Συνήθως κάποιο μουσείο που σκοπεύει να ανοίξει ένα νέο παράρτημα, ειδικά αν μιλάμε για το διασημότερο της Νέας Υόρκης και ίσως ολόκληρου του κόσμου, αναθέτει το έργο σε έναν αρχιτέκτονα-σταρ. Ή επιλέγει ένα σύγχρονο κτίριο που μπορεί να αναδείξει τι «πουλάει» ως μουσείο (σύγχρονη τέχνη) και όχι ένα κτίριο μίας άλλης εποχής, του κάπως μακρινού πλέον 1960, για παράδειγμα. Και σίγουρα όχι ένα από τα τελευταία δείγματα του κινήματος του μπρουταλισμού που κινδυνεύει να σβήσει σε μία πόλη που διαρκώς εξελίσσεται. Ενα κτίριο που μοιάζει περισσότερο με τσιμεντένιο φρούριο παρά με ένα νέο παράρτημα του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης.
Το Met Breuer, που άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό στις 18 Μαρτίου, στη Μάντισον Αβενιου, μοιάζει εκ πρώτης όψεως να εξυπηρετεί μόνο τη σωτηρία του εμβληματικού κτιρίου του ούγγρου αρχιτέκτονα και σχεδιαστή επίπλων Μαρσέλ Μπρόιερ (1902-1981). Η τύχη του κτιρίου τινάχτηκε στον αέρα όταν πριν από λίγα χρόνια αποφάσισε να αποχωρήσει από την έδρα του το Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Γουίτνεϊ με προορισμό ένα νέο κτίριο του Ρέντσο Πιάνο.
Κι όμως, σε αυτό το σκουρόχρωμο όγκο που έχει ελάχιστες εγκαταστάσεις ξύλου και μικρά παράθυρα η Σίνα Ουάγκσταφ, πρόεδρος του τμήματος Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης του MET, βλέπει μία «κομψή λειτουργικότητα». Και παρότι το κόστος λειτουργίας του νέου κτιρίου υπολογίζεται στα 18 εκατ. δολάρια τον χρόνο, η ίδια μπορεί να ανακουφίζεται στη σκέψη ότι η στέγαση των έργων του μουσείου εκεί είναι προσωρινή καθώς το συμβόλαιο μίσθωσης θα λήξει το 2019. Η ελπίδα είναι ότι μέχρι τότε –παρά το έλλειμμα των 8 εκατ. δολαρίων που θα προκύψει στον προϋπολογισμό του ΜΕΤ- το νέο εγχείρημα του μουσείου θα έχει τραβήξει το ενδιαφέρον νέων επισκεπτών, ή ακόμη σημαντικότερα αγοραστών, και τότε θα επιστρέψει σε μία νέα πτέρυγα του μητρικού κτιρίου στην 5η Λεωφόρο, που θα ολοκληρωθεί το 2017 με συνολικό κόστος κατασκευής 600 εκατ. δολάρια.
Η αρχιτεκτονική εταιρεία Beyer Blinder Belle ανέλαβε την ανακαίνιση (ύψους 15 εκατ. δολαρίων) του κτιρίου και η Ουάγκσταφ με την ομάδα της όλα τα υπόλοιπα. Είχαν στη διάθεσή τους σχεδόν 200 έργα. Η κοινή γραμμή -ή το νέο brand- που επινόησαν για να τα στήσουν σε δύο από τους τέσσερις ορόφους του «Μπρόιερ» είναι η αίσθηση του «ανολοκλήρωτου» (η έκθεση ονομάζεται «Unfinished: Thoughts Left Visible»). Ο επισκέπτης καλείται να κάνει μία διαδρομή από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα, με 197 έργα μεγάλων ζωγράφων και να εξετάσει -χωρίς ποτέ όμως να απαντήσει- την ερώτηση: «Πότε αισθάνεται ένας καλλιτέχνης ότι το έργο του είναι ολοκληρωμένο;»
Στα «ανολοκλήρωτα» έργα βρίσκεται η «Εκδορά του Μαρσύα», παρότι ο Τιτσιάνο είχε αισθανθεί ότι ο πίνακας ήταν ολοκληρωμένος απλώς επιδίωξε να του δώσει την αίσθηση του «non finito» (χωρίς τέλος), το «Βάπτισμα του Ιησού», που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Τζάκοπο Μπασάνο καθώς πέθανε το 1592 και ο «Τζέιμς Χάντερ μαύρος στρατολογημένος», το ανολοκλήρωτο πορτρέτο ενός μεγάλου ερωτηματικού. Η καλλιτέχνιδα Αλις Νιλ, ζήτησε το 1965 από έναν περαστικό να της ποζάρει και το μόνο που έμαθε γι’ αυτόν ήταν το όνομά του και ότι είχε στρατολογηθεί (Βιετνάμ). Δεν εμφανίστηκε ποτέ για δεύτερη πόζα, και το κορμί του έμεινε στον πίνακα χωρίς χρώμα. Κι όμως, η αμερικανίδα ζωγράφος αισθάνθηκε ότι μπορεί να το χαρακτηρίσει ολοκληρωμένο.
Το αποτέλεσμα όλης της έκθεσης είναι λίγο προβληματικό, σύμφωνα με την κυριακάτικη εφημερίδα Observer. «Προσπαθεί να συμπεριλάβει σχεδόν όλους και να ευχαριστήσει σχεδόν όλους», γράφει ο Ντέιβιντ Εμπονι. Αντίθετα, αυτό που πέτυχε είναι μία παρθενική έκθεση που επικεντρώνεται σε ένα μόνο πρόσωπο, την ινδή εικαστικό, Νασρίν Μοχαμεντί. Είναι η πρώτη ολοκληρωμένη έκθεση έργων της -σχετικά άγνωστης για το αμερικανικό κοινό- καλλιτέχνιδας που πέθανε σε ηλικία μόλις 53 ετών από τη νόσο Χάντινγκτον, το 1990.
Και τα 130 έργα της έκθεσης –πίνακες, σχέδια, φωτογραφίες, σελίδες ημερολογίου- είναι δικά της, τα περισσότερα χωρίς την υπογραφή της. «Αν δεν γνωρίζεις το παρελθόν της αποικιοκρατίας, της ανεξαρτησίας και της διαίρεσης (της Ινδίας) δεν ξέρεις από πού προέρχεται η Νασρίν, δεν έχεις ιδέα πώς προκύπτει η ηφαιστειώδης μεταστροφή στο έργο της. Δεν κατανοείς ότι αυτή η γυναίκα ήταν εκθαμβωτικά ριζοσπαστική», λέει για την καλλιτέχνιδα η κυρία Ουάγκσταφ.
Πάντως, ο δημοσιογράφος της Observer σημειώνει ότι η έκθεση της Νασρίν θα ήταν ακόμη καλύτερη αν προέβαλλε ταυτόχρονα έργα ινδικής και πακιστανικής τέχνης. Κάτι τέτοιο θα κατατόπιζε τον επισκέπτη και θα ικανοποιούσε τον επισκέπτη που θα έσπευδε να γκουγκλάρει για να μάθει για την αποικιοκρατία, την ανεξαρτησία ή τη διαίρεση. Με άλλα λόγια, για να ανταποκριθεί στην εποχή του «wikipedia», το MET ίσως δεν έχει ανάγκη από re-branding αλλά από περισσότερη έρευνα σε ανεξερεύνητα εδάφη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News