Η Εθνική γυρνάει 15 χρόνια πίσω. Ηταν το 2001, όταν ένας γερμανός προπονητής που δεν γέμιζε το μάτι -επειδή προερχόταν από μακροχρόνια ανεργία- καθόταν για πρώτη φορά στον πάγκο της, για να κατορθώσει το ακατόρθωτο: να τη βγάλει από την ανυποληψία. Ηταν τα χρόνια που η ΕΠΟ μοίραζε προσκλήσεις σε μαθητές και φαντάρους, μπας και μαζευτούν λίγες χιλιάδες νοματαίοι στις εξέδρες. Τότε που η Ελλάδα έπαιζε με την Αλβανία στο Ολυμπιακό Στάδιο, και οι αλβανοί θεατές ήταν πολύ περισσότεροι από τους έλληνες. Τότε που οι αντίπαλοι είχαν γιορτή, όταν αντιμετώπιζαν την Ελλάδα. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί -τότε- πού θα έφτανε η Εθνική με εκείνον τον προπονητή, που τον έλεγαν Οτο Ρεχάγκελ. Ιδίως μετά το ντεμπούτο του, που ήταν μια… περιποιημένη «πεντάρα» στη Φινλανδία, τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς.
Απόψε η Εθνική επιχειρεί -και πάλι- μια επανεκκίνηση. Με έναν άλλον γερμανό στον πάγκο της, ο οποίος επίσης δεν σκορπίζει ρίγη ενθουσιασμού. Ο μοναδικός τίτλος που έχει να επιδείξει ο Μίχαελ Σκίμπε, είναι ένα Σούπερ Καπ Τουρκίας (το 2008 με τη Γαλατά). Το βιογραφικό του είναι γεμάτο απολύσεις -επτά, από το 1998 έως το 2005- και το βασικό κριτήριο της επιλογής του ήταν ότι δέχτηκε να δουλέψει με τις 600.000 ευρώ ετησίως (μαζί με τον βοηθό του) που μπορούσε να προσφέρει η ΕΠΟ. Προσκλητήριο τζαμπατζήδων δεν κάναμε αυτή τη φορά, όμως ο φόβος του άδειου «Γεώργιος Καραϊσκάκης» υποχρέωσε την Ομοσπονδία να τυπώσει εισιτήρια των 5 ευρώ. Αλλωστε, το έχει πει και ο Νίκος Νταμπίζας, την εποχή που έπαιζε στη Νιούκαστλ: «Η Εθνική Ελλάδος δεν έχει οπαδούς. Μόνο οι επιτυχίες της έχουν».
Οπως ο Ρεχάγκελ το 2001, ο Σκίμπε παρέλαβε -τον περασμένο Νοέμβριο- καμμένη γη. Ενα χρόνο μετά την εξαιρετική πορεία της στο Μουντιάλ της Βραζιλίας -όπου για ένα πέναλτι έχασε την πρόκριση στις οκτώ κορυφαίες ομάδες του κόσμου- η Εθνική γνώρισε πάλι την απόλυτη απαξίωση. Οχι επειδή αποκλείστηκε από το Euro της Γαλλίας (αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες), αλλά διότι έπαψε να είναι ομάδα. Γιατί έχασε από τη Ρουμανία, δυο φορές από τα Νησιά Φερόε, από κάθε πιθανό και απίθανο αντίπαλο. Γιατί η Εθνική που επί μια δωδεκαετία μας χάρισε αλησμόνητες στιγμές, κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες. Για να επιστρέψει βιαίως -και μυστηριωδώς- στα προ του 2004 «πέτρινα χρόνια». \
Στον Πανιώνιο έχουν δίκιο να αναρωτιούνται: γιατί «κανείς ποδοσφαιριστής της πέμπτης ομάδας του ελληνικού πρωταθλήματος, της οποίας το ρόστερ απαρτίζεται κυρίως από Eλληνες, δεν άξιζε μία κλήση στην Εθνική;»
Στον φιλικό αγώνα κόντρα στο Μαυροβούνιο (Πέμπτη, 24 Μαρτίου, 20:00), ο «νέος Ρεχάγκελ» (όπως η ΕΠΟ θέλει να πιστεύει και οι υπόλοιποι ελπίζουν), αρχίζει την προσπάθεια για επιστροφή στην επιτυχίες. Με πρώτο στόχο την πρόκριση στο Μουντιάλ της Ρωσίας (2018). Στην πραγματικότητα, μετά το πρωτοφανές φιάσκο των προκριματικών του Euro, καλείται να χτίσει -από το μηδέν- μια νέα, ανταγωνιστική ομάδα. Το αν θα τα καταφέρει, δεν έχει να κάνει τόσο με τη δική του επάρκεια, ως προπονητή, αλλά με μια σειρά από συγκυρίες που καθορίζουν τη μοίρα κάθε ομάδας. Είναι μια μεγάλη συζήτηση, όμως οι ειδικοί ποδοσφαιρικοί αναλυτές θα σου πουν ότι η παρέμβαση ενός τεχνικού στο αποτέλεσμα δεν ξεπερνά το 15%-20%. Οι υπόλοιποι κρίσιμοι παράγοντες έχουν να κάνουν με μια σειρά από προϋποθέσεις, που άλλες δημιουργούνται και άλλες τυχαίνουν. Οι ποδοσφαιριστές της πάλαι ποτέ ένδοξης Εθνικής θα στο πουν πιο λαϊκά: νικούσαμε, επειδή γουστάραμε να παίζουμε για εκείνη την ομάδα. Ο σύλλογος ήταν η δουλειά μας, και η Εθνική το κέφι μας.
Μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους επιτυχίας είναι η συνύπαρξη παικτών με μεγάλες αγωνιστικές δυνατότητες. Σε αυτό, ο 50χρονος Σκίμπε είναι μάλλον τυχερός. Σε αντίθεση με τη μετα-μουντιαλική εποχή της Εθνικής, όπου πολλοί διεθνείς βρέθηκαν στη δύση τους και αρκετά από τα νέα ταλέντα δεν είχαν ανατείλει ακόμη, σήμερα οι ποδοσφαιριστές «κλάσης» δεν λείπουν.
Ο Γερμανός έχει στη διάθεσή του τρεις από τους κορυφαίους κεντρικούς αμυντικούς της Ευρώπης: τον Κώστα Μανωλά (της Ρόμα), τον Σωκράτη Παπασταθόπουλο (της Ντόρτμουντ) και τον Κυριάκο Παπαδόπουλο (της Μπάγερ Λεβερκούζεν), αν και ταλαιπωρείται από τραυματισμούς. Εχει το ελληνικό δίδυμο της Μπενφίκα -τον Κώστα Μήτρογλου και τον Ανδρέα Σάμαρη- που κάνουν καταπληκτική σεζόν. Εχει τον Νίκο Καρέλη που εντυπωσιάζει στο βελγικό πρωτάθλημα με τη φανέλα της Γκενκ. Εχει τον Κώστα Φορτούνη, ηγέτη του πρωταθλητή Ολυμπιακού και -κατά πολλούς- πολυτιμότερο παίκτη της φετινής Σούπερ Λιγκ. Εχει μερικούς ακόμη εξαιρετικά φορμαρισμένους αυτή την εποχή, όπως τον σέντερ φορ του Ηρακλή, Απόστολο Βέλλιο, και τον επιτελικό μέσο του ΠΑΟΚ, Δημήτρη Πέλκα. Εχει ανερχόμενα ταλέντα που εντυπωσιάζουν στο εξωτερικό – όπως ο κεντρικός χαφ της Ραπίντ Βιέννης, Θάνος Πέτσος, ο αριστερός μπακ της Αουγκσμπουργκ, Κώστας Σταφυλλίδης, ο αμυντικός της Μπολόνια, Μάριος Οικονόμου, και ο σέντερ φορ της Κόρτραϊκ, Θανάσης Παπάζογλου. Εχει και κάποιες σταθερές αξίες: τον Καρνέζη (Ουντινέζε), τον Τοροσίδη (Ρόμα), τον Χολέμπας (Γουότφορντ), τον Μόρα (Ελλάς Βερόνα). Αλλά, δυστυχώς, ο Γερμανός -φαίνεται ότι- έχει και κάποια… κωλύματα.
Στον Πανιώνιο έχουν δίκιο να αναρωτιούνται: γιατί «κανείς ποδοσφαιριστής της πέμπτης ομάδας του ελληνικού πρωταθλήματος, της οποίας το ρόστερ απαρτίζεται κυρίως από Eλληνες, δεν άξιζε μία κλήση στην Εθνική;» Τι άλλο να κάνει ο Τάσος Μπακασέτας -για παράδειγμα- προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ομοσπονδιακού τεχνικού; Σημειωτέον ότι ο νεαρός ποδοσφαιριστής μπορεί να αγωνιστεί και στις πτέρυγες, για τις οποίες ο Σκίμπε παραπονέθηκε ότι δεν βρήκε κατάλληλους παίκτες. Μυστήριο…
Αδικο δεν έχουν και στον ΠΑΟΚ, που διαμαρτύρονται για τον αποκλεισμό του 28χρονου τερματοφύλακά τους, Μάρκου Βελλίδη. Ιδίως από τη στιγμή που κλήθηκε -ως αναπληρωματικός του Καρνέζη- ο Καπίνο, ο οποίος φέτος έμεινε στη σκιά του Ρομπέρτο και αγωνίστηκε σε ελάχιστα ματς. Πάντως, φαίνεται πως -τον συγκεκριμένο του ΠΑΟΚ- ο Γερμανός τον έχει ξεγραμμένο. Στα δυο προηγούμενα φιλικά (για τα οποία οι κλήσεις δεν ήταν δικές του, αφού είχε αναλάβει μόλις 15 ημέρες πριν), ο χερ Σκίμπε δεν σήκωσε τον Βελλίδη από τον πάγκο ούτε για ένα ημίχρονο. Μυστήριο…
