«Ορκιζόμαστε αβιάστως να φυλάξωμεν την πατρίδα μας… Και ορκίζομαι εγώ πρώτος ο Μακρυγιάννης να φυλάξω όλα αυτά…». Έτσι, με την επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη, το 1843, η χώρα αποκτά το πρώτο της Σύνταγμα μετά την αναγνώρισή της ως ανεξάρτητης ηγεμονίας.
Στις 17 Οκτωβρίου του 1864 ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας, που καθιερώνει το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, ενώ έναν αιώνα μετά και μετά από δυο παγκόσμιους πολέμους φτάνουμε στην ιδρυτική πράξη της μεταπολιτευτικής συνταγματικής περιόδου την εισαγωγή δηλαδή του Συντάγματος του 1975, το οποίο θεωρείται ότι λειτούργησε ως ασφαλές πλαίσιο της πολιτικής ομαλότητας στη μεταδικτατορική Ελλάδα. Το αρχικό κείμενο του Συντάγματος αναθεωρήθηκε τρεις φορές (1986/2001/2008).
Το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε για πρώτη φορά το 1986 αφού είχε προηγηθεί µακρά επιστημονική και πολιτική συζήτηση ως προς το εύρος των προεδρικών αρμοδιοτήτων. Κατά την πρώτη δεκαετία της ισχύος του Συντάγματος του 1975, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εφοδιάστηκε με ένα σύνολο αρμοδιοτήτων (τις λεγόμενες «υπερεξουσίες» με κορυφαίες εξ αυτών το δικαίωμα παύσεως της κυβέρνησης και διάλυσης της Βουλής), οι οποίες, μολονότι ουδέποτε ασκήθηκαν στην πράξη, καθιστούσαν τον ρόλο του κάτι παραπάνω από απλά «ρυθμιστικό» του πολιτεύματος.
Η αναθεώρηση του 1986 επικεντρώθηκε στο κεφάλαιο του Συντάγματος που αφορά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατάργησε τις « βασιλικές αρμοδιότητες» (κύρωση των νόμων, χορήγηση αμνηστίας, Συμβούλιο Δημοκρατίας) και μετέφερε τις λεγόμενες προεδρικές «υπερεξουσίες» στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό, στους οποίους και ανέθεσε την αποφασιστική αρμοδιότητα για την προκήρυξη δημοψηφίσματος και κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, μετατρέποντας το πολίτευμα σε πρωθυπουργοκεντρικό.
Η αναθεώρηση του 2008 «απέτυχε» λόγω «ιδεοληψιών και λόγω του ότι δεν μπορούσαν εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις να συμφωνήσουν και εσωτερικά τα κόμματα να ομονοήσουν.
Στην αναθεώρηση του 2001 εισάγεται η διάταξη που αφορά στον Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών που επιφύλασσε την προνομιακή μεταχείριση υπουργών και υφυπουργών έναντι των υπολοίπων πολιτών, ώστε να θεωρεί νόμιμη την παραγραφή ακόμη και αξιόποινων πράξεών τους μετά την παρέλευση πενταετίας.
Η αναθεώρηση του 2008 «απέτυχε» λόγω «ιδεοληψιών και λόγω του ότι δεν μπορούσαν εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις να συμφωνήσουν και εσωτερικά τα κόμματα να ομονοήσουν. Καταλήξαμε λοιπόν στο να μην υπάρξει ουσιαστικά αναθεώρηση το 2008, αλλά απλώς να υφίσταται ως ιστορική αναφορά.
