629
| Αρχείο Ελληνικού Φεστιβάλ

«Πλούτος» του Αριστοφάνη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου  

Μαρίκα Θωμαδάκη 18 Ιουλίου 2016, 12:39

«Πλούτος» του Αριστοφάνη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου  

Μαρίκα Θωμαδάκη 18 Ιουλίου 2016, 12:39
Κριτική Θεάτρου

Ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη, από τις πλέον «σοφιστικέ» κωμωδίες του αρχαίου δράματος, διερευνά την ιδιότυπη σχέση ανάμεσα στις δύο όψεις ενός ιδίου νομίσματος. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο πλούτος και η πενία εμφανίζονται αντίπαλες δυνάμεις ευθυγραμμιζόμενες μέσα από σωρεία οξυμώρων, που καταλήγουν, θα λέγαμε, σε ταύτιση.

Στην άρτια μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη και στην εμπνευσμένη διασκευή του Γιώργου Κιμούλη, ο «Πλούτος» συναντά τον σύγχρονο λόγο στη λειτουργικότητα των εκφάνσεών του βάσει αναγωγών σε πρόσωπα και πράγματα αναγνωρίσιμα από το κοινό. Οι θεατές καθίστανται «μάρτυρες» σε μια υποτιθέμενη δίκη του καλού δια του κακού και vice versa. Εντέλει, ο άνθρωπος δικαιώνεται ως οντότητα φέρουσα την επικολυρική αντίληψη του κόσμου και συνάμα το έρπον σύστημα της αθλιότητας, της μικρότητας και του ευτελισμού.

Ο Γιώργος Κιμούλης σκηνοθετεί με γνώμονα την ανάγκη εικονοποίησης του ανθρώπινου λάθους, εμπαίζοντας τη μεγαλομανία και τις ελλειμματικές «δεσμεύσεις» των κρατούντων. Με πρόσχημα την ατέρμονη αναμονή ενός θεομπαίχτη και βασικά ανύπαρκτου Γκοντό, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να καταδείξει στους συμπολίτες του την ευελιξία της Ιστορίας, η οποία επιστρέφει στον «τόπο του εγκλήματος» και θυμάται πάντα πως ό,τι δεν το αντέχει η ψευδοηθική της, το ξεφορτώνεται στη «χωματερή» της μυθοπλασίας.

Σκηνοθέτης, διανοούμενος, ο Γιώργος Κιμούλης εκθέτει τη σκέψη του στον μικρόκοσμο της αριστοφανικής «παρτιτούρας» αναλύοντας και συνθέτοντας τα στοιχεία της οικονομίας του διαλόγου και της εξ αυτής προκύπτουσας συμπεριφοράς. Στο πλαίσιο των θεατρικών καταστάσεων, ο σκηνοθέτης εντάσσει ορισμένες διαχωριστικές γραμμές, έτσι ώστε να καταστούν σαφέστερες οι αντίρροπες δυνάμεις που εκφράζονται από διακεκριμένα πρόσωπα της πλοκής. Ο ίδιος επωμίζεται τον δισυπόστατο ρόλο, του Πλούτου και της Πενίας, εφευρίσκοντας εντούτοις και ένα «εξωγενές» στοιχείο, τον παρατηρητή και βαθύ γνώστη της των πραγμάτων σύστασης στο «εδώ και τώρα».

Ο παρατηρητής ή γκουρού ή διαιτητής διευρύνει το υπάρχον «θέατρο μέσα στο θέατρο» δημιουργώντας τον «σκηνοθέτη μέσα στον σκηνοθέτη». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται και εμπλουτίζεται η διαλεκτική της γεωμετρικής διάταξης του «χρονοτόπου», ο οποίος διατίθεται ως «τετραγωνισμένη» ορθή γωνία, την οποία εκμεταλλεύεται με σπάνια άνεση η σκηνοθεσία του κυρίου Κιμούλη, υπηρετώντας την κωμωδία ως «κύμβαλον αλαλάζον», εν δυνάμει δημιουργό ενός νέου πιθανού κόσμου.

Αξίζει να επισημανθεί η παράδοξη αμφιταλάντευση του Γιώργου Κιμούλη – ηθοποιού ανάμεσα στον ρόλο και στην αναίρεσή του. Πράγματι, για ένα πολύ μικρό διάστημα, ο ηθοποιός φαίνεται αναποφάσιστος ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα της σκηνής. Θεωρώ αυτή τη στιγμή της «αμηχανίας» ύψιστο βαθμό της ποιητικής του ηθοποιού υπό το πρίσμα της συνάρτησής του με τη νοηματοδότηση καθενός από τα σημαίνοντα που παράγουν εικόνες, ενδείξεις και σύμβολα.

Ωστόσο, ο ηθοποιός Γιώργος Κιμούλης υπηρετεί πιστά τον σκηνοθέτη του παρακολουθώντας με καθηλωτικό ενδιαφέρον τους συμπαίκτες του, εκκινώντας από τον πληθωρικό Γιάννη Μπέζο στον ρόλο του Χρεμύλου. Ο κύριος Μπέζος ερμηνεύει με κωμική μεγαλοπρέπεια τον ρόλο του τυχερού πολίτη, που βρίσκει τον τυφλό θεό Πλούτο και τον φιλοξενεί στο σπίτι του.

Εξάλλου, ως Καρίων, ο Πέτρος Φιλιππίδης υποδύεται τον ρόλο του με ιδιαίτερο κέφι θέτοντας σε λειτουργία ορισμένα σωματικά κέντρα άγνωστα μέχρι στιγμής στο κοινό. Ο κύριος Φιλιππίδης απεμπολεί, θα λέγαμε, παλαιότερες κινησιολογικές του ευκολίες δίνοντας στον Καρίωνά του εντολές από τους κλασικούς κανόνες της λιτότητας και της αυστηρής προσήλωσης, όχι μόνο στη δική του θέση στο σκηνοθετικό επίτευγμα του κυρίου Κιμούλη αλλά σε ολόκληρη την επί σκηνής καθοδήγηση του σκηνοθέτη.

Επίσης, ο Τάσος Γιαννόπουλος διευθετεί με ακρίβεια τους ρόλους του, όπως και ο Αλμπέρτο Φάις, δημιουργώντας ολοκλήρωμα τέχνης και τεχνικής, στο ακροθιγώς μετα-μοντέρνο ή και ντεριντιανό περιβάλλον του Γιώργου Πάτσα. Ομοίως, η μπαρόκ αισθητική των κοστουμιών της Σοφίας Νικολαΐδου, η αρμονική παρέμβαση των φωτισμών του Λευτέρη Παυλόπουλου καθώς και τα ηχητικά εφφέ του Γιώργου Κιμούλη στοιχειοθετούν ένα απογειωτικό αποτέλεσμα.

Την άψογη παράσταση, που οραματίσθηκε ο Γιώργος Κιμούλης, διευρύνει με πάθος η συλλογικότητα των δώδεκα «χορευτών» (μαθητές ή ένορκοι;), οι οποίοι συγκροτούν παραστασιακό σώμα μείζονος σημασίας, δεδομένου ότι ως δρώντες εκμαιεύουν τη διαλεκτική ουσία του λόγου και της παραλεκτικής του εμβέλειας.

*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...