Ηταν ο «μεσιέ νορμάλ» που έγινε πρόεδρος της Γαλλίας. Ηταν κατά κάποιους άλλους, πιο δηλητηριώδεις, ο «flamby», ένας γλυκούλης αλλά μαλθακός ηγέτης, σαν την κρεμ καραμελέ. Αυτό που θα μείνει όμως είναι ότι ο Φρανσουά Ολάντ εγκαταλείπει την προεδρία της χώρας του, αφήνοντας πίσω του «ερείπια», όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Ρεμί Γκοντό στο L’ Opinion.
Σκληρό; Σίγουρα. Αδικο; Iσως όχι τόσο. Ο Ολάντ παρέλαβε τη Γαλλία σε μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή, διαδεχόμενος τον Νικολά Σαρκοζί που ενδιαφερόταν περισσότερο για την Κάρλα Μπρούνι παρά για τη γαλλική οικονομία σε μια Ευρώπη που ήταν ήδη αποσταθεροποιημένη. Αλλά και ο ίδιος δεν κατάφερε κάτι θεαματικά καλύτερο. Η εφημερίδα Le Monde, στην ανάλυσή της μετά το διάγγελμα κατά το οποίο το βράδυ της Πέμπτης ο Ολάντ ανακοίνωσε ότι δεν θα διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία στο Μέγαρο των Ηλυσίων, παραδέχτηκε ότι πρόεδρος φρόντισε κάπως τα δημόσια οικονομικά, αλλά στην καταπολέμηση της ανεργίας δεν τα κατάφερε εγκαίρως –«η βασική μου δέσμευση ήταν η μείωση της ανεργίας. Τα αποτελέσματα έρχονται, αλλά πιο αργά απ’ ό,τι είχα πει. Αλλά είναι εδώ» είπε στο διάγγελμά του ο Ολάντ, χωρίς όμως να μπορεί να πείσει τους Γάλλους που θέλουν από τον πρόεδρό τους αποτελέσματα και όχι μελαγχολικές διαπιστώσεις.
Ο Ολάντ φεύγει από την προεδρία με μια πρωτοφανώς χαμηλή δημοτικότητα για ένοικο του Μεγάρου των Ηλυσίων. Το 4% που του έδιναν τα γκάλοπ αν έβαζε ξανά υποψηφιότητα είναι αρνητικό ρεκόρ για εν ενεργεία πρόεδρο. Οπως αρνητικό ρεκόρ είναι και το γεγονός ότι από το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου έγινε ο πρώτος ηγέτης της Πέμπτης Δημοκρατίας που δεν δοκιμάζει να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία.
Παράλληλα όμως αφήνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα σε υπαρξιακό βέρτιγκο. Ο ίδιος ο Ολάντ παραδέχτηκε με σπάνια γενναιότητα ότι η απόφασή του υπαγορεύτηκε από την αδυναμία του να ενώσει την βάση της Κεντροαριστεράς. Ως εκ τούτου η αποχώρησή του από το προσκήνιο μπορεί να αναγνωριστεί ως μια πράξη αυτοθυσίας ώστε να σωθεί η παράταξη.
Ηταν χωρίς άλλο μια δραματική και ιστορική στιγμή· «αυτή η ημέρα θα μείνει στα χρονικά», έγραψε το L’Express. Ολα άρχισαν γύρω στις 4.30 μ.μ. της Πέμπτης, όταν βουλευτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος καθώς και κάποιοι δημοσιογράφοι έλαβαν ένα ασυνήθιστο SMS από στενή συνεργάτιδα του πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς. Το SMS τους ενημέρωνε ότι «από τις 8 μ.μ. και μετά», το νούμερο του κινητού τηλεφώνου του γάλλου πρωθυπουργού δεν ισχύει και έδινε έναν άλλον αριθμό. Ολοι υποπτεύθηκαν ότι κάτι συμβαίνει. Αυτοί που ήταν κοντά στον Ολάντ, τον είδαν να περνά το απόγευμα στο γραφείο του. Εγραφε. Το διάγγελμά του, τη δική του απολογία προς τον γαλλικό λαό, θα την έγραφε μόνος του. Ηταν μια υποχώρηση, ένα «θλιβερό τέλος ύστερα από πέντε χρόνια κενού» όπως έγραψε πικρόχολα η κεντροδεξιά Figaro.
Η απογοήτευσή του στο τηλεοπτικό διάγγελμα, το οποίο παρακολούθησαν 14 εκατ. Γάλλοι, καθώς και η εικονογράφησή της στο -«Χωρίς εμένα»- πρωτοσέλιδο της Liberation την Παρασκευή, ίσως είναι το μόνο που ένωσε τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους αλλά κι αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό.
