Σε είδα να κοιτάς τα λουλούδια που ήταν δεμένα χαμηλά στο φανάρι της Κηφισίας, στη στροφή, εκεί που μπαίνουμε στο Μαρούσι. Εσκυψες δακρυσμένη και τα ίσιωσες γιατί είχαν στραβώσει απ΄τον αέρα. Να ‘ταν ο άντρας σου που χάθηκε; Ο αδελφός σου; Οποιος και να ‘ταν σε τσάκισε. Εμοιαζες τσαλαπατημένη.
-«Πότε έγινε;» σε ρώτησα αυθόρμητα, δεν ήξερα τι άλλο να πω. Τα λουλούδια ήταν πολύ φρέσκα.
– «Δεν ξέρω, δεν ήταν δικός μου», είπες χωρίς να με κοιτάξεις. «Ο δικός μου έφυγε πριν χρόνια. Eκλεινε τα 22. Εδώ», ψιθύρισε και μου δειξε το στραβωμένο κιγκλίδωμα. «Είχαν πιεi. Ξέχασε να φορέσει ζώνη. Eτσι ήταν αυτός από μωρό. Ξεχασιάρης.»
Ξεχασιάρης. Κι εσύ προσπαθείς να τον ξεχάσεις χρόνια τώρα αλλά αδύνατον. Χίλιοι άνθρωποι σαν κι αυτόν κάθε χρόνο αφήνουν τη ζωή τους στην άσφαλτο. Δεν έχουν κλείσει ούτε τα τριάντα οι περισσότεροι. Νέοι και ξεχασιάρηδες. Δεν θυμούνται ότι είναι θνητοί. Δεν θυμούνται να βάλουν ζώνη. Δεν θυμούνται να αφήνουν το αυτοκίνητο όταν έχουν πιεί. Δεν θυμούνται να πάρουν το πόδι από το γκάζι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News