Είναι η φοροεξοντωτική πολιτική που εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ δική του; Ή αντιθέτως είναι πολιτική που τού έχει επιβληθεί από τις Βρυξέλλες; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για την κατανόηση της πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος, όσο και για την κριτική αντιμετώπιση της. Διότι προφανώς, αν η ακολουθούμενη πολιτική είναι δικής του έμπνευσης, τότε η κριτική μπορεί να περιορισθεί στο επίπεδο τοπικών εννοιών και να παραμένει τοπικής εμβέλειας – όπως ακριβώς είναι η κριτική που ασκούν σήμερα τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης όπως η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι.
Ομως αν η φοροεξοντωτική πολιτική θα πρέπει να αποδοθεί κυρίως στις Βρυξέλλες και δευτερευόντως στον ΣΥΡΙΖΑ, τότε τα πράγματα αλλάζουν ριζικά και χρειάζεται φυσικά μια «επανεκκίνηση» και αλλαγή σε ολόκληρο το software της κριτικής. Στα καίρια αυτά ερωτήματα οι απαντήσεις διχάζονται. Για τους φανατικούς «ευρωπαϊστές» η φορολογική πολιτική είναι έκφραση των ιδεοληψιών του ΣΥΡΙΖΑ. «Δεν του επέβαλλαν οι Βρυξέλλες να αυξήσει τους φόρους. Θα μπορούσε κάλλιστα να μειώσει τις δαπάνες» είναι το επιχείρημα που συνήθως προβάλει η πλευρά αυτή.
Αντιθέτως, για τους επικριτές της ΕΕ, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική των Βρυξελλών. «Δεν εμπόδιζε τίποτα την ΕΕ να εκφράσει την αντίθεση της στην φορολογική πολιτική όπως άλλωστε είχε εκφράσει πολλές φορές τις αντίθεση της σε άλλες πτυχές της πολιτικής όπως π.χ. το θέμα των δανείων της πρώτης κατοικίας, τις ιδιωτικοποιήσει κλπ. Γιατί λοιπόν δεν αντιδρά στα φορολογικά μέτρα;»
Το θέμα είναι λοιπόν σύνθετο, όπως σύνθετη είναι και η απάντηση. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε το εξής: Η φορολογική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις ιδεοληψίες και τα πολιτικά του σχέδια. Ομως παράλληλα εκφράζει την πολιτική γραμμή που είναι κυρίαρχη αυτή την στιγμή στην ΕΕ, δηλαδή την πολιτική της «φορολογικής εναρμόνισης» την οποία προωθούν κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία. Η ταύτιση αυτή την στιγμή των δύο αυτών πολιτικών δημιουργεί ένα «θανατηφόρο κοκτέιλ.
Η πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ
Για τον ΣΥΡΙΖΑ το όραμα του μέλλοντος συνίσταται σε μία κοινωνία στην οποία μοχλός της ανάπτυξης και κυρίαρχος της οικονομικής ζωής θα είναι το κράτος από κοινού με μία παρέα «προοδευτικών» επιχειρηματιών που θα ελέγχουν τους τομείς των τραπεζών, των τηλεπικοινωνιών, των κατασκευών κλπ. Παράλληλα φυσικά θα υπάρχει και ένας ισχυρός «προοδευτικός» στρατός με αυξημένες αμυντικές δαπάνες και ένας εξίσου μεγάλος τομέας επίσης «προοδευτικών» απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα (εκπαιδευτικοί, γιατροί, οδοκαθαριστές, καλαμαράδες, σύμβουλοι, ΜΚΟ, καλλιτέχνες, κληρικοί, επικοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι κλπ).
Για όσους επιθυμούν να έχουν μία εικόνα της κοινωνίας του μέλλοντος όπως την οραματίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα ταξίδι στην Λατινική Αμερική δεν θα έβλαπτε. Να τονίσω εδώ ότι το μοντέλο αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη οικονομικά αποτυχημένο. Σε χώρες όπως η Βενεζουέλα, η Αργεντινή, η Βραζιλία, πνίγηκε στα σκάνδαλα και στον πληθωρισμό. Ομως σε χώρες όπως η Βολιβία του Μοράλες και η Νικαράγουα του Ορτέγκα παρήγαγε τα τελευταία έτη ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης που η Ευρωζώνη δεν πρόκειται να δει ούτε με τηλεσκόπιο. Ομως η οικοδόμηση της Καλής Κοινωνίας απαιτεί φοροεξοντωτικά μέτρα. Απαιτεί μέτρα που σε τελική ανάλυση θα οδηγήσουν τους επιχειρηματίες είτε στην εγκατάλειψη της χώρας είτε στην πρόσδεσή τους στο κυβερνητικό άρμα όπου θα χρισθούν «προοδευτικοί» και θα απολαμβάνουν τις ανάλογες κρατικές προμήθειες. Από αυτή λοιπόν την σκοπιά η φορολογική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται πλήρως στα μελλοντικά του σχέδια και βλέψεις. Ομως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.