Οι Σοσιαλιστές καλούνται τώρα να βρουν έναν υποψήφιο που θα μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στη Μαρίν Λεπέν του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου και τον Φρανσουά Φιγιόν της γαλλικής Δεξιάς, και βεβαίως να ενώσει το κόμμα.
Το όνομα που έρχεται πρώτο στο μυαλό όλων είναι εκείνο του πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς. Μπορεί να ενώσει το κόμμα; Οι αναλυτές σημειώνουν πως κατά την πενταετία Ολάντ δημιουργήθηκαν διάφορα τμήματα μέσα στους Σοσιαλιστές που μετασχηματίστηκαν σε φράξιες και συνιστώσες με φυγόκεντρες δυνάμεις να ενισχύονται.
Ο Ολάντ είχε προσπαθήσει να λειτουργήσει συναινετικά μεταξύ αυτών των διαφορετικών τμημάτων και να «συνθέσει». Αλλά ούτε στις εσωκομματικές ισορροπίες αποδείχτηκε αποτελεσματικός. Η περίπτωση του Εμανουέλ Μακρόν που ήταν προσωπική του επιλογή στο υπουργείο Οικονομίας ως πιο κεντρώος αλλά τελικά τον πρόλαβε και ανακοίνωσε τη δική του ανεξάρτητη υποψηφιότητα για την προεδρία είναι χαρακτηριστική της απουσίας πολιτικού ενστίκτου από την πλευρά του Ολάντ.
Τα βλέμματα τώρα στρέφονται στον πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς, οι φιλοδοξίες του οποίου ήταν πασίγνωστες. Προ ημερών, είχε πιέσει τον Ολάντ να ξεκαθαρίσει τη θέση του για τις προεδρικές εκλογές..
Το μπαλάκι τώρα είναι στα χέρια του και πολύ σύντομα θα φανεί αν προχωρήσει στην αναμενόμενη κίνηση να θέσει υποψηφιότητα για το χρίσμα στις κάλπες του Απριλίου-Μαΐου. Στην τελευταία του συνέντευξη έλεγε πως «θέλει να ενώσει» το κόμμα του και να το βγάλει από την τροχιά «προδιαγεγραμμένης ήττας» στην οποία το βλέπει -εκείνος, οι δημοσκοπήσεις και σχεδόν καθένας στους δρόμους του Παρισιού.
Δεν είναι όμως ο μόνος από την κυβέρνηση Ολάντ που θα ζητούσε με αξιώσεις το χρίσμα. Ο Αρνό Μοντεμπούργκ είχε γίνει ήδη από το πρωί της Πέμπτης, πριν δηλαδή από το διάγγελμα Ολάντ, ο πρώτος ισχυρός υποψήφιος που δήλωσε «παρών». Και είναι ένα πρόσωπο που μοιάζει να «τιμωρεί» καρμικά τον Ολάντ: ο Μοντεμπούργκ ήταν στο υπουργείο Οικονομίας αλλά είχε καρατομηθεί από τον Ολάντ για να μπει στη θέση του ο πιο νεοφιλελεύθερος Μακρόν…
Πολλά γαλλικά μέσα θεωρούν επίσης πως ο υπουργός Εσωτερικών Μπερνάρ Καζνέβ (όχι λιγότερο σκληρός σε κάποια ζητήματα από τον Φιγιόν) έχει πιθανότητες. Και στη λίστα ονομάτων, σε αυτήν τη θολή ακόμη φάση, ακούγεται κάθε πιθανό όνομα, από τον Μπενουά Αμόν μέχρι και την Κριστιάν Τομπιρά ή τη Ναζά Μπελκασέμ -ή ακόμη και τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ, που είχε βάλει για πρόεδρος το 2007 (όταν έχασε από τον Σαρκοζί) και ήταν για χρόνια σύντροφος του Ολάντ, μέχρι που την παράτησε για τη Βαλερί Τριερβελέρ· άτιμο πράγμα το κάρμα, τελικά.
Οι διεκδικητές για το χρίσμα θα πρέπει να έχουν δημοσιοποιήσει επισήμως τις προθέσεις τους μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου και η αναμέτρηση στους Σοσιαλιστές θα γίνει σε δύο γύρους, στις 22 και 29 Ιανουαρίου.
Βέβαια υπάρχει και μια αισιόδοξη νότα. Τέτοιος χαμός ήταν πάντα ταυτισμένος με τις διαδικασίες στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας. «Πείτε μου μία φορά που οι Σοσιαλιστές ήταν ενωμένοι» σχολίασε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Κόμματος Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς για να προσθέσει:«Δεν ήμασταν ποτέ, το έχουμε στα γονίδιά μας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News