Επιχειρώ έναν – τον πιο συντηρητικό – απολογισμό των σημαντικότερων ζημιών που επισώρευσε η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και οδήγησαν στην επιβολή των capital controls.
Κι αν ο τίτλος του άρθρου φαίνεται υπερβολικός, σας λέω προκαταβολικά ότι οι έξι αυτοί μήνες:
α) στέρησαν τη χώρα από επτάμιση μονάδες ανάπτυξης. Μπορεί να είναι λιγότερο από το 1/3 της ύφεσης των ετών 2009-2013, όμως το -25% της πενταετίας ήταν ο λογαριασμός που πλήρωσε η οικονομία για λάθη και στρεβλώσεις 3 δεκαετιών και τη διόρθωση της φούσκας υπέρμετρου δανεισμού.
β) επιβάρυναν το ελληνικό Δημόσιο με 18 δις. ζημιές από τις τράπεζες. Το νούμερο αυτό αντιστοιχεί στο σύνολο των ζημιών που κατέγραψε το ελληνικό Δημόσιο από τις τράπεζες καθ΄όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης ως το 2014 εδώ*.
γ) πρόσθεσαν στο δημόσιο χρέος 40 δισ. Είναι μόλις το 1/8 του χρέους, είναι όμως το ½ του υπερβάλλοντος χρέους. Γι΄αυτό τα 40 δισ. υπερδιπλασίασαν το πρόβλημα του χρέους.
Κι όλα αυτά ήταν «κατορθώματα» ενός εξαμήνου! Ας τα δούμε ένα-ένα.
Capital Controls: η ελληνική ιδιαιτερότητα
Σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι είναι πάντα κατάληξη εντεινόμενης δυσχέρειας της οικονομίας. Συντρέχουν πολλοί υφεσιακοί και τοξικοί παράγοντες για να οδηγηθεί μια οικονομία, τελικά, στο κλείσιμο των Τραπεζών. Η μοναδικότητα της Ελλάδας έγκειται στο ότι οι κεφαλαιακοί έλεγχοι δεν ήταν αποτέλεσμα δυσχερών οικονομικών συνθηκών, αλλά πολιτικών χειρισμών. Οι τράπεζες δεν έκλεισαν όσο η οικονομία έχανε το ¼ του ΑΕΠ, αλλά όταν άρχιζε να παίρνει τα πάνω της.
Το ανέφικτο και παράλογο της ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση – αργότερα αποκλήθηκε αυταπάτη – καλλιέργησε ανασφάλεια και πυροδότησε εκροές κεφαλαίων ήδη από τον Δεκέμβριο του 2014. Εργαλείο προπαγάνδας κατά των αντιπάλων; Προϊόν σύγχυσης και άγνοιας; Απέβη πάντως ολέθριο πολιτικό και οικονομικό λάθος. Διότι κάθε πολιτικός φορέας οφείλει – και τον συμφέρει – να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες και στην επιχειρηματική κοινότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε να εμπνέει ανασφάλεια και ως κυβέρνηση. Με χαριτωμένα «ουάου!» κυρίως όμως με απόλυτη άγνοια κινδύνου, απόκοψε τη χώρα από τη μοναδική διαθέσιμη πηγή άντλησης ρευστότητας, τα κεφάλαια των Θεσμών, καταλήγοντας αναγκαστικά να υιοθετήσει κεφαλαιακούς ελέγχους. Ηταν η ληξιαρχική πράξη μιας αδιέξοδης, ανερμάτιστης πολιτικής που επιδείνωσε δραματικά όλους τους οικονομικούς δείκτες και φόρτωσε τη χώρα με πολλές ζημιές.
