Οι πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Νοεμβρίου θα μείνουν για καιρό χαραγμένες στην μνήμη των Αμερικανών. Είναι οι ώρες που η είδηση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο νικητής της αμερικανικής εκλογικής μονομαχίας διαδίδεται αστραπιαία από όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Μια μονομαχία που πιο πολύ σαν ένα καλά σκηνοθετημένο ριάλιτι έμοιαζε, παρά προεκλογική διαδικασία, και φέρνει για θριαμβευτή έναν περίεργο τύπο, ένα πολιτικό καρτούν, που στην αρχή θα σε κάνει κι εσένα να γελάσεις μαζί του είτε με την εκκεντρική του εμφάνιση είτε με τις δηλώσεις του είτε με την παρουσία του στο «Τhe Simpsons». Πρόκειται για έναν άνθρωπο που πρόβαλλε ως πλεονέκτημα την έλλειψη εμπειρίας του στα κοινά και την εναντίωσή του στην υπάρχουσα συστημική πολιτική και μιντιακή ελίτ.
Αναντίρρητα με έξυπνους χειρισμούς, ποντάροντας στη δυστυχία των Αμερικανών, και αφού υποσχέθηκε με απέραντο λαϊκισμό καλύτερες μέρες ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, κατόρθωσε κάτι που πριν από ένα χρόνο φάνταζε στους περισσότερους ανέκδοτο. Με αυτή την ακραία ρητορική του κατάφερε να πείσει εκατομμύρια πολίτες που βρέθηκαν μετέωροι από την αναταραχή στην οικονομία να τον ψηφίσουν παραβλέποντας τα όσα αποκαλύφθηκαν όλη αυτή την περίοδο για τον ίδιο: από το γεγονός ότι δεν πλήρωνε την εφορία μέχρι τα σεξιστικά του σχόλια για τις γυναίκες αλλά και τις ρατσιστικές τοποθετήσεις του για τους μαύρους, τους ισπανόφωνους ή όποιους άλλους. Σκοπός μου φυσικά δεν είναι να σταθώ μεμονωμένα στην επικράτηση του Τραμπ αλλά να εστιάσουμε την προσοχή μας στο ότι η συγκεκριμένη νίκη έρχεται να προστεθεί σε ένα πλεγμα γεγονότων που συνομολογούν τη ραγδαία άνοδο του εθνικισμού που επιστρέφει σαν φάντασμα από το παρελθόν.
Ένα πλέγμα που συγκροτήθηκε πρώτα στη γηραιά ήπειρο, εδώ και μία τετραετία με την εμφάνιση της Λεπέν στη Γαλλία, την άνοδο των εθνικιστικών κομμάτων σε Ουγγαρία, Ολλανδία και φυσικά την Ελλάδα, αλλά και την επικράτηση στο πρόσφατο βρετανικό δημοψήφισμα του Φάρατζ. Οι οξύτατοι πολιτικοί κραδασμοί στην Ευρωπαϊκή Ενωση της οικονομικής κρίσης και του ρήγματος ανάμεσα στα ισχυρά κράτη ‒κυρίως του βορρά και σε αυτά που εμφανίζουν μεγάλη ύφεση και εύθραυστη οικονομία‒ έχουν μορφοποιηθεί σε δυο βασικές εκφάνσεις: από τη μία στην επανάκαμψη του φαινομένου του ευρωπαϊκού εθνικισμού και της ξενοφοβικής ακροδεξιάς και από την άλλη σε έναν εντεινόμενο ευρωσκεπτικισμό.
Πράγματι συνιστά γεγονός ότι όλο και περισσότερες φωνές, τόσο εκτός όσο και εντός Ελλάδος, κυρίως νέοι, επικρίνουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και αδυνατούν να πιστέψουν ότι η ενωμένη Ευρώπη είναι σε θέση να λύσει τα προβλήματα των λαών της. Η οικονομική υποβάθμιση και ο κατακερματισμός των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων με τις πολιτικές στείρας λιτότητας, απόρροια του νεοφιλελεύθερου πνεύματος, νομιμοποίησε ιδεολογικά τη δράση αυτών των υπερσυντηρητικών σχηματισμών που πέρα από εθνικιστική και συχνά ξενοφοβική δραστηριότητα ανέπτυξαν και μία αντιευρωπαϊκή ιδεολογική πλατφόρμα.
