Πώς θα ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου σε μια αμιγώς σοσιαλιστική Ελλάδα; Πόσο ίδια και πόσο διαφορετική; Μπορούμε να φανταστούμε κάτι τέτοιο και τι νόημα θα είχε; Μια απάντηση από το χώρο της λογοτεχνίας δίνει ο συγγραφέας Δημήτρης Φύσσας στο βιβλίο του «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας το 2005. Πρόκειται για μυθιστόρημα ιστορικής φαντασίας, που περιγράφει τη δυστοπία μιας Ελλάδας που μετά την αποχώρηση των Γερμανών το 1944 προσχωρεί στο σοβιετικό μπλοκ και μετατρέπεται σε Λαϊκή Δημοκρατία. Νέα σημαία, νέα σύμβολα, νέα σύνορα, μετονομασίες οδών και υπηρεσιών, κρατικοποίηση κάθε ιδιωτικής περιουσίας ή επιχείρησης. Μια νέα πολιτική γεωγραφία, αντεστραμμένο είδωλο της πραγματικής: η Ελλάδα ως κομμουνιστική σφήνα στην Ανατολική Μεσόγειο, περιζωσμένη από αντιδραστικά κράτη της Δυτικής συμμαχίας και σε διαρκή ένταση με το κράτος της Κύπρου, όπου καταφεύγουν εξόριστοι οι παλιοί πολιτικοί και οι νοσταλγοί του αστικού συστήματος. Και στη μέση ο αγώνας και το πάθος δυο απλών ανθρώπων, του Βαγγέλη και της Λαοκρατίας, για ελευθερία και δημοκρατία, ίδια και απαράλλαχτα σε κάθε εποχή και με κάθε καθεστώς.
Λαϊκή αγανάκτηση
Επειτα από 29 συναπτά έτη μονοκομματικής κομμουνιστικής διακυβέρνησης, η λαϊκή αγανάκτηση βρίσκει επιτέλους διέξοδο προς την επιφάνεια. Φοιτητές και φοιτήτριες κλείνονται στο Πολυτεχνείο και ζητούν την κατάργηση της δικτατορίας του ΚΚΕ, ελεύθερες εκλογές, ανεμπόδιστη έκφραση και επικοινωνία με τη Δύση. Γρήγορα η φωτιά εξαπλώνεται και πλήθη λαού προσχωρούν στην εξέγερση. Με το άχθος τόσων χρόνων καταπίεσης, καταλαμβάνουν και λεηλατούν δημόσια κτίρια, αφοπλίζουν μονάδες στρατού, επαναφέρουν τα παλιά «αστικά» ονόματα των δρόμων, γκρεμίζουν με μπουλντόζα το φαραωνικό άγαλμα του Λένιν που δεσπόζει στην πρώην πλατεία Συντάγματος, φέρουσα από το 1944 το όνομα του αρχηγέτη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Διαρπάζοντας όπλα και πολεμοφόδια από κρατικές αποθήκες, συγκρούονται με τους μισητούς άνδρες της Λαϊκής Κρατικής Ασφάλειας (ΛΑΚΡΑΣΦΑ) που εδρεύει στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ Αμαλίας και Φιλελλήνων. Οι διαδηλωτές δεν προλαβαίνουν να σώσουν τους πολιτικούς κρατουμένους στα υπόγεια του κτιρίου, που εκτελούνται από τους πολιορκημένους και έντρομους πραιτωριανούς, τιμωρούν όμως παραδειγματικά δύο από τους δημίους μετά την άλωση του κομμουνιστικού κάστρου.