H ανάπτυξη: Πού ήμασταν στο ξεκίνημα του 2015
Μέχρι και το φθινόπωρο του 2014 Κομισιόν και ΔΝΤ προέβλεπαν ρυθμούς ανάπτυξης 2,9% για το 2015 και 3,7% για το 2016. Τελικά το 2015 είχαμε συρρίκνωση της οικονομίας κατά -0,2% και για το 2016 αναμένεται μικρή υποχώρηση (-0,3%). Παραδόξως, το αποτέλεσμα του 2015 επιβεβαιώνει απολύτως τις προβλέψεις της Κομισιόν. Το 2015, είχαμε τρομερή ασφυξία ρευστότητας, τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, τεράστια αβεβαιότητα, εντεινόμενους φόβους για Grexit και, τέλος, capital controls και τραπεζική αργία. Πολλοί αντιαναπτυξιακοί παράγοντες που δεν ήταν στο πρόγραμμα να συμβούν. Συνέβησαν όμως! Και το γεγονός πως η οικονομία άντεξε το ’15, παρά τις αντιξοότητες, υποδηλώνει ακριβώς την ορθότητα της πρόβλεψης της Κομισιόν για το 2015: θα ήταν μια χρονιά δυναμικής ανάπτυξης, αν δεν μεσολαβούσαν οι υφεσιακοί παράγοντες που προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Για την ανάπτυξη στη χώρα μας υπάρχει μόνο ένας δρόμος: οι ιδιωτικές επενδύσεις. Το χρεοκοπημένο Δημόσιο δεν μπορεί να υποστηρίξει την οικονομία με επεκτατική πολιτική. Οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν εξαρτώνται από τα πλεονάσματα της Γενικής Κυβέρνησης. Με ιδιωτικές επενδύσεις και ανάπτυξη τα έσοδα του Δημοσίου θα αυξηθούν. Το Δημόσιο έχει δύο τρόπους να διαχειριστεί τα επιπλέον έσοδα: είτε αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις Δημοσίου είτε πρωτογενές πλεόνασμα.
Με βάση τα παραπάνω υπήρχαν τρία ενδεχόμενα για το 2015:
• Ανάπτυξη => Θέσεις εργασίας + αύξηση εισοδημάτων για τον ιδιωτικό τομέα + αυξήσεις σε Δημόσιο & συντάξεις
• Ανάπτυξη => Θέσεις εργασίας + αύξηση εισοδημάτων για τον ιδιωτικό τομέα + πρωτογενές πλεόνασμα
• ΟΧΙ ανάπτυξη, όχι θέσεις εργασίας όχι αυξήσεις στα εισοδήματα, όχι πλεονάσματα.
Η χώρα πορεύονταν προς το (2). Το απέρριψε επιδιώκοντας το θαύμα (1). Τελικά πήραμε το (3) και το βραβείο της χειρότερης διαπραγμάτευσης!
Ο μύθος των χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων
Η σημερινή αδυναμία επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων παρουσιάστηκε ως διαπραγματευτική επιτυχία, ενώ δεν είναι παρά η απόδειξη της κυβερνητικής αποτυχίας και των λαθών σε επίπεδο διαπραγμάτευσης και σε επίπεδο εθνικής οικονομίας.
Η κυβέρνηση υποκρίνεται παρουσιάζοντας την αδυναμία ως κατόρθωμα, όταν λέει: «Με τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα για την περίοδο 2015-2018 -αθροιστικά 20 δισ. λιγότερα Π.Π.- η χώρα γλύτωσε 20 δισ. ευρώ μέτρα!». Είναι ένα μεγάλο, επαναλαμβανόμενο ψέμα.
Σε όλους τους σχεδιασμούς των Μνημονίων (Πίνακας Ι) οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (Π.Π.) συμβαδίζουν με εκτιμήσεις για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι στόχοι του 2ου Μεσοπρόθεσμου για τα πρωτογενή πλεονάσματα τέθηκαν το 2012, δεν προέβλεπαν όμως την επίτευξη υψηλών Π.Π. πριν το 2015. Γιατί αυτή ήταν η 1η χρονιά που υπήρχε εκτίμηση για ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπουν τα προγράμματα βασίζονται κυρίως στην αύξηση των εσόδων που συνεπάγεται η μεγέθυνση της οικονομίας. Όταν αυξάνεται το ΑΕΠ, με ανάλογο τρόπο αυξάνονται και τα έσοδα του κράτους (τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης αντιστοιχούν περίπου στο 45% του ΑΕΠ). Αν το ΑΕΠ αυξηθεί και το κράτος διατηρήσει σταθερά τα έξοδά του, τότε, λόγω των αυξημένων εσόδων παράγεται πλεόνασμα.
