Για τους Ρεπουμπλικανούς το 2016 ήταν μια χρονιά σημαντικών προκλήσεων. Ή, για να το πούμε σταράτα, χρειάστηκε να καταπιούν πολλά για να αποδεχθούν τον Ντόναλντ Τραμπ ως υποψήφιο του κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου. Αν και ο ηφαιστειώδης μεγιστάνας δεν καταπίνεται εύκολα. Πάντως, τον δέχθηκαν. Χρειάστηκε να σπάσει η αλυσίδα της μετριοπάθειας και τα κομματικά στεγανά πολλών δεκαετιών ως τη στιγμή που η επιλογή του Τραμπ έγινε κοινά αποδεκτή – έστω και αν κάποιοι παραδοσιακοί αξιωματούχοι χρειάστηκε να κάνουν την καρδιά τους πέτρα και ορισμένοι να πιέζουν ακόμα για την απόσυρσή του από την κούρσα.
Οι Δημοκρατικοί δεν είχαν τέτοιου είδους θέματα. Ακόμη και η επιλογή του ριζοσπάστη Μπέρνι Σάντερς πόρρω απείχε από το να θεωρηθεί ακραία. Μπορεί για τους άκρως συντηρητικούς ψηφοφόρους, η ρητορική του Σάντερς να τους έφερνε στο νου σκηνές από μελλοντικές κοινωνικές επαναστάσεις όπου οι «κόκκινοι» θα βάλουν το πόδι τους στον Λευκό Οίκο, εντούτοις, όχι, ο Σάντερς δεν θα εξελισσόταν ποτέ σε μορφή μιας κάποιας επανάστασης.
Για ένα λεπτό, όμως: τι θα συνέβαινε αν όντως οι Δημοκρατικοί επέλεγαν έναν υποψήφιο που θα ήταν πραγματικά «ακραίος» για τα δεδομένα τους και θα μπορούσε να βάλει στην άκρη την πιο καθεστωτική λογική της Χίλαρι Κλίντον;
Ο αμερικανικός ιστότοπος Slate και ο αρθρογράφος Σιθ Στίβενσον αποφάσισαν να κάνουν ένα θεωρητικό… πείραμα. Απαντώντας στο κλασικό ερώτημα «πώς θα ήταν αν…» φτιάχνουν ένα υποθετικό σενάριο βάσει του οποίου οι Δημοκρατικοί βγάζουν μπροστά μια επιλογή που για πολλούς θα αποτελούσε «κόκκινο» πανί: τον Σον Πεν.
Ναι, τον γνωστό ηθοποιό Σον Πεν, ίσως τον πιο πολιτικό ηθοποιό του Χόλιγουντ και σίγουρα έναν άνθρωπο που δεν έχει κρύψει τις αριστερές του πεποιθήσεις, που έχει παραδεχθεί δημοσίως ότι λάτρευε τον βενεζουελάνο μπολιβαριανό ηγέτη Ούγκο Τσάβες και που έκανε παρέα με τον γνωστό έμπορο ναρκωτικών El Chapo. Τον άνθρωπο που πολλές φορές τα έχει βάλει ανοιχτά με τα μέσα ενημέρωσης, ενώ δεν είναι και λίγοι οι δημοσιογράφοι που έχουν… γνωρίσει από την καλή και την ανάποδη τις γροθιές του. Εντέλει, τον άνθρωπο που μπορεί να φέρει πάνω του το γκλάμουρ του Χόλιγουντ με ό,τι αυτό σημαίνει (αναγνωσιμότητα, χρήματα, ερωτικά σκάνδαλα, μπλαζέ ύφος), αλλά το κάνει με τόσο αντισυμβατικό τρόπο σαν να θέλει να το αποδομήσει εξαρχής.
Εναντίον της Χίλαρι
Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, αν ο Σον Πεν… έβγαινε από τα αριστερά στη Χίλαρι Κλίντον;
Οπως σημειώνει με νόημα ο Στίβενσον, ο λαϊκισμός δεν είναι προνόμιο μόνο της μίας πλευράς, αλλά μπορεί να γίνει αντιληπτός και στις δύο πλευρές του αμερικανικού πολιτικού φάσματος.
