιριστές να τον λατρεύουν.
Είναι προσιτός και δεν θέλει να τον βλέπουν σαν τον αυστηρό καθηγητή τους. Χτίζει, με μαεστρία, μια προσωπική σχέση με τον κάθε έναν τους. Δεν θα τους καλέσει στο γραφείο του για να τους κάνει παρατηρήσεις, ούτε θα τους στείλει «μηνύματα» μέσω των συνεργατών του. Θα τους πει αυτά που θέλει στην προπόνηση, face to face. Θα τους κατσαδιάσει, αλλά θα τους επιβραβεύσει κιόλας. Οπως έκανε μετά τη νίκη (4-0) επί της Γιουνάιτεντ, που τους έβγαλε για φαγητό σε εστιατόριο του Μάντσεστερ. Θα τους… βγάλει το λάδι στις ασκήσεις -έχει εμμονή με την καλή φυσική κατάσταση- όμως το βράδυ θα πάει μαζί τους στο σινεμά. Κι έπειτα, θα συζητήσουν για την ταινία σαν καλά φιλαράκια.
Το ότι οι παίκτες του «τον πάνε», φαίνεται και στο γήπεδο. Για όποιον είχε διαβάσει το ρεπορτάζ των Sunday Times τον περασμένο Ιούλιο, σχετικά με τις σκληρές προπονητικές μεθόδους του, είναι μάλλον παράξενο. Την πρώτη, κιόλας, ημέρα της καλοκαιρινής προετοιμασίας, τους προειδοποίησε ότι η δουλειά που θα ρίξουν, δεν θα έχει καμία σχέση με ό,τι είχαν συνηθίσει στο παρελθόν. Εξοντωτικές ήταν και οι προπονήσεις του Μουρίνιο, όμως περιελάμβαναν πολλές ασκήσεις με την μπάλα – που οι ποδοσφαιριστές τις προτιμούν. Αυτές του Κόντε, θυμίζουν… εκπαίδευση πεζοναυτών.
Ο Ιταλός τους βάζει να τρέξουν 200άρια, 400άρια και 800άρια, πολλές φορές και με πολλά σπριντ. Την μπάλα τη χρησιμοποιούν αργότερα, όταν πλέον έχουν εξαντληθεί από την κόπωση. Θέλει να τους μάθει να παίζουν σε συνθήκες πραγματικού αγώνα, να δει πώς αντιδρούν όταν η κούραση θολώνει το μυαλό. Τα πρωινά, το ζητούμενο είναι η αντοχή. Η τακτική διδάσκεται τα απογεύματα. Τους το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή, ότι οι διπλές προπονήσεις θα συνεχιστούν και μετά την έναρξη του Πρωταθλήματος. Επίσης, τους είχε πει να μην περιμένουν και πολλά ρεπό.
Δεν είναι τυχαίο, που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παίκτες της Τσέλσι «πετάνε». Το ίδιο είχε συμβεί και στο Euro: η γερασμένη εθνική Ιταλίας έτρεχε περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα του τουρνουά, διατηρώντας τη συγκέντρωσή της μέχρι το τέλος κάθε αγώνα. Αν ο Κόντε φημίζεται για κάτι, αυτό είναι η ικανότητά του να παίρνει το 100% από τους ποδοσφαιριστές του.
Ο Ιταλός, όπως ακριβώς ο Μουρίνιο, λατρεύει να «κλέβει» το αποτέλεσμα. Είναι τυπικός εκπρόσωπος της ιταλικής «σχολής». Δεν πήγε στην Αγγλία για να διακριθεί σε κάποιον διαγωνισμό δημοφιλίας προπονητών. Μπροστά στη νίκη, το θέαμα είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Η φιλοσοφία του είναι ίδια με εκείνη του Τζιοβάνι Τραπατόνι, στον οποίο θέλησε να μοιάσει: «στο τέλος της ημέρας, κανείς δεν θα θυμάται το πώς κέρδισες, παρά μόνον το αν κέρδισες». Η διαφορά του με τον Πορτογάλο είναι η ευελιξία του. Δεν προσπαθεί να προσαρμόσει την πραγματικότητα στο σύστημα, αλλά το αντίστροφο.
Στην Αγγλία, όπου το… «4-4-fucking-2» είναι πιο οικείο και από τη συννεφιά, δεν θέλησε να… τρομάξει τους οπαδούς της Τσέλσι. Μπήκε στη σεζόν με τέσσερις στην άμυνα, τον Καντέ μπροστά τους, τέσσερις χαφ και τον Κόστα στην κορυφή. Δεν χρειάστηκε πολλές αποτυχίες για να αντιληφθεί ότι το αγαπημένο του (στη Γιουβέντους και στην εθνική ομάδα της Ιταλίας) «3-4-2-1» ταίριαζε περισσότερο στα χαρακτηριστικά των παικτών του.
Στα επόμενα πέντε ματς (με Χαλ, Λέστερ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Σαουθάμπτον και Εβερτον) η Τσέλσι πέτυχε ισάριθμες νίκες, 16-0 τέρματα, και έπαιξε μπάλα που οι οπαδοί της δεν είχαν δει ούτε τη σεζόν 2014-2015, όταν κατέκτησαν το Πρωτάθλημα με τον Μουρίνιο. Χθες, η Τσέλσι διεύρυνε το σερί της σε εννιά διαδοχικές νίκες. Δεν είναι η πρώτη φορά. Τις τρεις από τις τέσσερις σεζόν που το ξανάκανε, στο τέλος πανηγύρισε τον τίτλο. Το ότι -εφέτος- δεν έχει ευρωπαϊκές υποχρεώσεις και έχει αποκλειστεί από το Λιγκ Καπ, της δίνει ένα σημαντικό αβαντάζ έναντι του ανταγωνισμού.
Ο Κόντε έχει… κάψει καρδιές: των παικτών του, των φιλάθλων των «Μπλε», αλλά και των τηλε-σκηνοθετών των καναλιών που μεταδίδουν τους αγώνες της Premier League, για τον εκδηλωτικό και παθιασμένο τρόπο με τον οποίο χαίρεται τα γκολ της Τσέλσι του. Πάνω απ’ όλα, αποδεικνύει πόσο ευεργετικό μπορεί να είναι το «άγγιγμα» ενός χαρισματικού προπονητή σε μια ομάδα που πολλοί θεωρούσαν ότι έχει κλείσει τον κύκλο της.
Σύμφωνα με τους «μπουκ» στην Αγγλία, ο Ιταλός θα βρίσκεται στη θέση του για τουλάχιστον 76 παιχνίδια πρωταθλήματος, δηλαδή δύο ολόκληρες σεζόν. Με αφεντικό κάποιον σαν τον Αμπράμοβιτς, για τον Κόντε -και για οποιονδήποτε προπονητή- αυτό το χρονικό διάστημα μοιάζει με… αιωνιότητα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News