Στο τέλος του 2014, Κομισιόν και ΔΝΤ προέβλεπαν 7,1% υψηλότερο ΑΕΠ για το 2016 από εκείνο που προβλέπουν σήμερα. Με 7,1% υψηλότερο ΑΕΠ και σταθερές δαπάνες, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 θα ήταν αυξημένο κατά 3,2%. Αντί για 0,5% θα πετυχαίναμε πλεόνασμα 3,7% του ΑΕΠ, πολύ υψηλότερο και χωρίς τη λήψη επιπλέον μέτρων.
Ακόμη και σήμερα, ο στόχος για 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 προϋποθέτει αθροιστική ανάπτυξη 6% για τη διετία 2017-2018. Αν η οικονομία παραμείνει κολλημένη στη λάσπη όπως τη διετία 2015-2016, προφανώς ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν θα επιτευχθεί.
Οσοι πανηγυρίζουν, λοιπόν, για τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, πανηγυρίζουν για την παράταση της ύφεσης και της μιζέριας. Πανηγυρίζουν από αφέλεια. Σαν να σου μείωσε ο εργοδότης το μισθό αλλά εσύ πανηγυρίζεις γιατί, χάρις στη μείωση, θα καταβάλλεις λιγότερους φόρους και εισφορές.
Σημειώστε δε και το πιο αποθαρρυντικό και απολύτως ορατό στοιχείο: τα πρώτα πέντε χρόνια της κρίσης η λήψη επώδυνων κοινωνικά μέτρων οδήγησε σε βελτίωση των δημόσιων οικονομικών. Από 10% έλλειμμα το 2009 φτάσαμε σε πλεόνασμα 0,8% το 2013. Σήμερα, μετά τη λήψη σωρείας επώδυνων μέτρων και περικοπών από τον ΣΥΡΙΖΑ, αναμένουμε το 2016 πρωτογενές πλεόνασμα χαμηλότερο του 2013. Χαμένα χρόνια, χαμένες θυσίες, παράλογοι πανηγυρισμοί.
Το 2015 χάσαμε τις τράπεζες και περιουσία 18 δισ.
Για τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων που άντεξαν στο σοκ των capital colntrols οι ζημιές από την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας είναι δύσκολο να επιμεριστούν σε αιτίες όπως η 6μηνη διαπραγμάτευση του 2015, η στάση πληρωμών του Δημοσίου, τα capital controls, η ακόμα η καθυστέρηση της 1ης αξιολόγησης. Όμως για όσες επιχειρήσεις τα capital controls αποδείχθηκαν η χαριστική βολή, ο λογαριασμός είναι απλός. Eκλεισαν και τα έχασαν όλα. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι μετοχές των ελληνικών Τραπεζών που είχε στην κατοχή του το ΤΧΣ. Εξαιτίας των capital controls, το ελληνικό Δημόσιο απώλεσε από την αξία των τραπεζικών μετοχών περίπου 18 δισ.
Το 2013 το ελληνικό Δημόσιο συνεισέφερε 25 δισ. για την ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών αποκτώντας πλειοψηφικά μετοχικά μερίδια με σημαντική αξία. Θα μπορούσε να λάβει άνω των 17 δισ. € από τη ρευστοποίησή τους. Για να πάρετε μια ιδέα, τον Απρίλιο του 2014 ξένοι θεσμικοί επενδυτές διέθεσαν 8,5 δισ. για να αποκτήσουν νέες μετοχές των ελληνικών τραπεζών. Αν, αντί για νέες μετοχές, αγόραζαν μετοχές από το χαρτοφυλάκιο του ΤΧΣ στις ίδιες τιμές, θα έπαιρναν λιγότερες από τις μισές μετοχές του ΤΧΣ. Το ΤΧΣ δηλαδή θα εισέπραττε 8,5 δισ. και θα είχε ακόμα τις μισές μετοχές στη κατοχή του, ώστε στο μέλλον να εισπράξει τουλάχιστον άλλα 8,5 δισ. Αυτά το 2014.