Υπήρξαν και άλλες εκπλήξεις, με παίκτες που ο γερμανός τεχνικός αγνόησε – χωρίς προφανείς λόγους. Οπως ο πολύτιμος «εργάτης» της ΑΕΚ, Χρήστος Αραβίδης, ο πρώτος σκόρερ του ΠΑΟΚ, Στέφανος Αθανασιάδης, αλλά και ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος. Και τα μυστήρια δεν τελειώνουν εδώ. Κάλεσε δυο τερματοφύλακες, κι όχι τρεις, για πρώτη φορά στα χρονικά. Κάλεσε τέσσερις αριστερούς μπακ αλλά μόνο έναν δεξιό: τον Τοροσίδη, που έχει να παίξει τρεις μήνες με τη Ρόμα. Κάλεσε τέσσερις κεντρικούς αμυντικούς (Παπασταθόπουλος, Παπαδόπουλος, Οικονόμου, Μανωλάς) για το πρώτο φιλικό και έξι (με την προσθήκη του Σιόβα και του Μόρα) για το δεύτερο, την Τρίτη με την Ισλανδία. Να τους κάνει τι; Κάλεσε τρεις επιτελικούς μέσους (Φορτούνης, Μάνταλος, Πέλκας), που παίζουν ακριβώς στην ίδια θέση και έχουν δυσκολίες όταν χρησιμοποιούνται στις πτέρυγες. Κάλεσε πέντε επιθετικούς (μαζί με τον Διαμαντάκο), εκ των οποίων τέσσερις είναι περιοχής και μόνον ένας περιφερειακός. «Ο ρυθμός είναι πολύ σημαντικό πράγμα», έχει πει ο ίδιος, όμως στη λίστα υπάρχουν παίκτες που δεν αγωνίζονται συχνά στους συλλόγους τους, ενώ κόπηκαν κάποιοι ιδιαίτερα φορμαρισμένοι.
Για να φτάσουμε σε ένα ακόμη συστατικό επιτυχίας μιας ομάδας: την κοινή πεποίθηση των ποδοσφαιριστών ότι επιλέγονται (και παίζουν) οι καλύτεροι, τη δεδομένη χρονική στιγμή. Δηλαδή, ότι οι επιλογές είναι δίκαιες. Οτι δεν εξυπηρετούν την ανάγκη να τηρηθούν κάποιες ισορροπίες, δεν προκύπτουν από δημόσιες σχέσεις και δεν υπαγορεύονται στον προπονητή από κάποιους άλλους.
Αυτό το τελευταίο ήταν ένα από τα μεγάλα όπλα του Ρεχάγκελ, όμως στη σημερινή Εθνική τα πράγματα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα. Λόγω οικονομικών δυσκολιών, η ΕΠΟ αποφάσισε να μην προσλάβει τεχνικό διευθυντή, αλλά να καλύψει τη θέση εκ των ενόντων. Το αποτέλεσμα είναι, αυτά τα καθήκοντα να τα έχει αναλάβει -στην πράξη- ο πρώην (υπηρεσιακός) ομοσπονδιακός τεχνικός, Κώστας Τσάνας, ο οποίος -ταυτοχρόνως- είναι και βοηθός του Σκίμπε, δηλαδή υφιστάμενός του. Πρόκειται για παγκόσμια πατέντα. Σε συνδυασμό με το πρωτοφανές γεγονός ότι πρώτα επελέγη ο βοηθός προπονητή και ύστερα ο προπονητής, οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι.
Το ματς είναι φιλικό και ο αντίπαλος δεν προσφέρεται για ασφαλή συμπεράσματα. Το Μαυροβούνιο γεννήθηκε -ως χώρα και ως εθνική ομάδα- μόλις το 2006, μετά τον διαχωρισμό από τη Σερβία. Η μεγαλύτερη διασημότητά του στα γήπεδα είναι… ο πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας του: ο σπουδαίος -άλλοτε- μπαλαδόρος, Ντέγιαν Σαβίσεβιτς. Προπονητής του είναι ένας παλιός μας γνώριμος: ο Λιούμπισα Τουμπάκοβιτς, ο οποίος είχε αναλάβει την ΑΕΚ τον Ιούνιο του 1999 και είχε απολυθεί λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Αυτό που περιμένουμε -απόψε- από την Εθνική μας, είναι να δώσει κάποια σημάδια ζωής. Να πείσει ότι όλα τα μέλη της είναι αποφασισμένα να προσπαθήσουν γι’ αυτό το restart. Διότι, όπως είπε και ο Σκίμπε, «μια νέα αρχή σημαίνει για τον καθέναν ότι μπορεί να δείξει ένα πρόσωπο καλύτερο από αυτό που έδειξε μέχρι σήμερα». Με δεδομένο ότι το πρώτο επίσημο παιχνίδι της Ελλάδας για τα προκριματικά του Μουντιάλ είναι προγραμματισμένο για τον Οκτώβριο, χρόνος υπάρχει. Αρκεί να υπάρξει και διάθεση για δουλειά. Οπως τότε, πριν από 15 χρόνια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News