Ο Πεν είναι ακριβώς αυτή η περίπτωση: όσο κι αν μας ενοχλεί, σημειώνουν οι αναλυτές, είναι ένας αντεστραμμένος Τραμπ. Μπορεί να μην έχει τα χρήματα του δεύτερου, αλλά σίγουρα θα ήταν ένας υποψήφιος που δεν θα μπορούσε να ποντάρει στην εμπειρία του (δεν διαθέτει τέτοια) αλλά στη ρητορική του που θα μπορούσε εύκολα να βρει ευήκοα ώτα μεταξύ των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πεν είναι ένα δημόσιο πρόσωπο που συχνά πυκνά εκφράζει στις τοποθετήσεις του έναν άκρως πολιτικό λόγο – πολύ ακραίο και πολύ λαϊκιστικό για τα στρογγυλεμένα γούστα των Αμερικανών. Είναι ένας… αουτσάιντερ και χαίρεται γι’ αυτό.
Είναι πρόδηλο ότι το πρώτο που θα έκανε ο Πεν θα ήταν να έρθει από το Μαλιμπού της Καλιφόρνια παρέα με μια ομάδα συμβούλων και θα έβγαζε έναν συμβολικό προεκλογικό λόγο λέγοντας πως αυτός ο αγώνας θα ήταν αφιερωμένος στους εργάτες, τους μετανάστες, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στους μη προνομιούχους. Σαν να λέμε στο 99% των ανθρώπων που ζουν στις ΗΠΑ. Φυσικά, δίπλα όλο και κάποια όμορφη ηθοποιός θα στέκεται για να δώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στο μήνυμα.
Η αντίδραση του κατεστημένου στο κόμμα θα ήταν αρχικά η θυμηδία. Κι όμως, ο Πεν, πολύ σύντομα, θα αποδεικνυόταν πολύ πιο σκληρός αντίπαλος σε σχέση με τον Σάντερς. Η ρητορική του θα περιλάμβανε λέξεις όπως «κοινωνική δικαιοσύνη» και θα εκστόμιζε πράγματα με τόσο ωμό θυμό που ποτέ άλλοτε δεν θα το είχε κάνει άλλος στη θέση του. Θα ήταν σαν ένα όπλο που θα εκπυρσοκροτούσε από το πόντιουμ, στο Twitter και στα μίντια. Κόσμος θα μαζευόταν στις συγκεντρώσεις του μόνο και μόνο για να δει από κοντά έναν χολιγουντιανό σταρ. Στις πρώτες δημοσκοπήσεις θα σάρωνε, αλλά και πάλι κανένας δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τον Σον Πεν. Κάπως έτσι δεν έγινε και με τον Τραμπ;
Απειρος, αλλά επικίνδυνος
Οταν θα ερχόταν η ώρα των ντιμπέιτ, ο Πεν δεν θα έκρυβε αυτό που πραγματικά είναι: ένας άπειρος wannabe πολιτικός που έχει παντελή άγνοια από πολιτική, αλλά δεν προτίθεται να λάβει ταχύρρυθμα μαθήματα. Η δημόσια στάση του θα κινούνταν μεταξύ έμφυτης αλαζονείας και πηγαίου θυμού. Το ζήτημα είναι ότι θα κατάφερνε να κρατάει πάνω του τις κάμερες, άρα και το ενδιαφέρον του κοινού.
Οι οπαδοί του θα θύμιζαν σε όλους το ανθρωπιστικό έργο που πρόσφερε αμέσως μετά τον τυφώνα Κατρίνα ή στους σεισμούς στην Αϊτή. Θα έφταναν στο σημείο να πουν ότι τα ψευδοδημοσιογραφικά ταξίδια που είχε κάνει στο Πακιστάν και το Ιράν θα συνιστούσαν μια πρωτοεπίπεδη, αλλά άκρως σημαντική, εμπειρία γύρω από τι θα πει εξωτερική πολιτική. Και ξαφνικά θα συνέβαινε το… μπαμ: θα κέρδιζε στις προκριματικές εκλογές στην Αϊόβα και τότε ο δρόμος θα ήταν ανοιχτός γι’ αυτόν.
Σίγουρα θα υπήρχαν παράγοντες του κόμματος που δεν θα αισθάνονταν άνετα με τον Πεν και άλλοι που θα τον προτιμούσαν θεωρώντας πως σε βάθος χρόνου θα μπορούσαν να τον κοντρολάρουν. Η δυσθυμία σε κάποιους άλλους θα ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στους Ρεπουμπλικανούς με τον Τραμπ;
Το παραπάνω σενάριο είναι υποθετικό. Ενδέχεται να μην συμβεί ποτέ. Τουλάχιστον με πρωταγωνιστή τον Σον Πεν. Η είσοδος, όμως, του Τραμπ στην πολιτική έδειξε ότι τα πάντα είναι εφικτά. Ακόμη και τα άκρα να κυριαρχήσουν του κέντρου. Κι αυτό, ίσως, να είναι το μέγιστο συμπέρασμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News