Το brexit είναι γεγονός. Την ίδια ώρα που κανείς στη Βρετανία δεν φαίνεται πρόθυμος να διαχειριστεί τις επιπτώσεις του, στην υπόλοιπη Ευρώπη άρχισε πόλεμος για τη διεκδίκηση υψηλόβαθμων στελεχών από το Σίτι του Λονδίνου.
Φρανκφούρτη, Παρίσι και Δουβλίνο πρωταγωνιστούν σε αυτή την άτυπη μάχη, ενώ Άμστερνταμ, Μιλάνο και Μαδρίτη προσπαθούν να κερδίσουν όσο μπορούν από την αναδιανομή που συντελείται.
Μέχρι πρότινος το Σίτι (και το Λονδίνο γενικότερα) φάνταζε ως ο ιδανικός προορισμός για τραπεζικές και επιχειρηματικές εργασίες. Διεθνούς φήμης πανεπίστημια αναλάμβαναν τη στελέχωση των εταιρειών με υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικό, ανοιχτό και πολυπολιτισμικό περιβάλλον, το αγγλικό δίκαιο, υψηλή ποιότητα ζωής, καθεστώς φοροαπαλλαγών καθώς και μια σειρά ειδικών μοναδικών προνομίων έκαναν το Σίτι ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά κέντρα στον κόσμο. Ένα από τα πιο σημαντικά πλεονέκτηματά του ήταν επίσης η πρόσβαση στην ενιαία, εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το λεγόμενο passporting), κάτι που καλείται τώρα από τον βρετανικό λαό να επαναδιαπραγματευτεί, γεγονός που προκαλεί αβεβαιότητα και κλυδωνίζει το μέλλον του Σίτι και την ελκυστικότητά του για τράπεζες και hedge funds.
Αυτή την αβεβαιότητα καλούνται σήμερα να εκμεταλλευτούν άλλα φιλόδοξα οικονομικά κέντρα που προσφέρουν γη και ύδωρ στην πιθανότητα να αυξήσουν το μερίδιό τους, ενώ τράπεζες και εταιρείες ενορχηστρώνουν εναλλακτικά πλάνα. Προβλέψεις μιλάνε ήδη για περικοπή 50 με 70 χιλιάδων θέσεων εργασίας (από σύνολο 730 χιλιάδων) στον χρηματοοικονομικό τομέα μέσα στον επόμενο χρόνο.
Η Φρανκφούρτη θεωρείται από την αρχή πως θα επωφεληθεί περισσότερο της μεταφοράς θέσεων εργασίας από το Λονδίνο. Ο βασικός λόγος είναι πως αποτελεί ήδη το οικονομικό κέντρο της κινητήριας οικονομικής δύναμης της Ευρώπης, της Γερμανίας. Εξάλλου η Ευρωπαϊκη Κεντρική Τράπεζα εδράζεται εκεί. Εξίσου σημαντικός λόγος είναι πως πλήθος χρηματοπιστωτικών οργανισμών διαθέτει ήδη πλήρη τραπεζική άδεια λειτουργίας από τη γερμανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς, ενώ ο χρόνος έκδοσης της άδειας αν επιλέξουν να στείλουν δραστηριότητες σε άλλα κέντρα, είναι περίπου 1,5 έτος.
Νωρίτερα αυτό τον χρόνο η Credit Suisse προχώρησε σε μεταφορά θέσεων στο Δουβλίνο κυρίως για εξοικονόμηση λειτουργικών εξόδων. Στην Ιρλανδία η κύρια γλώσσα είναι τα αγγλικά σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες γεγονός που προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα στο Δουβλίνο. Ωστόσο το Δουβίνο με μόλις 30 χιλ. υπαλλήλους στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν έχει τη δύναμη να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη, όπως έχουν η Φρανκφούρτη και το Παρίσι.
Ο γάλλος πρωθυπουργός δηλώνει πως πρόθεση της γαλλικής κυβέρνησης είναι να μετατρέψει το Παρίσι στο κορυφαίο χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης, αναγγέλοντας σειρά φοροελαφρύνσεων, καθώς και δημιουργία διεθνών τάξεων στα σχολεία, που αποσκοπούν ειδικά στην προσέλκυση στελεχών από το Σίτι. Άλλωστε η JP Morgan δραστηριοποιείται στη Γαλλία από το 1868, ενώ έχει στενές και άριστες σχέσεις με τις γαλλικές κυβερνήσεις. Μάλιστα της είχαν δωρηθεί γραφεία λόγω χρηματοδότησης και βοήθειας κατά τη διάρκεια των ναπολεόντιων πολέμων. Πρώην τραπεζίτης της JP δηλώνει πως η τράπεζα είχε και θα έχει πάντα προνομιακή μεταχείριση στη Γαλλία.
Άλλη έρευνα πάλι δείχνει πως οι τραπεζίτες του Σίτι προτιμούν το Άμστερνταμ και τη Μαδρίτη ως τον επόμενο σταθμό τους στο ενδεχόμενο μεταφοράς τους. Παρολ’αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι πολιτικές και οι στρατηγικές των εταιρειών επηρεάζονται αλλά δεν εξαρτώνται από τις γνώμες των εργαζομένων.
Οι τράπεζες θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία του brexit για να μειώσουν μισθούς που είχαν φτάσει σε υψηλά επίπεδα στο Λονδίνο μεταφέροντας θέσεις αλλού με μικρότερες αμοιβές. Βέβαια είναι αμφίβολο κατά πόσο θα γίνει αυτό αποδεκτό από τα πολύ υψηλόβαθμα στελέχη που έτσι κι αλλιώς λόγω της θέσης τους έχουν τη δυνατότητα να εξετάσουν επιλογές σε Νέα Υόρκη και Σιγκαπούρη, όπου δεν θα έχουν και το πρόβλημα της γλώσσας.
Ακόμα δεν έχει συμβεί πραγματικά τίποτα στα σίγουρα. Οι διαπραγματεύσεις όταν και αν ξεκινήσουν θα πάρουν αρκετό χρόνο για να καταλήξουν πιθανότατα σε μια πιο light εκδοχή της Ευρώπης για το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο είναι αυτή η αβεβαιότητα για το τι μέλλει γενέσθαι που έχει τη δύναμη να προεξοφλήσει (έστω και λανθασμένα) γεγονότα πριν αυτά συμβούν και τελικά να τα ωθήσει να συμβούν λειτουργώντας ως μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
*Ο Ιωάννης Λεκατσάς είναι τελειοφοιτος φοιτητής στο τμήμα Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News