Έτσι φτάνουμε στη συνταγματική αναθεώρηση που προτείνει η κυβέρνηση θέτοντας σε δημόσιο διάλογο τα εξής θέματα:
- Διατήρηση ή η αύξηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας
- Εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη βάση
- Εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας (δηλαδή μια κυβέρνηση να χάνει τη δεδηλωμένη μόνο αν προκύπτει νέα δεδηλωμένη από την ίδια Βουλή). Πρόκειται για πρόταση του Ν. Αλιβιζάτου και άλλων συνταγματολόγων
- Ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτών και υπουργών
- Σχέσεις κράτους – Εκκλησίας και η πρόταση για διαχωρισμό
- Κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο
- Ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων
- Κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών
- Αλλαγή στη διαδικασία για την άρση της ασυλίας των βουλευτών
Για τον σκοπό αυτό το συστάθηκε μια ακόμη επιτροπή με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο της «Εθνικής επιτροπής διαλόγου» για τη συνταγματική αναθεώρηση. Στόχος της επιτροπής είναι η διεξαγωγή μια δημόσιας και ευρείας συζήτησης πριν από την εκκίνηση της προβλεπόμενης εκ του συντάγματος κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Η επιτροπή παρουσιάζει μία ενδιαφέρουσα σύνθεση, με πληθώρα μελών από τον επιχειρηματικό, ακαδημαϊκό και πολιτικό χώρο, με παρουσίες ακόμα και από τον χώρο της τέχνης.
Συντονιστής της επιτροπής θα είναι ο κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ Μιχάλης Σπουρδαλάκης. Μέλη της επιτροπής είναι, από τον ακαδημαϊκό χώρο οι Ιωάννης Γκόλιας (Πρύτανης ΕΜΠ), Αθανάσιος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), Ναπολέων Μαραβέγιας (Καθηγητής ΕΚΠΑ), Νίκος Μουζέλας (Ομότιμος Καθηγητής LSE), Πέτρος Παραράς (Ομότιμος Καθηγητής ΔΠΘ, πρώην αντιπρόεδρος ΣτΕ) και Ανδρέας Δημητρόπουλος (Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ).
Ένα μόλις εικοσιτετράωρο από την ανακοίνωση της Εθνικής επιτροπής διαλόγου παραιτήθηκε ο καθηγητής Πέτρος Παραράς, μετά από δημοσιεύματα που αποκάλυπταν την συμμετοχή του σε συνταγματική επιτροπή κατά την περίοδο της δικτατορίας
Από τον επιχειρηματικό χώρο συμμετέχουν οι: Κωνσταντίνος Μίχαλος (Πρόεδρος Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας) και Αναστάσιος Τζήκας (Πρόεδρος Συνδέσμου Εταιριών Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας). Εκτός από τους εκπροσώπους του επιχειρηματικού και ακαδημαϊκού χώρου, επελέγη ως μέλος της επιτροπής ο ηθοποιός Γιώργος Κιμούλης, ενώ ως εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης επελέγησαν η Περιφερειάρχης Αττικής, Ρένα Δούρου και ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας, Κώστας Αγοραστός.
Ένα μόλις εικοσιτετράωρο από την ανακοίνωση της επιτροπής παραιτήθηκε ο καθηγητής Πέτρος Παραράς, μετά από δημοσιεύματα που αποκάλυπταν την συμμετοχή του σε συνταγματική επιτροπή κατά την περίοδο της δικτατορίας. Είχαν προηγηθεί οι σφοδρές αντιδράσεις, καταγγελίες και αντιρρήσεις κομμάτων και φορέων για μεθοδεύσεις, ατολμία, προσχηματικό και ανούσιο διάλογο, εμμονή και ιδεοληψία, αδυναμία σύνθεσης θέσεων και απόψεων.
Επαναλαμβάνεται δηλαδή ακριβώς η ίδια θλιβερή εικόνα των προηγούμενων συνταγματικών αναθεωρήσεων μιας αδιέξοδης και ατέρμονης αντιπαράθεσης σε μια από τις κορυφαίες εκφάνσεις του πυρήνα της δημοκρατίας μας, του σημαντικότερου μέσου έκφρασης και εφαρμογής της: το Σύνταγμα.
Το σύνολο δηλαδή των νόμων και των διατάξεων που καθορίζουν όχι μόνον τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, αλλά και προσδιορίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά του, την πολιτειακή δομή του, τις προτεραιότητες και τις επιδιώξεις του, εκφράζοντας ουσιαστικά το όραμα και τους στόχους για τις επόμενες δεκαετίες.