Η πλευρά των Βρυξελλών
Εδώ και αρκετό καιρό η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι το πεδίο αντιπαράθεσης δύο αλληλοσυγκρουόμενων στρατοπέδων.
Το πρώτο είναι το στρατόπεδο των οπαδών του «φορολογικού ανταγωνισμού». Οι οπαδοί του πιστεύουν ότι η φορολογία όπως και κάθε άλλο μέτρο θα μπορεί να χρησιμοποιείται από ένα κράτος προκειμένου να βελτιώσει την ανταγωνιστική του θέση. Αν ένα κράτος επιθυμεί να απολαμβάνει μικρότερες κρατικές δαπάνες προκειμένου να κρατά χαμηλούς τους φόρους γιατί να μην το κάνει, διερωτώνται. Αν δεν επιτρέπεται να κάνει ούτε αυτό, τότε τι νόημα έχει σε τελική ανάλυση η εθνική κυριαρχία; Οι χώρες που ανήκουν σε αυτό το στρατόπεδο και διακρίνονται για τον χαμηλό φόρο των επιχειρήσεων είναι χώρες όπως η Ιρλανδία(12,5%) και η Βρετανία (20%). Αλλες χώρες που ανήκουν επίσης σε αυτό το στρατόπεδο είναι η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο
Το δεύτερο στρατόπεδο, είναι το στρατόπεδο των οπαδών της «φορολογικής εναρμόνισης». Κεντρικό δόγμα του στρατοπέδου αυτού είναι η εναρμόνιση των φόρων «προς τα επάνω» έτσι ώστε καμία χώρα να μην έχει «άδικα» φορολογικά πλεονεκτήματα. Στο στρατόπεδο αυτό βρίσκουμε τις δύο χώρες κατ’ εξοχήν προστάτες του κ. Τσίπρα. Την Γερμανία και τη Γαλλία. Σήμερα το στρατόπεδο αυτό -ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση της Βρετανίας- έχει την κυριαρχία. Η Γαλλία έχει τον υψηλότερο φόρο επιχειρήσεων (33%-36%) και ακολουθεί η Γερμανία (30%-33%). Αναλυτικά δείτε εδώ
Θα πρέπει να τονισθεί εδώ ότι τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία δεν έχουν απολύτως κανένα ενδοιασμό να χρησιμοποιούν τον εκβιασμό ως όπλο προκειμένου να επιβάλλουν τις απόψεις τους όπως δείχνει το ακόλουθο επεισόδιο.
Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Βρετανία ο υπουργός οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν πρότεινε την μείωση του φόρου επιχειρήσεων από 20% σε 15% μέχρι το 2020. Σύμφωνα με τον Οσμπορν μία μείωση του φόρου επιχειρήσεων θα έκανε πιο ελκυστικές τις επενδύσεις στην Βρετανία και θα εμπόδιζε την φυγή κεφαλαίων από την Βρετανία. Ομως σε αυτή η πρόταση που αφορούσε εξ ολοκλήρου την Βρετανία και κανέναν άλλο, αντέδρασε αμέσως ο γάλλος υπουργός οικονομικών Μισέλ Σαπέν που απείλησε την Βρετανία ότι θα δυσχεράνει την θέση της στις διαπραγματεύσεις για την αποσύνδεση της από την ΕΕ αν εισάγει το μέτρο αυτό. Η πρόταση του Οσμπορν αντιμετώπισε λυσσώδη αντίδραση όχι μόνο από την κρατικιστική Γαλλία αλλά και από την Γερμανία.
Η Νεα Δημοκρατία
Σήμερα λοιπόν η φοροεξοντωτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει τόσο το κυρίαρχο στρατόπεδο της «φορολογικής εναρμόνισης» (Γαλλία, Γερμανία) όσο και τα δικά του πολιτικά οράματα. Αυτή η «διεθνής διάσταση» του προβλήματος απαιτεί και μια άλλη, πιο κοσμοπολίτικη αντιπολίτευση. Η ΝΔ θα πρέπει να ταυτίσει τον αγώνα ενάντια στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με τον αγώνα εναντίον της «φορολογικής εναρμόνισης» στο ευρωπαϊκό επίπεδο και να ταυτισθεί ολοκληρωτικά με το στρατόπεδο των μικρών χωρών που υποστηρίζουν το δικαίωμα κάθε κράτους να επιβάλλει την φορολογία που επιθυμεί. Θα πρέπει από τώρα να διακηρύξει ότι θα καταργήσει κάθε φορολογικό μέτρο που έχει επιβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ είτε αυτό αρέσει στις Βρυξέλλες (Γαλλία, Γερμανία) είτε όχι. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα προβάλλει ένα αξιόπιστο εναλλακτικό πρόσωπο και θα αποδείξει ότι -σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ- δεν αποτελεί ένα πειθήνιο φερέφωνο της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News