Το 2015 όμως, εξαιτίας των capital controls οι τράπεζες οδηγήθηκαν σε νέες αυξήσεις κεφαλαίου υπό πολύ δυσμενείς όρους, με αποτέλεσμα την εξαΰλωση της αξίας των τραπεζικών μετοχών του ΤΧΣ (περισσότερα εδώ και εδώ, κι ένας συνολικός απολογισμός για τις ζημιές που έχει υποστεί ο φορολογούμενος λόγω των τραπεζών κατά τη διάρκεια της κρίσης εδώ*)
Η ζημιά είναι τεράστια, σχεδόν 18 δισ. Αυτό σημαίνει δύο φορές το κόστος των Ολυμπιακών αγώνων, το ΕΚΑΣ 20 ετών, το ¼ του υπερβάλλοντος χρέους (αν το χρέος μας ήταν 80 δισ. χαμηλότερο θα είχαμε το ίδιο λόγο χρέους/ΑΕΠ με την Ιταλία). Και μόνον αυτές τις συγκρίσεις αν είχε στο μυαλό του ένας Πρωθυπουργός –οποιοσδήποτε Πρωθυπουργός- θα έκανε τα πάντα για να αποφύγει τα capital controls.
Γιατί μπορούσαν να αποφευχθούν. Σήμερα το αναγνωρίζουν ακόμη και πρωταγωνιστές της υπόθεσης. Τα capital controls δεν ήταν νομοτέλεια, ούτε στόχος, ούτε εργαλείο, ούτε επιλογή. Ήταν απλώς παράπλευρη απώλεια της μάχης με τους ανεμόμυλους. Είχαν αυταπάτες; Δεν αντιλήφθηκαν το διακύβευμα; Δεν τόλμησαν να αντιπαρατεθούν στη Ζωή; Ή απλώς δεν καταλάβαιναν όταν ζητούσαν από το λαό να πει όχι στην παράταση της συμφωνίας, για να πει ο Πρωθυπουργός το επόμενο βράδυ ναι σε μια επαχθέστερη;
Η λογική λέει ότι προκηρύσσεις δημοψήφισμα όταν διαφορετικό αποτέλεσμα παράγει διαφορετικές επιλογές και πολιτικές. Διαφορετικά δεν το προκηρύσσεις, αν γνωρίζεις πως και μόνον η προκήρυξή του θα επιφέρει τεράστιο πλήγμα στην οικονομία με τα capital controls.
Πριν από λίγες μέρες, ο κ. Γιούνκερ εκτίμησε πως «το δημοψήφισμα αφορούσε λιγότερο το ρόλο της Ελλάδας στην ΕΕ και περισσότερο το ρόλο του κ. Τσίπρα στην Ελλάδα» (FAZ 22/6/2016 εδώ & εδώ). Αυτή μέχρι στιγμής είναι η μοναδική εξήγηση.
Το 2015 διπλασιάσαμε το υπερβάλλον χρέος
Ενα μεγάλο τμήμα του λαού πίστευε ό,τι έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο παράδοξο κι αν ήταν. Ακόμη κι εκείνοι όμως που δεν πίστευαν τις παραδοξότητες και τα μαγικά, ήταν βέβαιοι πως μόνον εκείνος μπορεί να επιτύχει μείωση του χρέους. Ε, λοιπόν, κι εδώ, μαντάρα! Ο ΣΥΡΙΖΑ διόγκωσε το χρέος κατά 40 δισ.
Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της ζημιάς του 2015 σε σχέση με το χρέος, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα.
• Κύριος εφικτός στόχος στο ζήτημα του χρέους είναι να φτάσουμε το λόγο χρέος/ΑΕΠ στα επίπεδα της Ιταλίας (133%) ή της Πορτογαλίας (129%). To 133% δεν είναι το τέλος του δρόμου αλλά σίγουρα είναι ένα σημείο όπου οι άλλες χώρες απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη των αγορών και δανείζονται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. 40 δισ. παραπάνω χρέος δεν είναι 13% περισσότερο χρέος. Είναι παραπάνω από το μισό υπερβάλλον χρέος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, διπλασίασε την απόσταση που πρέπει να καλύψουμε για να φτάσουμε την Ιταλία και την Πορτογαλία.
