Τα σκάνδαλα με την ηλεκτρονική της αλληλογραφία έχουν στοιχειώσει την υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον ήδη από την αρχή της προεκλογικής της εκστρατείας. Πρώτα ήρθε η αποκάλυψη ότι η Κλίντον, ως υπουργός Εξωτερικών, είχε χρησιμοποιήσει τον προσωπικό της λογαριασμό για υπηρεσιακές συνομιλίες της, γεγονός που προκάλεσε σχετική έρευνα του FBI, καθώς και τον χαρακτηρισμό «υπερβολικά απρόσεκτη». Πριν μερικές ημέρες, η πλατφόρμα Wikileaks έδωσε στη δημοσιότητα έναν ποταμό από ηλεκτρονικά μηνύματα της Εκλογικής Επιτροπής των Δημοκρατικών, που μαρτυρούν την σαφή προτίμηση των επικεφαλής της επιτροπής στο πρόσωπο της Χίλαρι Κλίντον. Στις ΗΠΑ θεωρείται ως πιθανότερη εκδοχή αυτή που θέλει το Wikileaks να έχει χρησιμοποιήσει ως πηγή χάκερς που δρούσαν για λογαριασμό του ρωσικού κράτους. Την ίδια στιγμή, είναι διάχυτη η υποψία ότι ρώσοι χάκερς είχαν αποκτήσει πρόσβαση στους σέρβερ της καμπάνιας της Κλίντον.
Ο αντίπαλος της Κλίντον στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, Μπέρνι Σάντερς, απέφυγε να εκμεταλλευτεί την υπόθεση από την αρχή της δικής του καμπάνιας. Αλλά ο αντίπαλος της Κλίντον στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ, εκμεταλλεύτηκε την υπόθεση ενώ φαίνεται να υιοθέτησε την υποψία σχετικά με το ποια χώρα κρύβεται πίσω από τους χάκερς. Το ερώτημα που τίθεται κάτω από αυτό το πρίσμα είναι εάν ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν εργάζεται, όπως λέγεται, για να υπονομεύσει την Κλίντον ώστε να εκλεγεί ο Τραμπ.
Η σχέση των δύο ανδρών είναι γνωστή διεθνώς. Ο Τραμπ έχει επαινέσει πολλές φορές τον Πούτιν για τις ηγετικές του ικανότητες κι έχει επαινεθεί από τον ρώσο πρόεδρο. Εχει επίσης δηλώσει ότι θέλει να εμβαθύνει τους δεσμούς της Ουάσινγκτον με τη Μόσχα κι έχει ακόμη πει ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο να αποδεχτεί την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και να άρει τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν ως αντίποινα από τη Δύση. Για όλα αυτά δεν έχει ζητήσει τίποτε από τον Πούτιν σε αντάλλαγμα.
Το πιο ανησυχητικό είναι ίσως πως ο Τραμπ αμφισβητεί την υποχρέωση της Αμερικής να υπερασπιστεί αυτομάτως νατοϊκούς συμμάχους της, όπως τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Βαλτικής, την ανεξαρτησία των οποίων έχει αμφισβητήσει ο Πούτιν. Όταν ο Νιουτ Γκίνγκριτς, ένας από τους γκουρού του Τραμπ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, αποκάλεσε την Εσθονία «προάστιο της Αγίας Πετρούπολης», υπονοούσε ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να έχει ελευθερία κινήσεων σε σχέση με τους γείτονές του.
Η αλήθεια μπορεί και να είναι εντελώς διαφορετική. Στις ΗΠΑ, είναι πολύ διαδεδομένη η εικόνα της Ρωσίας ως μιας ανήθικης, ακόμη και σατανικής δύναμης
Επειτα είναι η ακλόνητα φιλορωσική ομάδα συμβούλων του Τραμπ. Ο επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας Πολ Μάναφορτ έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην επαναφορά στην εξουσία του φιλορώσου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στην Ουκρανία το 2010. Μετά την πτώση του Γιανουκόβιτς, το 2014, ο Μάναφορτ βοήθησε τον διεφθαρμένο πελάτη του, το Κόμμα των Περιφερειών, να παραμείνει στην πολιτική σκηνή της Ουκρανίας ως αξιωματική αντιπολίτευση. Παρομοίως, ο βασικός σύμβουλος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ, Κάρτερ Πέιτζ, επενδυτής στο επάγγελμα, έχει συνεργαστεί στενά με την Gazprom, τον ενεργειακό κολοσσό που αποτελεί ένα δυνάμει όπλο της ρωσικής κυβέρνησης.