Και βέβαια οι συνεχείς καταστρατηγήσεις καθώς και οι κατά το δοκούν ερμηνείες των συνταγματικών διατάξεων, οι αυθαίρετες νομοθετικές πράξεις, η απουσία Ανώτατου Συνταγματικού δικαστηρίου, (που θα λειτουργεί ανεξάρτητα από τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές της βουλής και την επιτροπή συνταγματικού ελέγχου), οι κομματικές παρεμβάσεις και η χρήση του συντάγματος, ως μέσο επίτευξης των μακροπρόθεσμων κυβερνητικών επιδιώξεων, αποδυνάμωσαν την συνταγματική ισχύ.
Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των πολλαπλών εκλογικών νόμων, που αλλοιώνουν τη λαϊκή βούληση, διαστρεβλώνουν το εκλογικό αποτέλεσμα και τελικώς αποδυναμώνουν αυτή καθαυτή την εκλογική διαδικασία θεσμικά και λειτουργικά, ενισχύοντας αυθαίρετα και κατά περίπτωση το πρώτο κόμμα καθώς και συντηρούν φαινόμενα εκλογικής πελατείας, ύποπτων οικονομικών ενισχύσεων, διαφθοράς και διαπλοκής, ειδικά σε μεγάλες περιφέρειες, προκειμένου οι υποψήφιοι βουλευτές να καταφέρουν να εκλεγούν. (Αυτά τα άθλια και υπονομευτικά φαινόμενα για τη δημοκρατία και το κύρος της βουλής, θα γίνουν σαφώς εντονότερα στις επόμενες εκλογές οι οποίες θα γίνουν με λίστα!)
Αλλά και από την πλευρά των υποτίθεται θεσμικών θεματοφυλάκων του συντάγματος και των νόμων παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα, όλο και συχνότερα, ανησυχητικά φαινόμενα που δεν βοηθούν καθόλου στην προάσπιση και την διασφάλιση των κανόνων και των αξιών που διέπουν τη δημοκρατία μας και ορίζουν τους διακριτούς ρόλους των εξουσιών της (νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής).
Το σύνταγμα χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο κομματικών ή επιχειρηματικών επιδιώξεων, αρκετές φορές από όλα τα κόμματα εξουσίας
Χαρακτηριστικά, πρόσφατα και επίκαιρα παραδείγματα αποτελούν, η διφορούμενη και πάντως άτολμη στάση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με το θέμα των τηλεοπτικών αδειών καθώς και το πρωτοφανές αίτημα της προέδρου του Αρείου Πάγου κας Θάνου, σχετικά με την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστών που με βάση το ισχύον Σύνταγμα αποχωρούν υποχρεωτικά με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των δικαστικών ενώσεων (Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, Δικαστικών Λειτουργών ΣτΕ και Ελεγκτικού Συνεδρίου, Διοικητικών Δικαστών και μελών του ΝΣΚ), οι οποίοι στις ανακοινώσεις τους έθεταν το αυτονόητο όριο της συνταγματικής αναθεώρησης, ως αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσει μία τέτοια ρύθμιση.
Παρόμοια φαινόμενα όμως είχαμε και σε προηγούμενες συνταγματικές αναθεωρήσεις, όπως ήδη επισημάνθηκε. Το σύνταγμα χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο κομματικών ή επιχειρηματικών επιδιώξεων, αρκετές φορές από όλα τα κόμματα εξουσίας, προστασίας κοινωνικών ομάδων εις βάρος άλλων, χειραγώγησης και απονεύρωσης των πολιτών, εκφράζοντας ολοένα και λιγότερο όλες τις διαστρωματώσεις και τα συμφέροντά τους με δικαιοσύνη, όραμα και προοπτική.