• Το χρέος της χώρας στο τέλος του 2014 -319 δισ.€ ή 180% του ΑΕΠ- ήταν φουσκωμένο. Στην πραγματικότητα ήταν λιγότερο, 280 δις. ή 158% του ΑΕΠ. (Αν σας φαίνεται αυθαίρετη αυτή η εκτίμηση, αναλογιστείτε ότι, ενώ το 2015 η χώρα είχε έλλειμμα 12 δις. και έπρεπε το χρέος της να φτάσει τα 331 δισ., το 2015 έκλεισε με χρέος 311 δισ. εδώ – 20 δις. λιγότερο!) Στο τέλος του 2014 η Ελλάδα είχε τρεις εφεδρικές πηγές που μπορούσαν να συμβάλουν στη γρήγορη απομείωση του χρέους.
Α) Τα 11 δισ. που είχαμε δανειστεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2013 και παρέμεναν αχρησιμοποίητα. (Τα επέστρεψε ο Γ. Βαρουφάκης τον Φεβρουάριο του 2015 μειώνοντας αντίστοιχα το χρέος).
Β) Τα κέρδη των Κεντρικών Τραπεζών από ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ύψους 10 δισ. που οι εταίροι είχαν δεσμευτεί να επιστρέψουν στην Ελλάδα. (Το 2015 πιστώθηκαν στην Ελλάδα 3,8 δισ. από τα προγράμματα SMP & ANFA. Τα χρήματα αυτά δεν προσμετρούνται στον υπολογισμό του ελλείμματος, είναι όμως πραγματικά χρήματα που μειώνουν το χρέος).
Γ) Τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών που είχε στην κατοχή του το ΤΧΣ. Ήδη από τον Απρίλιο του 2014 είχε διαφανεί πως το ελληνικό Δημόσιο μπορούσε να εισπράξει τουλάχιστον 17-18 δισ. από τη ρευστοποίηση των τραπεζικών μετοχών. Και δεν αναφέρομαι στην απελπιστικά αργή διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων αλλά για εύκολα και γρήγορα ρευστοποιήσιμες μέσω του χρηματιστηρίου τραπεζικές μετοχές -τον Απρίλιο του 2014, σε διάστημα 2 μόλις βδομάδων ξένοι επενδυτές αγόρασαν ελληνικές τραπεζικές μετοχές αξίας 8,5 δισ.
Αν δεν είχε ανακοπεί βίαια ο ενάρετος κύκλος ανάπτυξης που δειλά ξεκινούσε το 2014 τότε:
• Την 4ετία 2015-2018 η Ελλάδα θα πετύχαινε πρωτογενή πλεονάσματα 3-3.5% ετησίως, απαραίτητα για την αποπληρωμή των τόκων, ώστε να πάψει να αυξάνεται το ονομαστικό χρέος.
• Το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας θα έφτανε τα 200 δισ.€ στο τέλος του 2018 χάρις στην ανάπτυξη της οικονομίας και το χαμηλό θετικό πληθωρισμό**.
• Στο τέλος του 2018 το χρέος της Ελλάδας θα ήταν 280 δισ. και ο λόγος χρέος/ΑΕΠ θα διαμορφωνόταν στο 140% του ΑΕΠ, μια ανάσα από το αντίστοιχο μέγεθος της Ιταλίας (133%). Στην πραγματικότητα, η θέση της Ελλάδας θα ήταν πολύ ευνοϊκότερη, γιατί τα δάνειά της έχουν πολύ καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά (χαμηλότερα επιτόκια – μακρύτερες λήξεις).
Μεσολάβησε όμως το α’ εξάμηνο του 2015, οπότε το χρέος της χώρας την 4ετία 2015-2018 θα αυξηθεί – με την πιο συντηρητική εκτίμηση:
• κατά 15 δισ. λόγω των τόκων που δεν θα καλυφθούν από πρωτογενή πλεονάσματα (το μεγάλο κατόρθωμα, που λέγαμε!)
• κατά 5,5 δισ. λόγω της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών του 2015.
• επειδή δεν θα εισπράξουμε τα 18 δισ. από τη ρευστοποίηση των μετοχών του ΤΧΣ. Χάθηκαν δια παντός, η αξία τους εκμηδενίστηκε.