Η Πατησίων είναι «Νίκου Ζαχαριάδη», η Μεσογείων είναι «Φιλίας των Λαών», το Πολυτεχνείο λέγεται «Νίκος Κιτσίκης», η Σταδίου «λεωφόρος Κιλελέρ», οι παλιές φυλακές Αβέρωφ στην Αλεξάνδρας γλιτώνουν την κατεδάφιση, παραμένουν στη θέση τους και αποκαλούνται σκωπτικά «Μπολσόι»
Οι εμφύλιες συγκρούσεις, ένας Δεκέμβρης του ’44 που γίνεται με καθυστέρηση τριάντα ετών και παίρνει πολύ αγριότερη μορφή, επεκτείνονται σε όλο το κέντρο της Αθήνας και τις συνοικίες. Η ειρηνική εξέγερση εξελίσσεται σε σφαγείο, όπως στην Ουγγαρία του 1956. Τελικά οι νομιμόφρονες δυνάμεις του ΚΚΕ καταστέλλουν την αντεπανάσταση με τη βοήθεια σοβιετικών αρμάτων μάχης, που σταθμεύουν μόνιμα σε βάσεις επί ελληνικού εδάφους. Ακολουθούν δίκες, εκτελέσεις, εκτοπίσεις, σκλήρυνση του ζυγού. Στο περιθώριο των γεγονότων η πρωταγωνίστρια, η φοιτήτρια Λαοκρατία, που έχει μόλις αποφυλακιστεί μετά από έκτιση εξαετούς ποινής κάθειρξης για «αντισοσιαλιστική» δραστηριότητα, και τώρα κατέχει συντονιστικό ρόλο στην εξέγερση, έρχεται πολύ κοντά με έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο του Κόμματος, τον Μελέτη. Καθώς καταβάλλουν μάταιες προσπάθειες να πνίξουν την υποφώσκουσα ερωτική έλξη που αισθάνονται ο ένας για τον άλλο, οι δύο επιφανείς εκπρόσωποι των δύο αντίπαλων στρατοπέδων μοιράζονται τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς τους για την πολιτική τους στράτευση. Η τελική μοίρα και των δύο είναι τραγική. Η Λαοκρατία σκοτώνεται με το όπλο στο χέρι, μετά την εισβολή των τεθωρακισμένων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στο χώρο του Πολυτεχνείου. Ο Μελέτης, κάποτε μέλος του Πολιτικού Γραφείου και πιθανός διάδοχος του Γενικού Γραμματέα, εκτελείται ως αποδιοπομπαίος τράγος αφού πρώτα υποχρεώνεται να ομολογήσει ποταμούς ψευδών κατηγοριών, σε μια ελληνική επανάληψη των σταλινικών δικών της Μόσχας. Ο διάλογος του με τον ανακριτή, που είναι ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, αποτελεί έξοχη δημιουργική ανάπλαση των αντίστοιχων διαλόγων στο οργουελιανό 1984. Η ελληνική εκδοχή του Ουίνστον Σμιθ συνθλίβεται από την κυνική κτηνωδία του «συντρόφου» του, που του εξηγεί πόσο «αντικειμενικά» καλός για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι ο θάνατος του ως προδότη, αντιδραστικού και φασίστα∙ του αποκαλύπτει το μεγαλείο του διαλεκτικού υλισμού που σαν οδοστρωτήρας θα εκμηδενίσει τη θλιβερή οπορτουνίστικη ύπαρξη του, επιλύοντας κάθε αντίφαση στο όνομα της Προόδου.
Η αριστερή κριτική
Το βιβλίο του Φύσσα, λογοτέχνη με θητεία στην Αριστερά, έρχεται να αναβιώσει μια παράδοση πολιτικής λογοτεχνίας στην οποία παλιότερα ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος είχε δώσει τον περίφημο χαρακτηρισμό «μαύρη». Μια λογοτεχνία της «αντίδρασης», που αμφισβητούσε την εαμική αντιστασιακή ορθοδοξία: Ρόδης Ρούφος («Το Χρονικό μιας Σταυροφορίας»), Αλέξανδρος Κοτζιάς («Πολιορκία), Νίκος Κάσδαγλης («Τα δόντια της μυλόπετρας»), Θεόφιλος Φραγκόπουλος («Τειχομαχία»), έως τον Θανάση Βαλτινό και την πολύκροτη «Ορθοκωστά». Οι εξ αριστερών κριτικές εξαπέλυσαν την κατηγορία, υπερβολική και συγχρόνως αναμενόμενη, ότι το βιβλίο αναπαράγει την ύπουλη «θεωρία των δύο άκρων», εξομοιώνοντας τη φασιστική χούντα της 21ης Απριλίου με τα τελείως διαφορετικής υφής καθεστώτα του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Ότι αμαυρώνει και διαστρέφει τον αγώνα των φοιτητών και τα αιτήματα του «Πολυτεχνείου» για να εξυπηρετήσει μια νεοφιλελεύθερη ατζέντα.