Δυστυχώς η έννοια, η βαρύτητα και το περιεχόμενο του συντάγματος, ήδη από το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδος του 1843, δεν έγιναν σχεδόν ποτέ απολύτως κατανοητά και δεν υιοθετήθηκαν σε όλο το εύρος της ελληνικής κοινωνίας, παρά το γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης. Το σύνταγμα, ειδικά σε ό,τι αφορά το είδος του πολιτεύματος, αποτελούσε πάντα πεδίο σύγκρουσης και αντιπαράθεσης, διχασμού και διαμάχης, μέχρι και την πιο πρόσφατη ιστορία. Από τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή του πρώτου εθνικού διχασμού (1914-1917), μέχρι και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, με το δημοψήφισμα του 1974. Αντίθετα με άλλες δημοκρατίες (Γαλλία, Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες κλπ), η ουσία και οι βασικές συνταγματικές διατάξεις αγνοούνται από πολίτες, φορείς και πολιτικούς.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η θέσπιση ευρωσυντάγματος, ευρωβουλής και ανάλογων θεσμών και οργάνων σε συνδυασμό με τη σταδιακή εκχώρηση εξουσιών από τα εθνικά κοινοβούλια στις Βρυξέλλες, σε κρίσιμα θέματα όπως της οικονομίας, παιδείας, υγείας, εξωτερικής πολιτικής κλπ, ενέτειναν τη σύγχυση και την αδιαφορία των πολιτών για έναν μηχανισμό εξουσίας που θεωρούν ότι δεν τους αφορά.
Η κρίσιμη όμως διαφορά της σημερινής κατάστασης με όσα συνέβησαν στο παρελθόν εντοπίζεται σε τρεις άξονες και καθορίζει τον βαθμό ανευθυνότητας και θεσμικής ανεπάρκειας της εκάστοτε ηγεσίας καθώς και το πολιτειακό αδιέξοδο στο οποίο οδηγούμαστε.
Πρώτον η χώρα βρίσκεται σε μακρόχρονη και πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική κρίση. Η βαθιά ύφεση κι ο αποπληθωρισμός συνεχίζονται για έκτη(!) συνεχόμενη χρονιά ενώ οι προβλέψεις ακόμα και των πλέον αισιόδοξων οικονομικών αναλυτών και θεσμών (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκή επιτροπή διαχείρισης χρέους, Υπ.Οικ. ΗΠΑ, W.B, οίκοι αξιολόγησης κλπ) είναι μάλλον δυσοίωνες. Την ίδια στιγμή η Μεγάλη Βρετανία θα ξεκινήσει τις διαδικασίες αποχώρησης στο προσεχές εξάμηνο, η Ισπανία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Γαλλία, αλλά και οι Η.Π.Α βρίσκονται μπροστά σε εκλογές ή δημοψηφίσματα, αλλά και σε νέα πιθανή οικονομική κρίση (χαρακτηριστικά είναι τα προβλήματα της Deutsche Bank, η συνεχιζόμενη αύξηση του ιλιγγιώδους ελλείμματος των Η.Π.Α, η κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας, η πτώση της τιμής του πετρελαίου κλπ).
Την ίδια στιγμή ο χώρος της Μ. Ανατολής είναι πλήρως αποσταθεροποιημένος, με αποκορύφωμα το δράμα της Συρίας όπου πάνω στα ερείπια μιας ισχυρής και ευημερούσας χώρας αναβιώνει ο ψυχρός πόλεμος, αυτή τη φορά με πρωταγωνιστές τις χώρες του ΝΑΤΟ και την ενισχυμένη Ρωσική ομοσπονδία.
Δεύτερον η Τουρκία, περνά σε μια μετακεμαλική εποχή με έναν πανίσχυρο Ερντογάν που μετά το αμφιλεγόμενο πραξικόπημα θέτει ευθέως θέματα σε όλα και προς όλα τα μέτωπα, αμφισβητώντας, διεθνής συνθήκες και κανόνες, οργανισμούς και αποφάσεις, κι αδιαφορώντας για το διεθνές δίκαιο και τις σχέσεις καλής γειτονίας.