Αν όλα πάνε καλά, στο τέλος του 2018, μετά από τρία ακόμα χρόνια προσαρμογής της οικονομίας, το χρέος της χώρας θα είναι περίπου 320 δισ., το ΑΕΠ 190 δισ. και ο δείκτης χρέος/ΑΕΠ στο 168%. Μετά το 2018, σε ό,τι αφορά το χρέος, θα έχουμε ακόμα να καλύψουμε την απόσταση από το 168% στο 133%, 25 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ -αντί για 7- προκειμένου να πάψουμε να θεωρούμαστε ειδική περίπτωση της Ευρωζώνης.
Η πρώτη κυβέρνηση του κ. Τσίπρα έδειχνε αποφασισμένη να καταργήσει την πολιτική των μνημονίων. Τελικά την υιοθέτησε με ανανεωμένη μάλιστα ισχύ, ένταση και διάρκεια. Για την οικονομία ευαγγελιζόταν ανάπτυξη αλλά τη βύθισε σε ύφεση. Το κούρεμα του χρέους ήταν ο όρκος πίστης των στελεχών, ο θυρεός στο οικόσημο του σύριζα. Τελικά διόγκωσε το χρέος δραματικά. Κι ένα χρόνο μετά το κλείσιμο των τραπεζών, τα capital controls και το δημοψήφισμα που έδωσε τέλος στην πολιτική της αυταπάτης, η ρητορική της απάτης συνεχίζεται με την προσπάθεια να μας πείσουν πως με το «Οχι του λαού» (εδώ), τα capital controls. και την επιτυχημένη διαπραγμάτευση, γλυτώσαμε από το βραχνά των πλεονασμάτων!
Σημειώσεις
*Τα νούμερα είναι αδιανόητα. Τριάντα χρόνια κακοδιαχείρισης των πόρων της χώρας οδήγησαν στη χρεοκοπία του Δημοσίου που με τη σειρά του φόρτωσε 37 δισ. ζημιές στο τραπεζικό σύστημα (λόγω PSI). Η ζημιά αυτή προστέθηκε σε δεκαετίες θαλασσοδανείων και μια δεκαετία ανεξέλεγκτου και υπερβολικού δανεισμού απ’ όλο το τραπεζικό σύστημα. Πέντε χρόνια βαθιάς ύφεσης, πτώσης κατά 25% του ΑΕΠ της χώρας, μια τεράστια συρρίκνωση της οικονομίας που συσσώρευσε βουνά από κόκκινα δάνεια στις Τράπεζες. Όλες αυτές οι αμαρτίες και υπερβολές της Μεταπολίτευσης μαζί, σε ό,τι αφορά τις τράπεζες κόστισαν στον έλληνα φορολογούμενο περίπου 17,6 δισ. μέχρι το 2015. Και ξημέρωσε «μια ωραία μέρα» -όπως νόμιζε ο κ. Παππάς- που έφερε τα capital controls. και μεμιάς διπλασίασαν τη ζημιά για το ελληνικό Δημόσιο.
** Τα 200 δισ. βασίζονται στην αρκετά ρεαλιστική υπόθεση πως, εφόσον ξεκινούσε ο ενάρετος κύκλος ανάπτυξης της οικονομίας, μέσα στην τετραετία 2015-2018 η χώρα μπορούσε να ανακτήσει περίπου το 1/3 των απωλειών που υπέστη την περίοδο 2009-2013. Εκτίμηση πολύ πιο συντηρητική από την πρόβλεψη του 2ου μεσοπρόθεσμου (216 δισ. ΑΕΠ στο τέλος του 2018). Ισοδυναμεί με αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ 11,2% σε τέσσερα χρόνια. Η Πορτογαλία, που είχε πολύ ηπιότερη ύφεση, αύξησε το ονομαστικό ΑΕΠ κατά 5,3% τη διετία 2015-2016 και σε όρους ονομαστικού ΑΕΠ επέστρεψε ήδη στα επίπεδα προ κρίσης. Δεν αναφέρω τις επιδόσεις της Ιρλανδίας -καραδοκεί η κατάθλιψη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News