Θα ήταν λάθος να μην αποτελέσει κοινή ομολογία ότι τα οράματα των ιδρυτών της Ε.Ε κάποιες δεκαετίες μετά έχουν διαψευσθεί. Οι επιλογές των σημερινών θεσμών της τόσο σε επίπεδο οικονομίας (με το ευρώ κοινό νόμισμα) όσο και σε θέματα γενικότερης πολιτικής κρίσης (όπως το μεταναστευτικό) συνθλίβουν την έννοια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, της Ευρώπης των λαών.
Για πολλούς μέσα στο πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί παρηχούν μνήμες της δεκαετίας του 1930, της γνωστής μεταπολεμικής περιόδου. Τότε δηλαδή, που αναδύθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο ακροδεξιά κινήματα που κατόρθωσαν να πάρουν την εξουσία κυρίως λόγω της οικονομικής και πολιτικής εξασθένισης των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων μετά και την παγκόσμια κρίση που ξέσπασε με το κραχ του 1929.
Σίγουρα λοιπόν, αυτή η οικονομική κρίση ενέχει μια ομοιότητα με τη σημερινή, και αυτό που μένει να φανεί είναι αν θα επαναληφθεί ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που ενίσχυσε την καθιέρωση των τότε αντιδημοκρατικών καθεστώτων. Φυσικά κάνω λόγο για την πολιτική αδρανοποίηση των τότε δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων που έδειξαν αδιανόητη ανοχή, ακολουθώντας ουσιαστικά κατευναστική πολιτική απέναντι σε αυτές τις ιδεολογίες.
Αυτό που επομένως περιμένω να δω είναι το πώς τα προοδευτικά κόμματα ευρωπαϊκού προσανατολισμού θα αντιδράσουν σε αυτά τα συμπτώματα εθνικισμού που δείχνουν να επιστρέφουν σταθερά από το παρελθόν. Σε αντίθεση με την τακτική που ακολουθούν ως τώρα, με το να κλείνουν δηλαδή τα μάτια στα προβλήματα που απασχολούν τους Ευρωπαίους, οφείλουν να εμβολιάσουν τον πολιτικό λόγο τους με κριτική προς το υφιστάμενο παθογενές ευρωπαϊκό σύστημα. Ουσιαστικά πρέπει να αντιληφθούν ότι το σαθρό της όλης κατάστασης έγκειται στο ότι τα θεμέλια της ενοποίησης έχουν τεθεί σε οικονομικά μεγέθη και συμφέροντα, βάζοντας φράγματα στα όνειρα για μία ένωση αλτρουισμού.
Ίσως το τωρινό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί ‒ή δεν θέλει‒ να βρει λύσεις και ίσως χρειαστεί να αναδειχθούν νέες εκσυγχρονιστικές πολιτικά δυνάμεις. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα που φαίνεται να ηγεμονεύει σε Eυρωβουλή και Eurogroup δείχνει ανήμπορο να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα καίρια ζητήματα που απειλούν την ομοιογένεια της Ενωσης και ευρύτερα την ύπαρξή της. Οι προοδευτικές δυνάμεις που θα επιμεριστούν την ευθύνη αντιμετώπισης αυτής της ακροδεξιάς εθνικιστικής και αντιευρωπαϊκής ρητορείας που δυναμώνει χρειάζεται να ξεκινήσουν μία «επανάσταση» της κοινής λογικής, με ένα από τα κύρια αιτήματά της να είναι μια μεταρρύθμιση που θα επιφέρει τον εκδημοκρατισμό της Ενωσης και τη μεταβολή των σημερινών θεσμικών χαρακτηριστικών της.
Σε αυτή την κρίσιμη στροφή που βρισκόμαστε τον πιο καταλυτικό ρόλο για ακόμα μια φορά θα τον παίξουν οι πολίτες, όχι μόνο της Ευρώπης όπως είδαμε, που θα κληθούν να επιλέξουν είτε τον δρόμο της αλληλεγγύης και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε την επιστροφή στο έθνος-κράτος, τον απομονωτισμό και τον εθνικισμό, αναζητώντας μια φρούδα ελπίδας σωτηρίας…
*Ο Γιάννης Μανδράου, είναι φοιτητής Νομικής ΑΠΘ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News