Μια Τουρκία που χρησιμοποιεί την προσφυγική κρίση ως όπλο και μέσο πίεσης των ευρωπαϊκών θεσμών που για μια ακόμη φορά παρακολουθούν, μάλλον αμήχανα, ένα καθεστώς που διώκει αντιφρονούντες, απειλεί και απολύει χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, με πρόσχημα την συμμετοχή τους στον μηχανισμό του εξόριστου Γκιουλέν, κλείνει σχολεία, πανεπιστήμια, εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς.
Το νεοοθωμανικό καθεστώς Ερντογάν ταυτόχρονα εγείρει αξιώσεις σε όλο το Αιγαίο και τη Θράκη, θέτει θέμα αλλαγής συνόρων, παρεμποδίζει ενέργειες έρευνας διάσωσης και στρατιωτικές ασκήσεις ακόμη και μερικά ναυτικά μίλια από την Εύβοια, τορπιλίζει τον διάλογο για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος και φυσικά παραμένει ανυποχώρητη σε κάθε διαχρονικό αίτημα από την ελληνική διπλωματία
Και τρίτον τα κόμματα συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης διαγκωνίζονται είτε για την παραμονή τους στην εξουσία, είτε για τη συμμετοχή τους σε αυτήν. Βλέποντας όλο και πιο πιθανό το ενδεχόμενο νέων βουλευτικών εκλογών, αγωνιούν όχι για την κρισιμότητα των ιστορικών στιγμών ‒σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο‒ αλλά για τα εκλογικά τους ποσοστά, τις έδρες και την πολυπόθητη είσοδό τους στη Βουλή.
Έχοντας λάβει επισφαλή δάνεια εκατομμυρίων, που ουσιαστικά δεν πρόκειται να αποπληρωθούν ποτέ και που λειτούργησαν εδώ και χρόνια ως τρόποι «νόμιμης» χρηματοδότησης, που αναπόφευκτα κατέληξε σε παράνομη συναλλαγή και διαπλοκή. Αδυναμία συνεννόησης και σύνθεσης, κομματικές φατρίες και επίδοξοι σωτήρες, πόλοι και σχήματα που καταρρέουν κάτω από το βάρος των ιστορικών εξελίξεων, και ηγέτες που κινούνται στα όρια του γραφικού ή του πολιτικάντη περασμένων δεκαετιών.
Και την ίδια στιγμή, όπως συμβαίνει σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, η ακροδεξιά καταφέρνει να εκμαυλίζει συνειδήσεις, να ξεφεύγει από τη δικαιοσύνη (πάρα τις βαρύτατες κατηγορίες που αντιμετωπίζει) και τελικώς να υποβαθμίζει τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ευτελίζοντας θεσμούς και αξιώματα.
Ο πνευματικός κόσμος και η διανόηση που διαχρονικά λειτουργούσε ως πυροκροτητής και καταλύτης πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, παραμένει σε κατάσταση νευροφυτικής αφασίας, συμβιβασμένη και απαθής παρακολουθεί από απόσταση ασφαλείας, μια ολόκληρη κοινωνία να βυθίζεται σταδιακά και να παραπαίει σε μια απέραντη κινούμενη άμμο χαμένων ονείρων και ευκαιριών. Δεν προτείνει λύσεις, δεν προβάλει αξιώσεις, δεν διεκδικεί, δεν αντιστέκεται.
Ενώ η συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ριζική ανατροπή της σημερινής κατάστασης ‒έστω και με δεδομένη την ουσιαστική απώλεια νομοθετικής αυτονομίας αφού τα νομοσχέδια πρέπει πρώτα να εγκρίνονται από τους θεσμούς‒ παραμένει στο όριο της συμβιβαστικής μεταρρύθμισης, μιας καταδικασμένης να αποτύχει «εσωτερικής τακτοποίησης»
Οι άλλοτε πνευματικοί ταγοί, οι θεματοφύλακες της πολιτειακής και κοινωνικής ομαλότητας, σιωπούν, προσπαθώντας να διατηρήσουν οφίκια και τίτλους, δίχως ουσιαστικό αντίκρισμα. Αδυνατούν να δημιουργήσουν το απαραίτητο σαρωτικό ρεύμα, νέου οράματος και δημιουργίας, σε όλους τους τομείς δράσης, σε τέχνες και εκπαίδευση. Συναλλάσσονται και συνωθούνται σε γραφεία πολιτικών και επιχειρηματιών, μικρέμποροι του πολιτισμού και μεταπράτες της τέχνης.