Τόσο ο Πέιτζ, όσο και ο Μάναφορτ, έχουν κάνει περιουσίες στη Ρωσία – ο Μάναφορτ διηύθυνε ένα επενδυτικό ταμείο που επένδυε κεφάλαια ρώσων ολιγαρχών στην Ουκρανία – και οπωσδήποτε ονειρεύεται να διευρύνει το πεδίο δράσης του σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ. Εχουν εκφραστεί ακόμη και εικασίες (αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις) ότι και ο ίδιος ο Τραμπ έχει επιχειρηματικά συμφέροντα στη Ρωσία, πέρα από το αποδεδειγμένο φλερτ του προς πολιτικά πρόσωπα της Μόσχας τα οποία ήθελε να πείσει να του επιτρέψουν να χτίσει ένα ακόμη Trump Tower κοντά στην Κόκκινη Πλατεία.
Με δεδομένες αυτές τις διασυνδέσεις, θα ήταν περίεργο να μην βλέπει ο Πούτιν σαν κέρδος για τη Ρωσία μια πιθανή εκλογή του Τραμπ. Και ίσως το μεγαλύτερο κέρδος θα ήταν η ήττα της Κλίντον, την οποία ο Πούτιν έχει πολλούς λόγους να αντιπαθεί.
Ως υπουργός Εξωτερικών, η Κλίντον είχε επανειλημμένα ασκήσει κριτική στον Πούτιν για την καταστολή των ρώσων διαφωνούντων και των ρωσικών μέσων, ενώ είχε εξαπολύσει σφοδρή προσωπική επίθεση εναντίον του για την ανάμιξη της Ρωσίας στην Ουκρανία. Σε αυτό προσθέστε και την «παραδοσιακή» άποψη του Πούτιν για τις γυναίκες (άλλο ένα κοινό στοιχείο με τον Τραμπ) και μοιάζει πλέον λογικό πως προτιμάει να έχει να κάνει με οποιονδήποτε άλλον πλην της Κλίντον. Το γεγονός πως η εναλλακτική είναι ένας άνδρας που δείχνει να τον θαυμάσει ειλικρινά, είναι το κερασάκι στην τούρτα.
Ή έτσι δείχνει. Η αλήθεια μπορεί και να είναι εντελώς διαφορετική. Στις ΗΠΑ, είναι πολύ διαδεδομένη η εικόνα της Ρωσίας ως μιας ανήθικης, ακόμη και σατανικής δύναμης. Η σχέση της Ρωσίας με την Εκλογική Επιτροπή του Δημοκρατικού Κόμματος και το χακάρισμα της καμπάνιας της Κλίντον, άσχετα από τα προσωπικά αισθήματα γύρω από το περιεχόμενο των πληροφοριών που έφεραν στο φως, έχουν ενισχύσει αυτήν την άποψη, η οποία δεν είναι εντελώς αβάσιμη. Άλλωστε, ο Πούτιν, ο οποίος είναι πρώην πράκτορας της KGB, έχει αποδειχτεί κάτι παραπάνω από πρόθυμος να χρησιμοποιήσει ψηφιακά (για να μην αναφερθούμε στα φυσικά) μέσα προκειμένου να παρενοχλήσει, να εκφοβίσει και να ασκήσει πίεση σε εχθρούς και αντιπάλους.