Ίσως πράγματι το κεντρικό εύρημα –μια αντικομμουνιστική εξέγερση που λαμβάνει χώρα τις ίδιες ακριβώς ημέρες με την πραγματική– να μοιάζει από μόνο του κάπως απλοϊκό, ωστόσο οι λογοτεχνικές αρετές δεν λείπουν από το βιβλίο. Είναι ένα μυθιστόρημα πολυφωνικό, με εν μέρει σπονδυλωτή δομή, όπου ο παντογνώστης αφηγητής εναλλάσσεται με τις πρωτοπρόσωπες υποκειμενικές οπτικές των ηρώων. Στο κείμενο παρεισφρέουν διαρκώς αποσπάσματα σε πλάγια γραμματοσειρά, που αντιστοιχούν σε φράσεις παρμένες από το πραγματικό ιστορικό υλικό της περιόδου, αναπλαισιωμένο για τις ανάγκες της μυθοπλασίας. Ο συγγραφέας χτίζει ένα νέο σύμπαν χαρακτήρων και τοπογραφικών αναφορών, αντλώντας τα δομικά υλικά του από την αυθεντική ιστορία και συμπληρώνοντας με έξυπνη χρήση της τέχνης των αναλογιών.
Μία «προφητεία» για τον ΣΥΡΙΖΑ;
Η σοσιαλιστική εποχή της Ελλάδας «αναπαρίσταται» με εξαιρετική αληθοφάνεια και πειστικότητα∙ καθώς βυθίζεται στον κόσμο του βιβλίου, γρήγορα ο αναγνώστης συλλαμβάνει έκπληκτος τον εαυτό του να υιοθετεί παιγνιωδώς τις νέες σοσιαλιστικές ονομασίες που του υποβάλλει ο συγγραφέας: η Πατησίων είναι «Νίκου Ζαχαριάδη», η Μεσογείων είναι «Φιλίας των Λαών», το Πολυτεχνείο λέγεται «Νίκος Κιτσίκης», η Σταδίου «λεωφόρος Κιλελέρ», οι παλιές φυλακές Αβέρωφ στην Αλεξάνδρας γλιτώνουν την κατεδάφιση, παραμένουν στη θέση τους και αποκαλούνται σκωπτικά «Μπολσόι» κ.ο.κ. Θα πρέπει επίσης να πιστώσουμε στον συγγραφέα ένα είδος προφητικότητας και οξυμένου πολιτικού αισθητηρίου, καθώς πλέον, μετά την ανάδειξη της αριστερής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, το βιβλίο ξαναδιαβάζεται υπό νέο πρίσμα.
Συνολικά πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα εναλλακτικής ιστορίας (counterfactual history / «what if» history), γραμματειακού είδους που γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση τα τελευταία χρόνια και επικοινωνεί σε πολλαπλά επίπεδα με την «κανονική» ακαδημαϊκή ιστοριογραφία. Nα φανταστούμε τα πράγματα αλλιώς, να συνειδητοποιήσουμε ότι η ιστορία δεν είναι προδιαγεγραμμένη από κάποιο αόρατο χέρι της Πρόνοιας αλλά θα μπορούσε να έχει χίλιες διαφορετικές εκβάσεις, να ξανοιχτούμε στην απέραντη επικράτεια της ενδεχομενικότητας (contingency), μακριά από τον μικρόψυχο και δυσκοίλιο ντετερμινισμό, εκεί που όλα είναι δυνατά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News