Ενώ λοιπόν η συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ριζική ανατροπή της σημερινής κατάστασης ‒έστω και με δεδομένη την ουσιαστική απώλεια νομοθετικής αυτονομίας αφού τα νομοσχέδια πρέπει πρώτα να εγκρίνονται από τους θεσμούς‒ παραμένει στο όριο της συμβιβαστικής μεταρρύθμισης, μιας καταδικασμένης να αποτύχει «εσωτερικής τακτοποίησης», που ικανοποιεί περισσότερο το πρόσκαιρο κομματικό ακροατήριο, ως αντίτιμο για την υποχώρηση από τις υποτιθέμενες κόκκινες γραμμές μιας εξ’ αρχής αδιέξοδης διαπραγμάτευσης, για το χρέος, το νέο μνημόνιο, τα μέτρα κλπ.
Η ίδια η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης με τους περιορισμούς και τα στενά όρια της, δεν μπορεί να καλύψει το τεράστιο κενό νέου οράματος και προοπτικής, ειδικά σε μια περίοδο βαθιάς και πολυεπίπεδης κρίσης. Η κατά περίπτωση αλλαγή σε κάποια άρθρα και διατάξεις, χωρίς τη συμφωνία κομμάτων και θεσμικών παραγόντων, χωρίς στόχευση και διάθεση ανατροπής, (έστω κι αν θίγει το θέμα της ιδιωτικής παιδείας και του νόμου περί ευθύνης υπουργών), δεν μπορεί να αποτελέσει διέξοδο και κινητήριο μοχλό για την κοινωνική επανεκκίνηση, τη λαϊκή συμμετοχή, τη θωράκιση της δημοκρατίας και εν τέλει να οδηγήσει τη χώρα με ασφάλεια σε μια μεταμνημονιακή εποχή ανάπτυξης και προόδου.
Είναι απαραίτητη, αν όχι αναπόφευκτη, μια πιο δραστική και τολμηρή κίνηση, με σκοπό την απελευθέρωση και επαναδραστηριοποίηση όλου του κοινωνικού ιστού. Μια λύση θα ήταν ένα νέο σύγχρονο σύνταγμα ανταποκρινόμενο στις προκλήσεις και τα δεδομένα της εποχής.
Ένα πλαίσιο νόμων που θα έδιναν το στίγμα της νέας εποχή και θα έθεταν τις απαραίτητες βάσεις για δημιουργία και κοινωνική δικαιοσύνη, με τη συμμετοχή των πολιτών, ενίσχυση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης, αναδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, δημιουργία μόνιμων εθνικών συμβουλίων εξωτερικής πολιτικής, παιδείας και οικονομίας, μείωση του αριθμού των βουλευτών, κατάργηση του θεσμού των βουλευτών της επικρατείας κλπ.
Η εικόνα μιας χώρας και της εκάστοτε νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης να άγεται και να φέρεται σε δωμάτια ξενοδοχείων και έκτακτα eurogroup εκλιπαρώντας για την έγκριση της επόμενης δόσης ή για μια ευνοϊκή αξιολόγηση, είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτική. Αντίθετα αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες, κάνοντας βαθιές νομοθετικές τομές και προλαβαίνοντας τους δανειστές η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε εν μέρει, να προηγηθεί των εξελίξεων και να ανακτήσει την αξιοπιστία της.
Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να κινηθούν οι πολιτικές δυνάμεις, τα κόμματα, οι θεσμικοί παράγοντες, ο επιχειρηματικός και ο πνευματικός κόσμος αναζητώντας το χαμένο όραμα μιας εποχής ιστορικών αλλαγών που έρχεται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News