Φυσικά η Ρωσία δεν είναι η μόνη. Η Αμερική έχει το μερίδιό της στην κατασκοπία, όπως συνέβη για παράδειγμα με τα προγράμματα παρακολούθησης της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA) που είδαν το φως της δημοσιότητας το 2013, ενώ δεν έχει διστάσει να ανακατευτεί σε υποθέσεις άλλων χωρών – θυμηθείτε τη διαρροή το 2014 μιας τηλεφωνικής συνομιλίας ανάμεσα στην αμερικανίδα υφυπουργό Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ και τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ουκρανία Τζέφρι Πιατ σχετικά με το πώς θα εξασφαλιζόταν ένα φιλοδυτικό αποτέλεσμα στις διαδηλώσεις που οδήγησαν τελικά στην πτώση του Γιανουκόβιτς από την εξουσία.
Παρά τις κακές προσωπικές τους σχέσεις, μπορεί τελικά ο Πούτιν να βλέπει την Κλίντον ως την καλύτερη επιλογή. Μπορεί να εκφράζεται εναντίον του, αλλά τουλάχιστον ξέρει με τι έχει να κάνει
Δεδομένης πάντως της εικόνας που υπάρχει στις ΗΠΑ για τη Ρωσία, τα σκάνδαλα με την ηλεκτρονική αλληλογραφία είναι πιθανό να βλάψουν τη Χίλαρι Κλίντον λιγότερο απ’ ό,τι θα βλάψουν τον Ντόναλντ Τραμπ – του οποίου το κάλεσμα στη Ρωσία να βρει τα 30.000 μηνύματα της Κλίντον που λείπουν από την εποχή της θητείας της στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν του βγήκε σε καλό. Ενδεχομένως ο Πούτιν το αναγνωρίζει αυτό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το Κρεμλίνο στενοχωρήθηκε από τις υποκλοπές, οι οποίες, τουλάχιστον στην περίπτωση της Εκλογικής Επιτροπής των Δημοκρατικών, μπορεί να έγιναν από υποστηρικτές του Πούτιν και όχι από τις ρωσικές υπηρεσίες. Είναι ωστόσο πιθανότερο, πως ήταν μια κακοήθης φάρσα, παρά μια αυθεντική απόπειρα να υπονομευόσουν την καμπάνια της Κλίντον.
Θα μπορούσαν όλα αυτά να είναι ένα είδος αντίποινων για τη πρόσφατη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία, όπου το θέμα της επιθετικότητας της Ρωσίας ήταν πρώτο στην ατζέντα, ή ακόμη και για το σκάνδαλο του ντόπινγκ που σχεδόν στέρησε από τη Ρωσία τη συμμετοχή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Θα μπορούσε να ήταν αντεκδίκηση για το γεγονός ότι κάποτε η Κλίντον είχε παρομοιάσει τις ενέργειες του Πούτιν στην Ουκρανία με αυτές του Χίτλερ πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – ήταν μια προσβολή όχι μόνο για τον Πούτιν αλλά και για μια Ρωσία που υπερηφανεύεται για τον ρόλο της στη νίκη κατά του ναζισμού.
Πάντως, παρά τις κακές προσωπικές τους σχέσεις, μπορεί τελικά ο Πούτιν να βλέπει την Κλίντον ως την καλύτερη επιλογή. Μπορεί να εκφράζεται εναντίον του, αλλά τουλάχιστον ξέρει με τι έχει να κάνει: με μια εξωτερική πολιτική από την οποία η Ρωσία -μαθημένη σε δύσκολες σχέσεις- θα ήξερε τι να περιμένει. Με τον Τραμπ, αντιθέτως, κανείς –πιθανώς ούτε ακόμη ο ίδιος ο Τραμπ- δεν θα ήξερε τι να περιμένει. Μπορεί ο Πούτιν να μην είναι κανένας μετρ της στρατηγικής, αλλά οπωσδήποτε δεν θα τον πείραζε να μπει στον Λευκό Οίκο ένας αλλοπρόσαλλος. Από την άλλη, αναγνωρίζει ότι υπάρχει ένα μεγάλο ρίσκο.
© The Project Syndicate
* Η Νίνα Χρούστσεβα είναι δισεγγονή του πρώην προέδρου της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ. Ζει στις ΗΠΑ όπου διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο πανεπιστήμιο New School της Νέας Υόρκης. Είναι επίσης στέλεχος του ινστιτούτου World Policy
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News